Δευτέρα 11 Απριλίου 2011

ΕΠΙΤΑΓΕΣ ΕΥΚΟΛΙΑΣ- νομολογία- ΑΡΙΘΜΟΣ: 5289/2007


(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Επιταγή ευκολίας. Περιεχόμενο της σχετικής ένστασης. Κακή πίστη κομιστή. Πρέπει να υπάρχει κατά τον χρόνο της οπισθογράφησης της επιταγής. Κρίθηκε ότι η τράπεζα στην οποία μεταβιβάστηκε η επιταγή ως ενέχυρο μπορούσε να διακρίνει ότι στην εκδότρια και την λήπτρια μετείχαν συγγενικά πρόσωπα, δεν ζήτησε συμπληρωματικά στοιχεία της συναλλαγής και γνώριζε ότι η λήπτρια ήταν σε πολύ κακή οικονομική κατάσταση, γνώριζε ότι η επιταγή ήταν ευκολίας και ότι λαμβάνοντας την επιταγή θα ματαίωνε τις ενστάσεις της ανακόπτουσας και θα πετύχαινε την πληρωμή της επιταγής. Απορρίπτει έφεση. Εισήχθη με επιμέλεια της Φωτεινής Μαυρίδου, δικηγόρου Θεσσαλονίκης.
  
ΑΡΙΘΜΟΣ: 5289/2007
 TO ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ        
ΤΜΗΜΑ 14ο

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ   από   τους  Δικαστές................. Πρόεδρο Εφετών, Και Β.
Ηλιοπούλου, Εισηγήτρια, Εφέτες και τη Γραμματέα.......................
         
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 10 Μαΐου 2007 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
       ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "........" (πρώην "..........") και διακριτικό τίτλο "............", η οποία εκπροσωπείται νόμιμα και εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού .............
      ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "..........", που
εδρεύει στην Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα. Η εκκαλούσα τραπεζική εταιρία είχε ζητήσει από τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την έκδοση της με αριθμό 11363/2005 διαταγής πληρωμής, κατά της οποίας η εφεσίβλητη είχε ασκήσει την από 11-1-2006 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 7550/96/2006 ανακοπή (κατά άρθρο 632 Κ.Πολ,Δ.) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ζητώντας την ακύρωση της. Επί αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 773/2006 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, η οποία δέχθηκε την ανακοπή της εφεσίβλητης και ακύρωσε την προαναφερθείσα διαταγή πληρωμής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα με την με αριθμό 8572/2006 έφεση της, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού.
     Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και κατά την εκφώνηση της από το σχετικό πινάκιο στη σειρά της, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν και αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
 ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 
      Η κρινόμενη έφεση της καθ` ης η ανακοπή κατά της υπ. αρ. 773/2006 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους (635 επ. ΚΠΟΛΔ) έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης ούτε οι διάδικοι επικαλούνται τέτοια επίδοση από τη δημοσίευση δε αυτής μέχρι την άσκηση της κρινόμενης έφεσης δεν έχει παρέλθει τριετία (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 516, 517, 518 παρ. 2 και 520 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια διαδικασία (533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
        Με την ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η ανακόπτουσα ζήτησε την ακύρωση της υπ. αρ. 11363/2005 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, για τους αναφερόμενους σ` αυτή λόγους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε την ανακοπή κατ` ουσίαν και ακύρωσε την προαναφερόμενη διαταγή πληρωμής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η καθ’ ης η ανακοπή, για τους αναφερόμενους στην έφεση της λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη με σκοπό να απορριφθεί η ανακοπή.
      Κατά τη διάταξη του άρθρου 22 του Ν. 5960/1933, η οποία είναι ταυτόσημη, με εκείνη του άρθρου 17 του ν. 5325/1932 (για τις συναλλαγματικές), τα εναγόμενα εξ επιταγής πρόσωπα δύνανται να αντιτάξουν κατά του κομιστή τις ενστάσεις, οι οποίες στηρίζονται στις προσωπικές τους σχέσεις με τον εκδότη, ή τους προηγούμενους κομιστές, μόνον αν ο κομιστής κατά την κτήση της επιταγής ενήργησε εν γνώσει προς βλάβη του οφειλέτη (ΑΠ 280/1997, ΔΝΗ 1998, 108, ΑΠ 623/94 Δνη 36, 348). Δηλαδή, για την δυνατότητα προβολής κατά του τρίτου κομιστή ενστάσεων, οι οποίες στηρίζονται στις προσωπικές σχέσεις του εκδότου και των προηγούμενων οπισθογράφων, απαιτείται αφενός μεν γνώση του κομιστή της επιταγής του λόγου της ένστασης κατά το χρόνο της κτήσης της, αφετέρου σκοπός βλάβης του οφειλέτη κατά τον ίδιο χρόνο (ΑΠ 8/1994 ΝοΒ 42, 1145, ΑΠ 370/1993 Δνη 1994. 397, ΕΑ 806/1999 Δνη 2000, 491). Η γνώση του τρίτου και η ενέργεια του προς βλάβη του οφειλέτη, αποτελούν στοιχεία της προβαλλόμενης ένστασης και πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο της ανακοπής. Μόνη η γνώση της ύπαρξης των ενστάσεων δεν αρκεί, αλλά απαιτείται ο κομιστής να ενεργεί προς το σκοπό να πληρωθεί η επιταγή (ΑΠ 248/2001 ΔΕΕ2001. 888, ΑΠ 155/1999 ΕΕμπΔ 1999. 538, ΑΠ 623/1994 ΕλλΔνη 1995. 348. ΑΠ 274/1994 ΝοΒ 1995. 58, ΑΠ 1664/1991 ΕλλΔνη 1993. 336). Από την ως άνω διάταξη σε συνδυασμό προς αυτή του άρθρου 1 του ίδιου νόμου, συνάγεται το αναιτιώδες της ενοχής από επιταγή, πλην ο καλούμενος σε πληρωμή οφειλέτης δύναται, υπό τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις, να προβάλει ενστάσεις από την υποκείμενη σχέση, δηλαδή την αιτία. Τέτοια ένσταση είναι και ο ισχυρισμός ότι η επιταγή είναι ευκολίας.     Το περιεχόμενο της ένστασης αυτής είναι ότι ουδεμία έννομη σχέση υπήρξε μεταξύ του εκδότη και του λήπτη της επιταγής, που να δικαιολογεί την έκδοση αυτής, ενώ, κατά την πρόθεση αμφοτέρων,   η   έκδοση   αυτής,  της   επιταγής δεν πρόκειται να δημιουργήσει πράγματι νομικό δεσμό μεταξύ των προσώπων αυτών, ο δε σκοπός στον οποίο αυτοί απέβλεψαν ήταν απόκτηση πίστωσης έναντι τρίτων προσώπων (ΑΠ 1672/1988 ΕλΔ 31, 1415, ΑΠ 579/1979 ΕΕμπΔ 1980, 103, ΕφΑΘ 5757/2003 ΕλΔ 45, 862, ΕφΑΘ 5916/2002 ΕλΔ 44,833, ΕφΑθ 1324/2000 ΕλΔ 41, 1392). Υπό την έννοια αυτή υπάρχει έκδοση επιταγής ευκολίας, ήτοι χωρίς την ύπαρξη ορισμένης έννομης σχέσης ή οικονομικού αντισταθμίσματος, όταν εκδίδεται απλώς και μόνο για την εξυπηρέτηση κάποιου (του λήπτη της επιταγής ή και του πρώτου κομιστή αυτής κατά περίπτωση), ώστε έτσι να φανεί αυτός ως φερέγγυος για να δανειστεί το ποσό της επιταγής από τρίτον (ΕφΑΘ 2623/206, ΝΟΜΟΣ, ΔΕΕ 2006/1045, ΕφΑΘ 5916/2002, ΕφΑΘ 1324/2000, ό.π.)• Η κακή πίστη του κομιστή πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο οπισθογράφησης της επιταγής και ουδεμία ασκεί επίδραση η μεταγενέστερη γνώση (ΑΠ. 370/1993 ΕλλΔνη 1994. 397, Εφ.Ιωαν 170/2002 ΔΕΕ 2003.810, ΕφΑΘ 446/1999 ΕλλΔνη 40. 1137).
          Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της ανακόπτουσας, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά, από την υπ. αρ. 2605/2007 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, που λήφθηκε με επιμέλεια της εκκαλούσας καθ `ης η ανακοπή, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου, κατά τα άρθρα 643 παρ. 2 και 650 παρ. 1 ΚΠΟΛΔ, (βλ. την υπ.αρ. 1178Γ/2007 έκθ. Επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνου Δ. Τσότσου), από την υπ. αρ. 2852/2007 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Κωνστάντιας Πετροπούλου, που λήφθηκε με επιμέλεια της εφεσίβλητης-ανακόπτουσας επίσης μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου της (βλ. την υπ. αρ. 2509Γ/4-5-2007 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Βασιλείου Γυαλιά) και από όλα ανεξαιρέτως τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, μεταξύ των οποίων και οι υπ. αρ. 2141/2005 και 2354/2006 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Κωνστάντιας Πετροπούλου, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθόσον έχουν ληφθεί στα πλαίσια άλλης συναφούς με την παρούσα δίκης μεταξύ των ίδιων διαδίκων (ΑΠ 1148/2002 ΝΟΜΟΣ και ΔΝΗ 2004, 408 ΑΠ 929/2003, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 540/2003 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 430/2003 ΝΟΜΟΣ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα περιστατικά: 
       Η ανακοπτόμενη με αριθμό 11363/2005 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εκδόθηκε, κατόπιν αιτήσεως της καθ ής η ανακοπή - εκκαλούσας τράπεζας, με βάση την υπ. αρ. 09003831-2 μεταχρονολογημένη επιταγή, την οποία εξέδωσε η ανακόπτουσα με ημερομηνία έκδοσης 30-6-2005, ποσού 40.000 ευρώ, πληρωτέα από την Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος σε διαταγή της εταιρείας με την επωνυμία "..........", ο νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας τη μεταβίβασε με οπισθογράφηση στην εταιρεία ".........", η οποία τη μεταβίβασε με οπισθογράφηση στην καθ` ης η ανακοπή τράπεζα λόγω ενεχύρου, η τελευταία δε την εμφάνισε προς πληρωμή στις 30-6-2005 πλην όμως η επιταγή σφραγίσθηκε ελλείψει διαθέσιμων κεφαλαίων της εκδότριας εταιρείας. Η επιταγή αυτή εκδόθηκε τον Μάρτιο του 2004 από την ανακόπτουσα "........" σε διαταγή της εταιρείας ".........". Ο εκπρόσωπος της τελευταίας εταιρείας, ο ...... είναι αδελφός των ........, εταίρων και στις δύο εταιρείες, και σύζυγος της........, η οποία μαζί με τον ........ είναι διαχειριστές της εκδότριας της επιταγής και ανακόπτουσας. Τον Μάρτιο του 2004 η λήπτρια της επιταγής "........." αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, εξαιτίας των οποίων είχαν σφραγισθεί επιταγές της, της είχε δε αφαιρεθεί το βιβλιάριο επιταγών και είχε καταχωρισθεί στην εταιρεία με την επωνυμία "........." για έκδοση πολλών ακάλυπτων επιταγών. Επειδή υπήρχαν σε βάρος της αυτά τα δυσμενή στοιχεία, ο εκπρόσωπος της εκδότριας εταιρείας, για την οποία δεν υπήρχαν δυσμενή στοιχεία, εξέδωσε την επίδικη επιταγή σε διαταγή της εταιρείας αυτής, στην οποία, όπως προαναφέρθηκε, εταίρος ήταν και ο ίδιος και οι αδελφοί του, με σκοπό την τελευταία αυτή εταιρεία να μεταβιβάσει την επιταγή στην εταιρεία με την επωνυμία "........", προκειμένου αυτή να επιτύχει τη χρηματοδότηση της από την καθ` ης τράπεζα, μεταβιβάζοντας λόγω ενεχύρου την επίδικη επιταγή, μαζί με άλλες πέντε που εκδόθηκαν κατά τον ίδιο τρόπο. Πράγματι η εταιρεία "......." οπισθογράφησε και παρέδωσε ως ενέχυρο την επιταγή στην καθ` ης τράπεζα στις 17-9-2004 και χρηματοδοτήθηκε με το ανάλογο ποσό από την καθ` ης, με την οποία συνεργαζόταν από προηγούμε-
να έτη.
        Κατά το χρόνο όμως αυτό (17-9-2004) αποδεικνύεται κατά την κρίση του Δικαστηρίου ότι η καθ` ης η ανακοπή γνώριζε την έλλειψη υποκείμενης σχέσης μεταξύ της εκδότριας και της λήπτριας της επιταγής και ειδικότερα ότι η εν λόγω επιταγή ήταν επιταγή ευκολίας καθώς και on λαμβάνοντας την επίδικη επιταγή θα ματαίωνε την προβολή των ενστάσεων της ανακόπτουσας και θα πετύχαινε το σκοπό της, που ήταν η πληρωμή της επιταγής, η οποία αλλιώς δεν θα πληρωνόταν, αν δεν είχε μεταβιβασθεί σε αυτήν η επιταγή λόγω ενεχύρου. Η γνώση της συνάγεται από τα ακόλουθα στοιχεία: Πρώτα απ` όλα από τις σφραγίδες στο σώμα της επιταγής ήταν εμφανές ότι εκδότρια και λήπτρια εταιρεία έχουν ως μέλη συγγενικά πρόσωπα. Επίσης ήταν γνωστή στην καθ` ης η κακή οικονομική κατάσταση της λήπτριας της επιταγής, η οποία αφενός αδυνατούσε να πληρώσει το προερχόμενο από τη μεταξύ τους σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού χρεωστικό σε βάρος της υπόλοιπο προς την ίδια καθ` ης, αφετέρου είχε καταχωρισθεί στο διατραπεζικό σύστημα ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ για έκδοση πολλών ακάλυπτων επιταγών.                    
        Και αυτό το τελευταίο το γνώριζε η καθ` ης από το σχετικό έλεγχο που διενήργησε. Δεν είναι δυνατόν να γίνει δεκτό ότι ο υπάλληλος της καθ` ης έλεγξε τη φερεγγυότητα μέσω του συστήματος ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ μόνο της εκδότριας και όχι και της λήπτριας, παρά το γεγονός ότι, όταν πρόκειται για χρηματοδότηση και προς αποφυγή λήψης επιταγών ευκολίας που ανακαλούνται τελικώς από τους εκδότες τους, ο έλεγχος αυτός επιβάλλεται με τις εγκυκλίους και της ίδιας της καθ` ης και αυτό συμβαίνει πράγματι στη πράξη, όπως βεβαιώνει και η μάρτυρας της καθ` ης, πρώην υπάλληλος της, και παρά το γεγονός ότι υπήρχαν εξαιρετικές περιπτώσεις που επέβαλαν αυτόν τον έλεγχο, λόγω του ότι χρηματοδοτούμενη από την καθ` ης ήταν η εταιρεία ".........", για την οποία όμως δημοσιεύονταν καθημερινά στον τύπο άρθρα αρνητικά για την οικονομική της πορεία και για την πορεία της μετοχής της. Η γνώση αυτών των δύο στοιχείων, δηλαδή συγγενική σχέση των εταίρων εκδότριας και λήπτριας και η πολύ κακή οικονομική κατάσταση της λήπτριας, μαρτυρούν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, έκδοση της επίδικης επιταγής ευκολίας και σε αυτό το συμπέρασμα οδηγήθηκε και ο αρμόδιος υπάλληλος της καθ` ης, γεγονός που ενισχύεται και από το ότι, ενώ υπήρχαν αυτά τα στοιχεία, δεν ζητήθηκαν παραστατικά (τιμολόγια κτλ.) που να βεβαιώνουν τη συναλλαγή μεταξύ των δύο εταιρειών, διότι ήταν προφανές ότι δεν υπήρχε καμία συναλλαγή. Δέχθηκε λοιπόν η καθ` ης τη μεταβίβαση της επιταγής λόγω ενεχύρου από την εταιρεία "..........", με την οποία είχε συνάψει σύμβαση χρηματοδότησης από τον Ιούνιο του 2004, προσβλέποντας στην φερεγγυότητα της εκδότριας και γνωρίζοντας ότι έτσι θα ματαίωνε την προβολή  των ενστάσεων της  εκδότριας  και  θα  πετύχαινε  την αποδεικτικά", δεν ζητήθηκαν από τους αρμόδιους υπαλλήλους της καθ` ης παραστατικά, αποδεικτικά των συναλλαγών μεταξύ των προσώπων που υπέγραψαν με οποιαδήποτε ιδιότητα την επίδικη επιταγή, διότι γνώριζε η καθ` ης ότι δεν υπήρχαν, αφού αυτή ήταν επιταγή ευκολίας, και προσέβλεπε στη φερεγγυότητα της ανακόπτουσας.
       Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια, και αφού δέχθηκε τον πρώτο λόγο της ανακοπής, ακύρωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε.
        Συνεπώς η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικώς αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της (άρθρα 183 και 176 Κ.Πολ.Δ.) κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. 
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
 ΔΙΚΑΖΕΙ κατ` αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ` ουσία την έφεση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε οκτακόσια (800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις........ με την ως άνω σύνθεση.


          Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Και δημοσιεύθηκε στις 31 -7-2007 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο
του με τη σύνθεση που αναφέρεται στο πρακτικό δημοσίευσης.

          Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ν.Β



Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΕΠΙΠΛΑ ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΓΟΥΣΤΟ