Παρασκευή 15 Απριλίου 2011

Φοροδιαφυγή. Ανακριβής δήλωση φόρου εισοδήματος



Απόφαση 1231 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Φοροδιαφυγή, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Πρόσθετοι λόγοι.


Περίληψη:
Φοροδιαφυγή. Ανακριβής δήλωση φόρου εισοδήματος. Προσδιορισμός φόρου, αποστολή φύλλων ελέγχου στον κατηγορούμενο και μη προσφυγή κατ' αυτών. Οριστικοποίηση χρέους. Ποινική δίωξη για κακούργημα και πλημμέλημα. Καταδίκη κατηγορουμένου με παραδοχή ελαφρυντικών προτέρου εντίμου βίου. Λόγοι αναίρεσης: έλλειψη αιτιολογία, έλλειψη νόμιμης βάσης και εσφαλμένη εφαρμογή νόμου. Απόρριψη των λόγων αυτών ως αβασίμων. Απόλυτη ακυρότητα από τη ανάγνωση εγγράφων που λήφθηκαν υπόψη για την καταδικαστική κρίση. Απόρριψη του λόγου αυτού ως αβασίμου, αφού προκύπτει ότι τα έγγραφα αυτά αναγνώσθηκαν. Υπέρβαση εξουσίας. Παραγραφή εγκλημάτων φοροδιαφυγής (πλημμελήματος και κακουργήματος). Χρόνος έναρξης της παραγραφής αυτών. Απόρριψη του λόγου αυτού ως αβασίμου. Απόρριψη αίτησης αναίρεσης και προσθέτων επ' αυτής λόγων ως αβασίμων. Μη επιδίκαση δικαστικής δαπάνης στο μη παραστάν κατά τη συζήτηση Ελληνικό Δημόσιο, που παρέστη μόνος την αρχικά ορισμένη δικάσιμο, κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης.


Αριθμός 1231/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητή και Γεώργιο Μπατζαλέξη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Μαρτίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεώργιου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Κοσμάτο, περί αναιρέσεως της 268-269/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσ/νίκης.
Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και που στο ακροατήριο δεν παραστάθηκε. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Ιουνίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως και στους από 10 Φεβρουαρίου 2010 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1082/2009.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 18-6-2009 αίτηση του Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 268-269/2009 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (με δήλωσή του που επιδόθηκε στις 23-6-2009 του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου). Επομένως είναι παραδεκτό και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω. Μαζί με αυτήν πρέπει να συνεξετασθούν και οι 12-2-2010 πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης που ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατέθηκε στη γραμματεία της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου (άρθρο 509 §2 ΚΠΔ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 32 §1 εδ. α' του Ν.2238/1994 το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων που τηρούν βιβλία και στοιχεία πρώτης ή δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων καθώς και των επιχειρήσεων που δεν τηρούν βιβλία και στοιχεία ή τηρούν βιβλία και στοιχεία κατηγορίας κατώτερης της προσήκουσας ή τηρούν ανακριβή ή ανεπαρκή βιβλία και η ανεπάρκεια αυτή καθιστά αδύνατη τη διενέργεια ελεγκτικών επαληθεύσεων, προσδιορίζεται εξωλογιστικώς κατά τον τρόπο που καθορίζεται στις διατάξεις του εν λόγω άρθρου. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 17 §1 του Ν.2823/1997, αδίκημα φοροδιαφυγής στην φορολογία εισοδήματος διαπράττει όποιος, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος .... υποβάλει ανακριβή δήλωση, αποκρύπτοντας καθαρά εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή εισοδήματος. Κατά την §2 του ίδιου ως άνω άρθρου και νόμου, ο δράστης του αδικήματος αυτού τιμωρείται: α) με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρυφθεί υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το ποσό των 5.000.000 δραχμών (από 1-1-2002 το ποσό των 15.000 Ευρώ) και β) με ποινή κάθειρξης μέχρι δέκα (10) ετών, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το ποσό των πενήντα εκατομμυρίων (50.000.000) δραχμών (από 1-1-2002 το ποσό των 150.000 Ευρώ). Ακόμη, από το συνδυασμό των άρθρων 17, 18, 19 και 21 §2 του Ν.2523/1997, με την τελευταία των οποίων ορίζεται ότι η ποινική δίωξη, ασκείται αυτεπάγγελτα και δεν αρχίζει πριν από την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου στην προσφυγή που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής πριν την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής με την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής, προκύπτει ότι περί των ιδιωνύμων εγκλημάτων της φοροδιαφυγής που προβλέπονται από αυτές τις διατάξεις που αναφέρονται περιοριστικά και μόνον, εκτός των άλλων δύο περιπτώσεων, στην παράλειψη υποβολής ή την υποβολή ανακριβής δήλωσης φόρου εισοδήματος (άρθρο 17), από την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου, επιβάλλεται ως αναγκαίος όρος για τη νομότυπη δίωξη των υπ' αυτών και μόνο διατάξεων προβλεπομένων εγκλημάτων φοροδιαφυγής, στην περίπτωση μεν που έχει ασκηθεί από τον υπόχρεο προσφυγή κατά της διαπιστωθείσης φορολογικής του παράβασης η προηγούμενη επί της προσφυγής τελεσίδικη κρίση του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου, στην περίπτωση δε που δεν ασκήθηκε τέτοια προσφυγή, η οριστικοποίηση της φορολογικής παράβασης. Η έλλειψη δε της προϋπόθεσης αυτής συνιστά λόγο διακωλυτικό της ποινικής δίωξης και καθιστά αυτή σε περίπτωση άσκησή της απαράδεκτη.
Περαιτέρω, η, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, εκτίθενται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά, και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των δεκτών γενόμενων πραγματικών περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ως προς τις αποδείξεις δε, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Όσον αφορά το δόλο που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του Π.Κ. για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ1 αυτή, όταν μάλιστα ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου, είτε αμέσου είτε ως ενδεχομένου, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση του εγκλήματος της παραβάσεως του άρθρου 17 παρ.1 του Ν.2523/1997, για το οποίο η περί τούτου (δόλου) κρίση περιέχεται στην παραδοχή της υποβολής ανακριβής δήλωσης φόρου εισοδήματος. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Π.Δ, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας, δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε, καθώς και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης (αναγόμενο στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος) που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 268-269/2009 αποφάσεώς του, τα οποία ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
"Ο κατηγορούμενος υπέβαλε στη Δ.Ο.Υ. ..., στις 18-5-1999, δήλωση έναρξης εργασιών για ατομική του επιχείρηση, με έδρα τη ...) και με αντικείμενο εργασιών την εμπορία ετοίμων ενδυμάτων. Η δήλωση αυτή έγινε προσωπικά από τον ίδιο τον κατηγορούμενο με σκοπό τη θεώρηση βιβλίων και στοιχείων και τη, βάσει αυτών, παράνομη είσπραξη της επιστροφής του φόρου προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α), μέσω εικονικών ενδοκοινοτικών παραδόσεων. Στη μεθόδευση αυτή είχε συνεργάτες τους Α και Β, γνώστες της λογιστικής, οι οποίοι λειτουργούσαν κατ' εντολή του την επιχείρηση στο όνομα του και του κατέβαλαν κάθε μήνα 200.000 - 300.000 δρχ. "έναντι των κερδών της". Με την 74/26.6.2003 εντολή του προϊσταμένου του ΠΕΚ Θεσσαλονίκης, υπάλληλοι της υπηρεσίας αυτής διενήργησαν φορολογικό έλεγχο για τη φορολογία εισοδήματος στην ως άνω επιχείρηση του κατηγορουμένου. Από τον έλεγχο αυτό, για τον οποίο συντάχθηκε από τους υπαλλήλους που τον πραγματοποίησαν η από 6.1.2004 έκθεση ελέγχου, διαπιστώθηκε ότι προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του φόρου εισοδήματος ο κατηγορούμενος υπέβαλε ανακριβείς δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος κατά τα οικονομικά έτη 2000 και 2001, που αφορούσαν εισοδήματα των διαχειριστικών περιόδων από 18.5.1999 έως 31.12.1999 και από 1.1.2000 έως 31.12.2000 αντίστοιχα, αποκρύπτοντας τα καθαρά εισοδήματα που είχε από οποιαδήποτε πηγή εισοδήματος. Ειδικότερα, σε μη εξακριβωθείσα ημερομηνία του μηνός Μαρτίου του έτους 2000, υπέβαλε προς τη Δ.Ο.Υ. ..., για τη διαχειριστική περίοδο από 18-5-1999 έως και 31-12-1999 τη με αριθμό ... δήλωση φορολογίας εισοδήματος, η οποία ήταν ανακριβής, καθώς δήλωσε ως φορολογητέο εισόδημα το ποσό των 2.270.594 δραχμών, ενώ το ετήσιο φορολογητέο εισόδημα του ανερχόταν στο ποσό των 96.834.072 δραχμών, όπως αυτό από τον έλεγχο προσδιορίσθηκε εξωλογιστικά, αφού δεν προσκόμισε βιβλία και στοιχεία. Αποτέλεσμα της ανακριβούς ανωτέρω δήλωσης ήταν να υπολογισθεί ο φόρος σε μηδενικό ποσό, ενώ ο φόρος που αναλογεί στα στοιχεία που έπρεπε να περιληφθούν στη δήλωση ανέρχεται στο ποσό των 40.870.353 δρχ. ή 119.942,34 ευρώ, όπως προκύπτει από τον έλεγχο που διενεργήθηκε αρμοδίως και για τον οποίο εκδόθηκε το με αριθ. 42/2004 φύλλο ελέγχου του Π.Ε.Κ. Θεσσαλονίκης. Επίσης στις 1-3-2001, υπέβαλε προς τη Δ.Ο.Υ. ..., για τη διαχειριστική περίοδο από 1-1-2000 έως και 31-12-2000, τη με αριθμό ... δήλωση φορολογίας εισοδήματος, η οποία ακολούθως διαβιβάσθηκε υπηρεσιακά στην Α' Δ.Ο.Υ. ... λόγω μεσολαβήσασας αλλαγής διευθύνσεως. Και αυτή η δήλωση ήταν ανακριβής, καθώς δήλωσε ως φορολογητέο εισόδημα το ποσό των 3.367.639 δραχμών, ενώ το ετήσιο φορολογητέο εισόδημα του ανερχόταν στο ποσό των 175.707.229 δραχμών, όπως αυτό κατόπιν ελέγχου προσδιορίσθηκε εξωλογιστικά, για τον ίδιο ως άνω λόγο. Αποτέλεσμα της ανωτέρω ανακριβούς δήλωσης ήταν να υπολογισθεί μηδενικός φόρος, ενώ ο φόρος που αναλογεί στα στοιχεία που έπρεπε να περιληφθούν στη δήλωση ανέρχεται στο ποσό των 76.197.877 δρχ. ή 223.618,12 ευρώ, όπως προκύπτει από τον έλεγχο που διενεργήθηκε αρμοδίως και για τον οποίο εκδόθηκε το με αριθ. 34/2004 φύλλο ελέγχου του Π.Ε.Κ. Θεσσαλονίκης. Τα ανωτέρω εισοδήματα προσδιορίσθηκαν εξωλογιστικά, διότι ο κατηγορούμενος καίτοι προσκλήθηκε νόμιμα με το 4582/7.7.2003 σημείωμα-πρόσκληση του προϊσταμένου του ως άνω ΠΕΚ, που επιδόθηκε στις 15.7.2003 στα χέρια του, δεν προσκόμισε τα βιβλία, στοιχεία και λοιπά παραστατικά φορολογικά στοιχεία της επιχείρησής του, μέσα στην προθεσμία των πέντε ημερών που του τάχθηκε αλλά ούτε και μετά την προθεσμία αυτή, ώστε με βάση αυτά να διενεργηθεί ο έλεγχος. Τα προαναφερόμενα φύλλα ελέγχου επιδόθηκαν στον κατηγορούμενο στις 27.1.2004, δεν άσκησε δε αυτός προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια κατ' αυτών. Έτσι αφού οριστικοποιήθηκε η φορολογική εγγραφή υποβλήθηκε η από 14.4.2004 μήνυση του προϊσταμένου του ΠΕΚ προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, με βάση την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη. Η ως άνω επιχείρηση του κατηγορουμένου ήταν πραγματική και όχι εικονική, όπως ο ίδιος υποστηρίζει. Είναι άλλο το θέμα ότι εμφάνισε αυτή εικονικές συναλλαγές, προκειμένου να τύχει επιστροφής ΦΠΑ, περιστατικό που δεν είναι αντικείμενο της παρούσας δίκης. Επίσης αποδείχθηκε από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα ότι ο ίδιος ο κατηγορούμενος μπορεί μεν να μην είχε γνώσεις λογιστικής ώστε να διεκπεραιώνει ο ίδιος προσωπικά τις συναλλαγές της επιχείρησης του, ήταν όμως γνώστης του όλου εγχειρήματος και των ενεργειών των ως άνω συνεργατών του οι οποίοι ενεργούσαν κατ' εντολή και για λογαριασμό του, του κατέβαλαν δε κάθε μήνα 200.000-300.000 δρχ. ως κέρδη της επιχείρησης, πέραν όσων εκείνοι κρατούσαν για αμοιβή τους. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, αφού απορριφθούν ως αβάσιμα όσα υποστηρίζει ο κατηγορούμενος με τους ονομαζόμενους από τον ίδιο αυτοτελείς ισχυρισμούς του, πρέπει να κηρυχθεί αυτός ένοχος". Ακολούθως, το ως άνω Δικαστήριο, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα των αξιοποίνων πράξεων: α) της ανακριβούς δήλωσης φόρου εισοδήματος και β) φοροδιαφυγής και του επέβαλε συνολικά ποινή είκοσι ενός (21) μηνών, της οποίας την εκτέλεση ανέστειλε για τρία (3) έτη, ακόμη δε επιδίκασε στο Ελληνικό Δημόσιο το ποσό των 2.000 Ευρώ ως χρηματική ικανοποίησή του λόγω ηθικής βλάβης.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση τ' άνω εγκλήματα για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ.β', 26 §1α, 27 §1, 84 §2 εδ.α' και 94 §1 ΠΚ και 17 §§ 1, 2 περ. α' και β', 21, 24 §5 και 25 §1 του Ν.2523/1997, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένων από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας ..., ελεγκτή του Περιφερειακού Ελεγκτικού Κέντρου (Π.Ε.Κ.). Εξάλλου, η αναφερόμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, δεν αφορά μόνο την κυρία απόφαση αλλά και την παρεμπίπτουσα απόφαση με την οποία το Δικαστήριο απέρριψε αίτημα αναβολής της δίκης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ. Συνίσταται δε η κατά τις παραπάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της παρεμπίπτουσας αυτής απόφασης στην αναφορά των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, των αποδείξεων που τα θεμελιώνουν, καθώς και των συλλογισμών με τους οποίους κατέληξε το Δικαστήριο στην απορριπτική του αιτήματος κρίση του (Ολ. ΑΠ 7/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δευτεροβάθμιας δίκης, που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, ο αναιρεσείων και τότε εκκαλών, ισχυρίσθηκε δια του εκπροσωπήσαντος αυτόν συνηγόρου, ότι συντρέχει νόμιμη περίπτωση άρσης του φορολογικού απορρήτου και ζήτησε "να διαταχθεί εκ μέρους του Δικαστηρίου η προσκόμιση από μέρους της αντιδίκου Αρχής (εννοώντας του Ελληνικού Δημοσίου) των σχετικών εκθέσεων ελέγχου ΚΒΣ που φέρεται ότι εκδόθηκαν σε βάρος του καθώς και της τυχόν αποφάσεις επιβολής προστίμου ΚΒΣ..." (βλ. σε. 13-14 των ως άνω πρακτικών), χωρίς όμως να υποβάλει ευθέως και σαφώς αίτημα αναβολής της δίκης για να διενεργηθούν όσα παραπάνω ζήτησε. Το ως άνω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, καίτοι δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και μάλιστα με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία επί του παραπάνω αορίστου αιτήματος, και εντεύθεν απορριπτέου ως απαραδέκτου, αφού κατέληξε στην περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση, μετά τη συνεκτίμηση και συναξιολόγηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων και κρίνοντας έτσι ότι η υπόθεση δεν έχρηζε περαιτέρω διερεύνησης, κατέληξε στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης κατά πιστή μεταφορά: "Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, αφού απορριφθούν ως αβάσιμα όσα υποστηρίζει ο κατηγορούμενος με τους ονομαζόμενους από τον ίδιο αυτοτελείς ισχυρισμούς του, πρέπει να κηρυχθεί αυτός ένοχος", με ιδιαίτερη δε διάταξη στο διατακτικό της ίδιας απόφασης απέρριψε χωρίς εξαίρεση όλους αυτούς.
Συνεπώς ο από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Α' ΚΠΔ προβαλλόμενος πρώτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη του αιτήματός του περί αναβολής της δίκης, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω που αναφέρονται στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης (τόσο ως προς την ενοχή του αναιρεσείοντος όσο και προς την απόρριψη του αιτήματος αναβολής της δίκης) και ως προς την εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων (περί διαφυγής), οι από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης και πρώτος πρόσθετος λόγος ως και ο δεύτερος πρόσθετος λόγος, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και έλλειψη νόμιμης βάσης (με τους δύο πρώτους αυτών) και για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων (με το δεύτερο πρόσθετο λόγο) είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 §1, 369 και 171 §1 εδ. δ' ΚΠΔ προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο ως αποδεικτικού στοιχείου εγγράφου, το οποίο δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ΚΠΔ δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζητήσεως που συντάσσονται δεν είναι απαραίτητο να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, όμως είναι αναγκαίο να καταγράφονται τα στοιχεία που τα προσδιορίζουν, ώστε να μπορεί να διαγνωσθεί σε ποία έγγραφα στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου και εάν αυτά έχουν πράγματι αναγνωσθεί, διότι αλλιώς παραβιάζονται οι παραπάνω διατάξεις, οι οποίες επιβάλλουν την ανάγνωση στο ακροατήριο που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο για την ενοχή του κατηγορουμένου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, το Δικαστήριο εκείνο για τον σχηματισμό της κρίσης του περί ενοχής του κατηγορουμένου, έλαβε υπόψη του, εκτός των λοιπών αποδεικτικών στοιχείων, και τα ακόλουθα έγγραφα: α) την ... εντολή του προϊσταμένου του ΠΕΚ Θεσσαλονίκης, β) την από 6-1-2004 έκθεση ελέγχου και γ) το ... σημείωμα-πρόσκληση του προϊσταμένου του ως άνω ΠΕΚ (Θεσσαλονίκης) - βλ. σελ. 18 και 19 των πρακτικών συνεδρίασης του ως άνω δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου. Τα ανωτέρω έγγραφα αναγνώσθηκαν και έτσι ο κατηγορούμενος έλαβε του περιεχομένου τους, με τις παρακάτω διακρίσεις, 1) όσο αφορά την από 6-1-2004 έκθεση ελέγχου του Περιφερειακού Ελεγκτικού Κέντρου (ΠΕΚ) Θεσσαλονίκης αυτή είναι το υπ' αριθμ. 5 έγγραφο που αναφέρεται στη σελίδα 16 των πρακτικών, εκ παραδρομής δε αναφέρεται η ημερομηνία 6-1-2004 στο σκεπτικό αυτό της ορθής 8-1-2004 που αναφέρεται στη σελ. 16 των πρακτικών, 2) Όσον αφορά τα άλλα δύο ως άνω έγγραφα, αυτά αναφέρονται σαφώς και ορισμένα στο σκεπτικό της υπ' αριθμ. 1507/2008 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε σε πρώτο βαθμό, δικάζοντας την υπόθεση με την παρουσία του κατηγορουμένου-αναιρεσείοντος, όπως προκύπτει από τα πρακτικά και απόφαση αυτήν (βλ. σελ. 17 και 18 αυτής), η ως άνω δε απόφαση (τα πρακτικά αυτής) ως εκκαλουμένη αναγνώσθηκε δημόσια στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, όπως αυτό προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά συνεδρίασης αυτού (βλ. μέσο 14ης σελίδας αυτού). εξ αυτών προκύπτει σαφώς ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ορθώς έλαβε υπόψη του τα ως άνω τρία έγγραφα, αφού είχε προηγηθεί η κατά προεκτιθέμενα ανάγνωση αυτών, ανεξαρτήτως της ιστορικής και όχι ουσιαστικής αναφοράς τους, και ο σχετικός πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα και προβάλλεται εκ του άρθρου 510 §1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Τέλος, με τον τρίτο πρόσθετο λόγο της κρινόμενης αναίρεσης, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο υπερέβη την εξουσία του με το να καταλήξει σε καταδικαστική κρίση σε βάρος του, ενώ έπρεπε, ερευνώντας αυτεπαγγέλτως την παραγραφή των αποδιδομένων σ' αυτόν εγκλημάτων, να κρίνει ότι έχει εξαλειφθεί το αξιόποινο και να παύσει οριστικώς την κατ' αυτού ποινική δίωξη, ισχυριζόμενος ότι πρόκειται για έγκλημα (πλημμέλημα) που τελέσθηκε το Μάρτιο του 2000 και μέχρι την ημέρα της εκδόσεως της προσβαλλόμενης απόφασης (12-2-2009) είχε παρέλθει χρονικό διάστημα πλέον της οκταετίας. Τα ανωτέρω όμως, όπως προκύπτει από το σκεπτικό και διατακτικό της κρινόμενης απόφασης, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Ο αναιρεσείων πράγματι κατά τον Μάρτιο του έτους 2000 και την 1-3-2001, υπέβαλε στη Δ.Ο.Υ. ..., δηλώσεις φόρου εισοδήματος για τις χρονικές περιόδους από 18-5-1999 έως 31-12-1999 και από 1-1-2000 έως 31-12-2000 αντίστοιχα. Αυτές διαπιστώθηκε ότι ήταν ανακριβείς και εκδόθηκαν σχετικώς τα υπ' αριθμ. ... φύλλα ελέγχου του Περιφερειακού Ελεγκτικού Κέντρου (ΠΕΚ) Θεσσαλονίκης, τα οποία επιδόθηκαν έννομα στις 27-1-2004 στον αναιρεσείοντα. Ο τελευταίος δεν άσκησε προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια κατ' αυτών, έτσι, αφού οριστικοποιήθηκε η φορολογική εγγραφή υποβλήθηκε η από 14-4-2004 μήνυση του προϊσταμένου του ΠΕΚ Θεσσαλονίκης προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με βάση την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη σε βάρος του αναιρεσείοντος για τα θεμελιωμένα από τις παραβάσεις αυτές εγκλήματα που καταδικάσθηκε από τα δικαστήρια της ουσίας. Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, αφού ο χρόνος της παραγραφής των ως άνω αδικημάτων που τέλεσε ο αναιρεσείων, αρχίζει από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής λόγω παρόδου της προθεσμίας της προθεσμίας προς άσκηση της προσφυγής μετά την επίδοση στις 27-1-2004 στον αναιρεσείοντα των σχετικών φύλλων ελέγχου του ΠΕΚ, σύμφωνα με το άρθρο 21 του Ν.2523/1997, όπως αυτό ισχύει μετά και τις τροποποιήσεις της με τα άρθρο 40 του Ν.3220/2004, και μέχρι την επίδοση σ' αυτόν (αναιρεσείοντα του κλητηρίου θεσπίσματος αλλά ακόμη και μέχρι την έκδοση της πρωτοβάθμιας απόφασης (υπ' αρ. 1507/24-6-2008 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης) δεν παρήλθε πενταετία, ούτε οκταετία μέχρι και σήμερα για να επέλθει η εξάλειψη του αξιοποίνου μόνο του πλημμελήματος της φοροδιαφυγής που τέλεσε αυτός (άρθρα 111 αρ.3, 112 και 113 §2 ΠΚ), ενώ σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να γίνει λόγος για παραγραφή του ετέρου εγκλήματος της φοροδιαφυγής που καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, καθόσον πρόκειται περί κακουργήματος (γι' αυτό άλλωστε η υπόθεση δικάσθηκε σε πρώτο βαθμό από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων (βλ. άρθρα 17 §2 περ.β και 21 §5 του Ν.2523/1997), υποκειμένου αρχικά σε δεκαπενταετή παραγραφή (άρθρο 111 §2 περ.β ΠΚ), χωρίς την προσμέτρηση του χρόνου (πενταετίας) της τυχόν αναστολής της λόγω της έναρξης και εξακολούθησης της σε βάρος του ποινικής δίωξης (άρθρο 113 §3 ΠΚ). Επομένως, ορθά το Δικαστήριο της ουσίας, δεν δέχθηκε την παραγραφή των τελεσθέντων από τον αναιρεσείοντα εγκλημάτων (ενός κακουργήματος και ενός πλημμελήματος) και δεν υπερέβη καθ' οιονδήποτε τρόπο την εξουσία του. Γι' αυτό ο από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Η του ΚΠΔ προβαλλόμενος με τον τρίτο πρόσθετο λόγο επί της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης λόγος με τον οποίο ο αναιρεσείων ισχυρίζεται τα αντίθετα των ανωτέρω, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ' αυτής από 10-2-2010 πρόσθετοι λόγοι και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 §1 ΚΠΔ), όχι όμως και στη δικαστική δαπάνη του μη παραστάντος κατά τη συζήτηση Ελληνικού Δημοσίου (βλ. πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού) αλλά καταθέσαντος παρά ταύτα την 4-3-2010 σχετικό υπόμνημα (βλ. αυτό και την πράξη κατάθεσης στο τέλος αυτού), παρότι παρέστη κατά την αρχική ορισμένη δικάσιμο για τη συζήτηση της προκειμένης υπόθεσης (12-1-2010), - όταν και αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης (βλ. την υπ' αριθμ. 41/2010 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 18 Ιουνίου 2009 αίτηση και τους επ' αυτής από 10 Φεβρουαρίου 2010 πρόσθετους λόγους του Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 268-269/2009 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Ιουνίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΕΠΙΠΛΑ ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΓΟΥΣΤΟ