Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Ουσιαστικά περιθώρια ρύθμισης των σχέσεων δυο προσώπων στο πλαίσιο της γαμήλιας σχέσης και διαφοράς



Θέμα διάλεξης του Δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω, κ. Κωστή Δεμερτζή, στο Κέντρο Δικανικών Μελετών στις 03/11/2010.

Ευχαριστώ κύριε Πρόεδρε
Καλησπέρα, κυρίες και κύριοι,
Θέλω να ευχαριστήσω τον οικοδεσπότη μας, τον Καθηγητή κ. Μπέη,
για την δημιουργία, την ίδρυση και διατήρηση αυτής της πολύτιμης
πνευματικής εστίας, του «Κέντρου Δικανικών Μελετών», στην οποία
απολαμβάνω κι εγώ, όπως απολαμβάνουμε και όλοι μας, να ερχόμαστε
να πανηγυρίζουμε πνευματικά.
Ευχαριστώ τον Καθηγητή κ. Χριστοδούλου για την πρότασή του να
κάνω μια παρουσίαση στην σειρά των διαλέξεων για οικογενειακά
θέματα.
Ευχαριστώ όλους εσάς που είστε εδώ απόψε.
* * *
Εισαγωγικά, τοποθετώ το θέμα μου ως εξής:
Επιχειρώ μια διερεύνηση των ορίων του κοινωνικού ελέγχου μέσα
στην οικογένεια.
Ο «κοινωνικός έλεγχος» είναι μια έννοια της Κοινωνιολογίας.
Ήδη, στο κλασικό εγχειρίδιο της «Κοινωνιολογίας της Γ΄ Λυκείου»,
το οποίο επιμελήθηκε μια ομάδα υπό τον Καθηγητή Βασίλη Φίλια, και το
οποίο ξεσήκωσε πλήθος αντιδράσεις («δεν το καταλαβαίναν» οι μαθητές
– αλλά, σας διαβεβαιώ από ίδια πείρα, αυτό συνέβαινε επειδή δεν το
καταλάβαιναν ούτε οι καθηγητές τους), ώσπου καταργήθηκε από βιβλία
πολύ κατώτερά του, ο «Κοινωνικός Έλεγχος» εμφανίζεται ως κεφάλαιο
της Κοινωνιολογίας, με τρία παραδείγματα: τα οικογένεια, την εκκλησία,
τα δικαστήρια.
* * *
Εδώ, βέβαια, κλήθηκα να μιλήσω ως νομικός. Ως δικηγόρος, σε
νομικούς και μη-νομικούς, σε έναν κύκλο ομιλιών που οργανώνεται από
έναν Καθηγητή της Νομικής, υπό την αιγίδα ενός άλλου Καθηγητή της
Νομικής, και έχει στο τακτικό του ακροατήριο και δικηγόρους, και
Εισαγγελείς, και Δικαστές.
Και δεν κρύβω ότι, ο κ. Χριστοδούλου, με κάλεσε να μιλήσω έχοντας
κατά νουν ότι έχω διατελέσει και διατελώ νομικός της πράξης, σε
οικογενειακές υποθέσεις – όσο και αν αποφεύγω το είδος αυτό των
υποθέσεων, το οποίο είναι πολύ φθοροποιό για τον δικηγόρο, εάν ο
τελευταίος δεν είναι ψυχρός επαγγελματίας, αλλά διατηρεί κάποιες
ευαισθησίες για τις τύχες των πελατών του.
Ο νομικός έλεγχος της οικογένειας, στο παραπάνω πλαίσιο,
τοποθετείται ως ο σκληρός πυρήνας, ο κρόκος του αυγού ή το κουκούτσι
του ευρύτερου κοινωνικού ελέγχου.
Αποτελεί, ταυτόχρονα, μέρος, και προσδιοριστικό παράγοντα του
κοινωνικού ελέγχου. Καθορίζεται από τον κοινωνικό έλεγχο και τον
καθορίζει – εν πολλοίς.
* * *
Σπεύδω να επισημάνω, για τους νομικούς, ότι, το να δεις τον νομικό
έλεγχο ως ένα μέρος – βασικό – του κοινωνικού ελέγχου, «κάπου»
διαφέρει από την κλασική διάκριση της νομικής μεθοδολογίας: «δίκαιο»
και «ηθική».
Δεν είναι το σχήμα έτσι:
Είναι έτσι:
Ο «κοινωνικός έλεγχος» δεν είναι ακριβώς «ηθική», δεν είναι
ακριβώς οι «κανόνες της ηθικής», ούτε του μέσου ανθρώπου, ούτε της
φιλοσοφίας.
Και δεν είναι, καταρχάς επειδή ο «κοινωνικός έλεγχος» δεν είναι –
κατά την γνώμη μου – αποκλειστικά της τάξεως των δεοντολογικών
κανόνων που συνιστά η ηθική. Είναι πιο συνολικός. Καθορίζει, πέραν
2
Δίκαιο Ηθική
Κανόνες
Κοινωνικός
έλεγχος
Νομικός
έλεγχος
από το «δέον», το τι «πρέπει» και το τι «δεν πρέπει» να κάνουμε,
καθορίζει το «τι βλέπουμε», και το «πώς το αντιλαμβανόμαστε». Είναι,
δηλαδή, και κατά κύριο λόγο, «γνωσιολογία».
Είναι, ακόμα, και «αισθητική». Για το τελευταίο, θα αναφέρω ως
παράδειγμα ένα απόσπασμα του μεγάλου σύγχρονου Έλληνα
λαογράφου, του Ηλία Πετρόπουλου, που αναφέρεται στον κοινωνικό
έλεγχο – από τον μέσο Έλληνα – του εμφανούς ομοφυλόφιλου: «οι
ομοφυλόφιλοι δεν προσβάλλουν την ηθική σας: προσβάλλουν την
αισθητική σας».
Θα’ λεγα – χωρίς να μπω πολύ βαθειά στα χωράφια της φιλοσοφίας,
αλλά, όπως και να το κάνουμε, «καβαλώντας» ή «πηδώντας» την μάντρα
της φιλοσοφίας και πέφτοντας με τα πόδια απαλά κι αθόρυβα μέσα στον
κήπο της – ότι, πίσω από τις παραπάνω διαστάσεις του, ο κοινωνικός
έλεγχος είναι και «οντολογία».
Δηλαδή, η κοινωνία ορίζει, κατά κάποιο τρόπο, αυτό που «υπάρχει»
ΓΙΑ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ που ζουν σ’ αυτήν.
Και αυτό που «υπάρχει», έχει και «γνωσιολογικές», και «ηθικές», και
«αισθητικές» συνιστώσες – δηλαδή καλύπτει και τους τρεις κλάδους της
Παπανούτσειας διαίρεσης της Φιλοσοφίας.
Είναι η κοινωνία που ορίζει, αν «υπάρχει» η οικογένεια, αν «υπάρχει»
ο πατέρας, αν «υπάρχει» ο γάμος, και ΤΙ ΕΙΝΑΙ αυτός.
* * *
Τι είναι οντολογία; Να το πω κάπως απλοποιημένα: είναι μια
βαθύτερη συνέπεια, την οποία αντανακλούν ο επιμέρους εκδηλώσεις που
παρακολουθούμε. Είναι μια «βαθεία δομή» της πραγματικότητας, ενώ
εμείς παρακολουθούμε την «επιφανειακή της δομή».
Έτσι, η «οντολογία» αναζητεί μια «βαθεία δομή» της
πραγματικότητας, της οποίας οι «εκδηλώσεις» είναι το «φαινόμενο»,
αυτό που βλέπουμε.
Μια βαθύτερη «οντότητα», συνεπώς, η οποία θα πρέπει να υπάρχει,
αφού την αναζητούμε ως μέρος της πραγματικότητας, η οποία «γεννά»
τα φαινόμενα, σε ένα σχήμα κάπως έτσι:
3
Στο σχήμα αυτό, το οποίο αντιστοιχεί σε έναν τρόπο που σκέπτεσθαι,
αυτό που παριστάνεται ως «βαθεία δομή» μπορεί να αναζητείται ως
πρώτο αίτιο, ως ιδέα, ως Θεός, ακόμα και ως «βάθος», με την έννοια του
Νίτσε, ο οποίος προειδοποιεί: Die Welt ist Tief: ο κόσμος είναι βαθύς.
Ό,τι μεσολαβεί, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί με διάφορους
τρόπους, μεταξύ των οποίων και ως «γενετική-μετασχηματιστική
γραμματική».
Στην κάτω – κάτω γραμμή, είναι η «επιφανειακή δομή», ή τα
«φαινόμενα», αυτά τα οποία, όπως λέει και ο Άρειος Πάγος καμιά φορά:
«γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις μας».
Η ορολογία που χρησιμοποιώ εδώ προέρχεται από τον Τσόμσκη, της
«Γενετικής – Μετασχηματιστικής Γραμματικής» της Γλώσσας, αλλά θα
σας βεβαιώσω ότι, οι τομείς και οι ταμπέλες των επιστημών αλλάζουν, η
βασική δομή των συλλογισμών και της προβληματικής μας παραμένει:
4
Βαθεία
δομή




… … … … …
. . .
αυτό που αναζητούσαν οι αρχαίοι φιλόσοφοι ως «οντολογία», το
αναζητά στην γλώσσα ο Τσόμσκη ως «βαθεία δομή» της πρότασης.
* * *
Θα συμφωνήσω ότι, η παραπάνω μέθοδος – «ερμηνευτική», για τους
Γλωσσολόγους – δεν συμπίπτει με αυτό που θα αποκαλούσαμε
«οντολογία», με την αυστηρή έννοια, γιατί είναι κάπως ευρύτερη.
Η «οντολογία», όμως, θα μπορούσε να προκύψει από το
«ερμηνευτικό» αυτό σχήμα, εάν προσθέταμε δύο χαρακτηριστικά, δύο
υποθέσεις:
- την υπόθεση ότι οι βαθύτερες αιτίες, οι «βαθείες δομές» είναι
«πραγματικές» (realia). Ενίοτε και «πιο πραγματικές» από τα
φαινόμενα, και μάλιστα, για ορισμένες οντολογίες – όπως, ας
πούμε, την Πλατωνική – η κατ’ εξοχήν πραγματικότητα
βρίσκεται στις αιτίες, τις «ιδέες», ενώ η εδώ πραγματικότητα
αποτελεί απλές αντανακλάσεις τους.
- την υπόθεση της απόλυτης ιεραρχικής προτεραιότητας της
«βαθείας δομής», έναντι του παραγώγου της, και ειδικότερα της
«επιφανειακής δομής», του «φαινομένου» της. Έτσι, στον
Χριστιανισμό, ο Θεός, ως Δημιουργός, και επομένως πρώτη
αιτία όλων των πραγμάτων, γίνεται «μέγας και ύψιστος».
* * *
Αν πρόκειται να εφαρμόσουμε το σχήμα αυτό στο «νομικό
φαινόμενο», θα λέγαμε ότι, η «δομή βάθους», είναι ο «θεσμός» - ας το
ονομάσουμε έτσι – ενώ ο «κανόνας» είναι «επιφανειακή δομή».
Παραδείγματα «θεσμών» θα σας έφερνα, λ.χ., την «προστασία των
προσωπικών δεδομένων». Είναι μια διατεταγμένη δομή, με τους κανόνες
της, τις μορφές της, τους επί μέρους θεσμούς της, όπως είναι η Αρχή
Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, και η δομή αυτή εκδηλώνεται, σε
επιφανειακό επίπεδο, επίπεδο «φαινομένων», με τους επί μέρους
κανόνες: το άρθρο 9.Α του σημερινού Συντάγματος, τον Ν. 2472/1997,
ειδικές διατάξεις, μεταξύ των οποίων το κεφάλαιο της «Παραβίασης
Απορρήτων», άρθρα 370 – 371 του Π.Κ., και την νομολογία τους.
Τέτοιος «θεσμός» είναι και η ίδια η δημοκρατική κοινωνία, το
κράτος, το κράτος δικαίου, η οικογένεια, ο γάμος. Τα δικαστήρια και το
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η «οικογένεια» - ή,
από άλλη οπτική γωνία, «η οικογενειακή σχέση», ή «το οικογενειακό
δικαίωμα», θα θεωρηθεί ο «θεσμός», ενώ οι κανόνες του οικογενειακού
δικαίου (νομοθεσία, ερμηνεία και νομολογία) αποτελούν επί μέρους
εκδηλώσεις του.
5
* * *
Θα επιχειρήσουμε, εδώ, μια διερεύνηση των παραπάνω ορισμών.
Στις προηγούμενες δύο διαλέξεις – κατόρθωσα να τις
παρακολουθήσω – ακούστηκαν τα παραδείγματα, λ.χ., του γάμου
ομοφύλων προσώπων (στην πρώτη, της κας Παπαζήση) και του γάμου
μιας αφρικανίδας νεάνιδος μ’ έναν νεκρό (στην δεύτερη, του κ.
Χριστοδούλου).
Ο κ. Χριστοδούλου τόνισε, προσφυώς, ότι κατά την κοινωνία
διαφέρει και ο ορισμός του γάμου.
Δεν είναι, θα’ λεγα, ακριβώς, θέμα «ορισμού». Ο ορισμός ενδιαφέρει
εμάς, τους ερευνητές. Διαφέρει το ΤΙ ΕΙΝΑΙ ο γάμος, για την κοινωνία
αυτή, και πώς τον αντιλαμβάνονται οι κοινωνοί, αυτοί που ζουν μέσα
της, και καθορίζονται απ’ αυτήν.
Θα παρατηρήσω, αμέσως, ότι η διάλεξη του κ. Χριστοδούλου ήταν
μεν φιλοσοφική, αλλά η παρατήρησή του για την ποικιλία των ορισμών
του γάμου ήταν κοινωνιολογικής προέλευσης.
Η παρατήρηση για την ποικιλία των ορισμών του γάμου κατά
κοινωνία, εκφράζει την μέθη που προκάλεσε στην φιλοσοφία, και ιδίως
στον Διαφωτισμό του 18ου αιώνα, η διαπίστωση ότι, σε άλλες κοινωνίες,
ισχύουν κανόνες τελείως διαφορετικοί από αυτούς των δικών μας
κοινωνιών.
Για την διαπίστωση αυτή θα ξεκινούσαμε, βέβαια, στην νεότερη
εποχή, με τις Μεγάλες Ανακαλύψεις, του 15ου και 16ου αιώνα – ο πρώτος
περίπλους της γης, υπενθυμίζω, γίνεται το 1518 – 1522, από τον
Μαγγελλάνο, ο οποίος πεθαίνει πριν τον ολοκληρώσει, το 1521. Μέχρι
και τον 19ο αιώνα – και στις αρχές του 20ου οι εξερευνητές αιχμαλωτίζουν
την λαϊκή φαντασία.
Τι σήμαινε αυτό για την φιλοσοφική μέθοδο; Σήμαινε την κατάλυση,
καταρχάς, της μεθόδου της επαγωγής. Τυπική περίπτωση της κατάλυσης
αυτής θεωρείται το παράδειγμα με τους κύκνους. Ήταν κλασικό
παράδειγμα της επαγωγικής μεθόδου: «όλοι οι κύκνοι που γνωρίζουμε
είναι άσπροι. Άρα, οι κύκνοι είναι άσπροι». Ναι, αλλά σε μια στιγμή,
στην Αυστραλία, ανακαλύφθηκαν μαύροι κύκνοι. Από τότε, προσέχουμε
περισσότερο την «προβληματική» αυτή μέθοδο της επαγωγής. Και
μιλάμε για «το πρόβλημα της επαγωγής».
Και αυτό που διαπίστωσε η κοινωνιολογία, με περιέργεια, παιδική
απόλαυση της ανακάλυψης και, ενίοτε, και με κατινισμό, ήταν ότι μεταξύ
των διαφόρων κοινωνιών ισχύουν τόσο διαφορετικοί κανόνες, ώστε είναι
δύσκολο να παραγάγουμε, ΕΠΑΓΩΓΙΚΑ, από τις κοινωνίες, το τι
6
εγγράφεται στην «ανθρώπινη φύση» και το τι όχι, δηλαδή το «τι είναι» η
ανθρώπινη φύση.
Ο συλλογισμός αυτός δεν αποκλείει την παραγωγική μέθοδο. Η
διαπίστωση αυτή βοήθησε προφανώς στην ανάδυση της ιδέας ότι, μια
κοινωνία μπορούσε να οργανωθεί με βάση λογικές αρχές, οι οποίες θα
υπαγορεύονταν από την λογική – οποιαδήποτε λογική η οποία θα αξίωνε
καθολικότητα: τον γαλλικό ρασιοναλισμό, τον Καντ, την Χεγκελιανή
διαλεκτική ή την μαρξιστική αντιστροφή της. Στην προέκταση της
λογικής αυτής, βρίσκουμε το «φυσικό δίκαιο», κατ’ εξοχήν έκφραση του
οποίου υπήρξαν τα «ανθρώπινα δικαιώματα», αποκορύφωμα, ακριβώς,
του αιώνα του διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης.
* * *
Ας επιστρέψουμε, όμως, στην την «ανθρώπινη φύση», κι ας
επιχειρήσουμε να την πλησιάσουμε «επαγωγικά», με βάση αυτά που
συμβαίνουν στις διάφορες κοινωνίες.
Ας πούμε, στην ανθρώπινη φύση στο θέμα της σεξουαλικότητας των
ανηλίκων. Δεν θα σας πάω στον Φρόιντ και τα «τρία δοκίμια για την
σεξουαλικότητα», του 1905. Θα αναφερθώ σ’ ένα κλασικό εγχειρίδιο
σεξουαλικής ενημέρωσης που εκφράζει την μέθη εκείνη της δεκαετίας
του 60: «Όλα όσα θέλατε να μάθετε για το σεξ που δεν τολμούσατε να
ρωτήσετε», συγγραφέας ένας Καθηγητής του Χάρβαρντ και διευθυντής
νευροψυχιατρικής κλινικής, εκδίδει το βιβλίο του το 1969, και
χαρακτηρίζεται «επανάσταση των σεξουαλικών εγχειριδίων».
Αν το διαβάσουμε σήμερα, από την απόσταση σαράντα χρόνων, θα
βρούμε σημεία ξεπερασμένα, που προκαλούν θλίψη. Την εποχή εκείνη,
πίστευαν, ας πούμε, ότι μπορούν να «γυρίσουν το ρολόι πίσω», όταν
έρχεται η κλιμακτήριος, με την εξωτερική χορήγηση των ορμονών που
δεν παράγονται, πλέον, όπως παράγονταν στο νέο άτομο. Άποψη
ξεπερασμένη και επικίνδυνη, σήμερα. Αλλά και η βασική αρχή, ότι «ο
άνθρωπος έχει μεγαλύτερη γονιμότητα απ’ αυτήν που θα’ θελε», με την
αντίστοιχη έμφαση στην αντισύλληψη και τις εκτρώσεις, σήμερα έχει
βιολογικά ξεπεραστεί, με την κάθετη πτώση της ανθρώπινης
γονιμότητας, την οποία βλέπει κανείς, και από την ανάπτυξη παντού των
«κέντρων ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής».
Τα παραδείγματα – της εθνοκοινωνιολογίας – όπως θα περιμέναμε,
είναι χαρακτηριστικά, επιλεγμένα για να «εικονογραφήσουν» το αίτημα
της «σεξουαλικής επανάστασης», το οποίο ανήκε σ’ αυτά που
προκάλεσαν την μεγάλη έκρηξη του 1968 – υπενθυμίζω ότι το βιβλίο
αυτό εκδόθηκε το 1969. Και είναι τέτοια που, σήμερα, δεν θα εθεωρείτο
politically correct ούτε να τα αναφέρει κανείς: διαβάζουμε για κοινωνίες
όπου τα νέα κορίτσια που μυούνταν στην ερωτική ζωή από τους γέρους
7
της φυλής, όπως και τα νέα αγόρια από τις ωριμότερες γυναίκες, όπου τα
αγόρια εθεωρείτο ότι γίνονταν άντρες με το να ρουφάνε το σπέρμα των
μεγαλυτέρων τους, το οποίο εξάγουν με πεοθηλασμό, ή τους γάμους
όπου την νύφη, αντί για τον γαμπρό, διακόρευε ο ιερέας, ή – αυτό το είδα
και σε ντοκυμανταίρ, κάπου το 1970, όπου τέτοια ντοκυμανταίρ
γυρίζονταν, επίσης, και προβάλλονταν – η νύφη διακορευόταν από ένα
ξόανο με ξύλινο φαλλό, δημοσία.
Κι όχι μόνον των ανηλίκων. Θα σας αναφέρω ένα παράδειγμα από
ορισμένες φυλές του Αμαζονίου όπου, κατά την ενηλικίωση, σχίζουν το
πέος του άντρα, στα δύο. Και μένει σχισμένο στην υπόλοιπη ζωή του. Το
πώς λειτουργεί στη συνέχεια – θα πρέπει να λειτουργεί, αφού η φυλή
επιβίωσε μέχρι να την επισκεφθεί ο λαογράφος με την κάμερα στο χέρι –
δεν μπόρεσα να το καταλάβω.
* * *
Ορισμένες τέτοιες «πληροφορίες» εντός εισαγωγικών, θα σας
προειδοποιήσω, ασφαλώς χρήζουν περαιτέρω ελέγχου. Το πλέον
πρόσφατο παράδειγμα, είναι η παγκόσμια αγανάκτηση για τους
«μαζικούς παιδόφιλους γάμους της Χαμάς», στην Λωρίδα της Γάζας.
Στον Δυτικό Τύπο και στο Διαδίκτυο κυκλοφόρησαν, το 2009,
φωτογραφίες σαν την παρακάτω, με την αγανάκτηση όλης της Δυτικής
Κοινωνίας, για την δημόσια παιδοφιλία που ασκείτο στην περιοχή.
Ωστόσο, ένας επανέλεγχος της είδησης, αποκαλύπτει ότι πρόκειται
για επικοινωνιακό σκουπίδι: οι εικονιζόμενες νεαρές δεν είναι οι νύφες,
αλλά τα παρανυφάκια. Οι νύφες είναι όλες άνω των 16 ετών – ελάχιστη
ηλικία γάμου, μέχρι πριν μερικές δεκαετίες, και παρ’ ημίν –
8
μαυροντυμένες, και δεν φαίνονται πουθενά στις φωτογραφίες. Και δεν
φαίνονται, επειδή, οι πιστοί μουσουλμάνοι, δεν εμφανίζονται μαζί
δημοσία. Οι γάμοι γίνονται μαζικά, για λόγους οικονομίας. Στην Λωρίδα
της Γάζας, είναι πάμφτωχοι1.
Παραθέτω, εδώ, το παράδειγμα, για λόγους μεθοδολογικούς:
- Κατά πρώτον: ασφαλώς συμβαίνουν πολλά στον κόσμο, όπως γάμοι
κοριτσιών σε πολύ μικρή ηλικία, ή κλειτοριδεκτομές. Αλλά τα πάντα,
θέλουν διπλό και τριπλό τσεκάρισμα.
- Κατά δεύτερον: στο παράδειγμα των «ψευδών παιδόφιλων γάμων
της Λωρίδας της Γάζας», αυτό που εκπλήσσει είναι πόσο εύκολα ο μέσος
Δυτικός κοινωνός «έχαψε» το επικοινωνιακό αυτό σκουπίδι. Αυτό
συνέβη, επειδή «ταίριαξε» άριστα σε ορισμένα στερεότυπα, τα οποία
πρόσφατα έχουν χαρακτηριστεί σαν «οριενταλισμός». Είναι ο τρόπος
που ο δυτικός άνθρωπος αντιλαμβάνεται – εσφαλμένα – αυτό που
αποκαλείται «ανατολή». Την Ανατολή – στην οποία κάποτε ανήκαμε κι
εμείς – στην οποία ό,τι άξιζε ήταν bon pour l’ Orient.
* * *
Επιμένω ιδιαίτερα σε παραδείγματα τα οποία σήμερα είναι
ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΑ για την κοινωνία μας, όπως και για τον νόμο μας, για να
εμβάλω την εικόνα ενός κοινωνικού ελέγχου, ο οποίος ΕΠΙΚΑΘΗΤΑΙ σε
μια ΧΑΟΤΙΚΗ φύση, και την διαμορφώνει. Ο ρόλος της κοινωνίας στην
φύση είναι καταρχάς ΔΙΑΜΟΡΦΩΤΙΚΟΣ.
Επιστρέφουμε, συνεπώς, στο αρχικό σχήμα μας, και το
«ονομάζουμε» έτσι:
Τι σημαίνουν τα δύο βελάκια που σχημάτισα; Κατά την θεωρία των
συστημάτων: είναι ένα «ανοιχτό σύστημα», που δηλώνει ότι, το όριο της
κοινωνίας είναι διαπερατό ως προς την φύση, και της φύσης προς την
1 http://www.snopes.com/photos/politics/masswedding.asp.
9
Φύση
Κοινωνία
κοινωνία. Στο όριο φύσης και κοινωνίας, διεξάγεται μια – πυκνή ή
λιγότερο πυκνή, εάν το σύστημα είναι ανοιχτό ή κλειστό –
«κυκλοφορία».
Η κοινωνία εισάγει από την φύση, και εξάγει προς αυτήν.
Τι εξάγει η κοινωνία προς την φύση; Εξάγει «οργάνωση».
Αντανακλά, θα’ λεγα, στην φύση, την δική της οργάνωση – εάν η κάθε
κοινωνία είναι διαφορετική, η οργάνωση θα είναι διαφορετική επίσης. Η
κοινωνία, με άλλα λόγια, διαμορφώνει το φυσικό χάος. Βεβαίως, και η
φύση υπαγορεύει, ως ένα σημείο, ορισμένους όρους της οργάνωσης.
Αλλά η κύρια σχέση μεταξύ της κοινωνίας και της φύσης, είναι η
οργάνωση του φυσικού χάους από την κοινωνία. Η φύση αφ’ εαυτής δεν
είναι οργανωμένη. Είναι χαοτική, εύπλαστη και – οργανωμένη ή όχι –
είναι εκδικητική.
Και την τελευταία φράση μου, θα την εικονογραφήσω με τους
στίχους του Έλιοτ, από τα Τέσσερα Κουαρτέτα:
… Ever, however, implacable
Keeping its own seasons and rages, destroyer, reminder
Of what men choose to forget; Unhonoured, unpropitiated
By the worshipers of machine. But waiting. Watching and waiting.
* * *
Κατά την σοφία των ραβίνων «τα πράγματα κοιτούν τον άνθρωπο
καταπρόσωπο, περιμένοντας από τον άνθρωπο να τους δώσει όνομα, για
να υπάρξουν».
Η σοφία αυτή έχει περάσει στην δική μας Γένεση. Κατά την Γένεση,
ο Θεός βάζει τα ζώα να παρελαύνουν μπροστά στον Αδάμ, και ο
τελευταίος τα ονοματίζει. [καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς ἔτι ἐκ τῆς γῆς πάντα τὰ
θηρία τοῦ ἀγροῦ καὶ πάντα τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἤγαγεν αὐτὰ
πρὸς τὸν Ἀδάμ, ἰδεῖν τί καλέσει αὐτά. καὶ πᾶν ὃ ἐὰν ἐκάλεσεν αὐτὸ
Ἀδὰμ ψυχὴν ζῶσαν, τοῦτο ὄνομα αὐτῷ. καὶ ἐκάλεσεν Ἀδὰμ ὀνόματα
πᾶσι τοῖς κτήνεσι καὶ πᾶσι τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ πᾶσι τοῖς
θηρίοις τοῦ ἀγροῦ· τῷ δὲ Ἀδὰμ οὐχ εὑρέθη βοηθὸς ὅμοιος αὐτῷ.]
Τον ίδιο μύθο έχει υιοθετήσει και το Κοράνι, κάπως παραλλαγμένο:
στο Κοράνι, ο Θεός – Αλλάχ, στα Αραβικά – διδάσκει στον Αδάμ τα
ονόματα όλων των πραγμάτων, και ο Αδάμ τα επαναλαμβάνει όλα
σωστά, ενώ οι Άγγελοι αποτυγχάνουν. Τότε ο Θεός, διατάσσει τους
αγγέλους να προσκυνήσουν τον άνθρωπο, και όλοι το κάνουν, εκτός από
τον Σατανά.
10
Και οι τρεις «Αβρααμικές» θρησκείες, συνεπώς, δίνουν στο
συγκεκριμένο μύθο κεντρική θέση, ώστε πρέπει να τον λάβουμε σοβαρά
υπόψη μας.
Επιστρέφοντας στην Γένεση, βρίσκουμε τον Θεό, όπως έκανε και με
τα θηρία, να παρουσιάζει την νιόπλαστη γυναίκα στον Αδάμ «τὴν ὁποίαν
καὶ ἔφερε πρὸς αὐτόν», για να την ονομάσει. Ο Αδάμ που αναγνωρίζει ότι
είναι κομμάτι του, και την ονομάζει: «αύτη γυνή κληθήσεται». Δεν
ονοματίζει ο Θεός. Ονοματίζει ο Αδάμ. Και, όπως πολλοί ίσως θα
θυμούνται, το κομμάτι αυτό της Γένεσης: [καὶ εἶπεν Ἀδάμ· τοῦτο νῦν
ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μου· αὕτη κληθήσεται
γυνή, ὅτι ἐκ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς ἐλήφθη αὕτη. ἕνεκεν τούτου καταλείψει
ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς
τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν] ακριβώς, διαβάζει
η Εκκλησία στους ορθόδοξους, τουλάχιστον – που ξέρω – γάμους. Είναι
Ο ΟΡΙΣΜΟΣ του εκκλησιαστικού γάμου. Αν προσέξει κανείς, ο Αδάμ
δεν ονομάζει μόνο. Προφητεύει κιόλας. Ο προπάτωρ γίνεται, στο εδάφιο
αυτό, προφήτης.
* * *
Η φύση, από την ανθρώπινη άποψη, είναι χαοτική - συνεπώς, και ο
άνθρωπος – δηλαδή η κοινωνία – εξάγει προς αυτήν τάξη. Αυτό ισχύει
και για την ανθρώπινη φύση: πρόκειται για ένα χάος, στο οποίο η
κοινωνία «εξάγει» (θα μπορούσαμε να πούμε και «εισάγει») οργάνωση
και τάξη.
Με βάση τα παραπάνω, δύο αντιλήψεις, οι οποίες ακούγονται συχνά,
εμφανίζονται («αμφότερες και οι τρεις», που λέμε, καμιά φορά,
διασκεδάζοντας, με τον κ. Χριστοδούλου) υπεραπλοποιημένες. Τέτοιες
είναι:
- αφενός, η αντίληψη ότι η φύση είναι αυτή και η κοινωνία είναι
σύμφωνη με αυτήν (δηλαδή ότι η κοινωνία και ο νόμος ορίζει, τρόπον
τινά, ενισχυτικά, το τι είναι το «κατά φύσιν», και ό,τι περισσεύει, είναι
«παρά φύσιν»,
- αφετέρου, η αντίληψη ότι η κοινωνία είναι τίποτα άλλο από μια
τροχοπέδη στις «ανήθικες» φυσικές παρορμήσεις του ανθρώπου.
Και είναι υπεραπλοποιημένες, επειδή ακριβώς η ανθρώπινη «φύση»
και η «κοινωνική οργάνωση», η οποία «εξάγεται» (από άλλη οπτική
γωνία: «εισάγεται» στην ανθρώπινη φύση), είναι άλλης τάξεως
οργανώσεις. Η κοινωνία είναι πολύ πιο «οργανωμένη» από την
ανθρώπινη φύση.
* * *
11
Αν αυτός είναι ο ρόλος της κοινωνίας για την ανθρώπινη φύση, ο
ρόλος του νόμου στην κοινωνία, είναι παρόμοιος: ο νόμος
ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΕΙ μια καταρχάς – ή δυνάμει – χαοτική κοινωνία. Δεν
συνοψίζει την «φύση» της Κοινωνίας, ή την οντότητά της, δεν την
ρυθμίζει: ο ρόλος του νόμου είναι ΔΙΑΜΟΡΦΩΤΙΚΟΣ. Της δίνει
ΕΝΝΟΙΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ.
Κι εδώ, λοιπόν, είναι υπεραπλοποιημένη η αντίληψη ότι, απλώς στην
κοινωνία, υπάρχουν διάφορες πηγές κοινωνικού ελέγχου, και μεταξύ
αυτών είναι ο νόμος, η οικογένεια, η θρησκεία, τα Μ.Μ.Ε., οι opinion
leader, η προσκοπική ομάδα της γειτονιάς σας – ή ο παραθρησκευτικός
κατηχητής – καθοδηγητής που περιγράφει ο Μένης Κουμανταρέας στο
διήγημά του «Τα μηχανάκια», οι οποίοι ασκούνται παράλληλα. Και είναι
υπεραπλοποιημένη, ως υπερβολικά «παρατακτική».
Μεταξύ των διαφόρων αυτών πηγών κοινωνικού ελέγχου, υπάρχει
σαφής διάταξη, ώστε ο νόμος – η έννομη τάξη – έχει δεσπόζουσα θέση,
τουλάχιστον στις σημερινές δυτικές κοινωνίες. Δεν πρόκειται απλώς για
την επιβολή των κανόνων του νόμου, λ.χ., στους κανόνες της ηθικής
(διαβόητη έμεινε πρόσφατη αδόκιμη ταύτιση των δύο αυτών ειδών
κανόνων από πολιτικό πρόσωπο, σε σχέση με πολιτικό σκάνδαλο της
προηγούμενης Κυβέρνησης).
Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΡΟΣΒΛΕΠΕΙ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ, ΓΙΑ ΝΑ
ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΕΙ ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΧΑΟΣ, ΝΑ ΤΟΥ ΔΩΣΕΙ ΕΝΝΟΙΕΣ
ΓΙΑ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙ ΚΑΙ ΘΕΣΜΟΥΣ ΓΙΑ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ.
* * *
Θα εικονογραφήσω την δεύτερη αυτή πρότασή μου, εδώ, στο
παράδειγμα ενός θέματος, το οποίο συζητήθηκε με χαρακτηριστική
ένταση στην πρώτη διάλεξη της σειράς αυτής, την διάλεξη της κας
Παπαζήση: τον γάμο των ομοφυλόφιλων.
12
Κοινωνία
Νόμος
Αναφέρθηκε – για όσους δεν ήταν στην διάλεξη εκείνη – η κα
Παπαζήση σε επικείμενη πρόταση της αρμόδιας Νομοπαρασκευαστικής
Επιτροπής, για επικείμενη τροποποίηση του οικογενειακού δικαίου, με
την οποία το σύμφωνο συμβίωσης θα επεκταθεί και σε ομόφυλα
ζευγάρια. Ως κύριο επιχείρημα, προβλήθηκαν λόγοι ισότητας.
Η συζήτηση που ακολούθησε ήταν έντονη, και οι περισσότερες
αντιρρήσεις που προβλήθηκαν έφεραν, στον πυρήνα τους:
- το θέμα της παράδοσης, είτε ως Εθνικής παράδοσης, είτε ως πιο
γενικευμένης ιστορικής παράδοσης.
- το θέμα της φύσης, του «κατά φύσιν» και του «παρά φύσιν» και
- την υποκείμενη υπόθεση ότι η παράδοση είναι σύμφωνη με την
φύση.
Την τελευταία, αν μου επιτραπεί, θα προσέγγιζα με την λογική
υπόθεση της adequatio, δηλαδή ότι, το μυαλό μας, ή η γλώσσα μας,
προσομοιώνει, τρόπον τινά, την πραγματικότητα. Απολύτως ανάλογα
φαίνεται ότι η κοινωνία, η παραδοσιακή κοινωνία, με τους νόμους τους,
προσομοιώνει, λίγο – πολύ πιστά, την φύση.
Όταν μιλάγανε, δε, για «φύση», αναφέρθηκαν σε έναν πυρήνα της:
την σεξουαλική πράξη. Ακούσαμε, δε, ακόμα και περιγραφές (γενικές,
βέβαια) σεξουαλικής πράξης, για τα όργανα του ηδονισμού κ.τ.λ.
Από την Εισηγήτρια, πριν καν κατακλύσουν την αίθουσα τούτη οι
αντιρρήσεις, είχε ακουστεί ότι ο «γάμος» ή το «σύμφωνο συμβίωσης»
αφορά κατά κύριο λόγο όχι την σεξουαλικότητα, αλλά το
συναισθηματικό μέρος, το λεγόμενο αγγλιστί romantic, της σχέσης δύο
προσώπων.
Ένα ζήτημα, όμως, παρέμεινε στο «βάθος» εκείνης της συζήτησης,
και κατ’ ουσίαν δεν συζητήθηκε: ότι μια «ένωση», με τα δεσμά ενός
«αναγνωρισμένου από το Κράτος» «συμφώνου» (αφού γράφεται στο
ληξιαρχείο – και στο υποθηκοφυλακείο να γραφόταν, κάτι θα σήμαινε κι
αυτό), ή, ακόμα περισσότερο, ενός πολιτικού γάμου, συνιστά την
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ μιας κοινωνικής ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ, η οποία στηρίζεται,
στον γενεσιουργό πυρήνα της, στον σεξουαλικό καθορισμό.
Η ταυτότητα που σχηματίζεται κατ’ αυτό τον τρόπο, υπό την σκέπη
του μηχανισμού των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» (εντός εισαγωγικών),
δημιουργείται στον «σκληρό πυρήνα» του κοινωνικού ελέγχου, που είναι
η θεσμοποίηση, δια της νομοθεσίας. Μέσω του ομοφυλόφιλου γάμου,
δημιουργείται μια κοινωνική ταυτότητα για ομοφυλόφιλους. Με τον
τρόπο αυτό, αναζητείται μια «νομιμοποίηση» της ομοφυλόφιλης
σεξουαλικής επιλογής. Μια δυνατότητα του ομοφυλόφιλου, να
13
δημοσιοποιήσει, να «πανηγυρίσει» (και με την θρησκευτική έννοια του
όρου, αν και ό,τι είναι να γίνει θα γίνει σε κάποιο συμβολαιογραφείο,
ληξιαρχείο ή, το πολύ – πολύ, δημαρχείο), την συγκεκριμένη σεξουαλική
επιλογή. Ο «σκληρός πυρήνας» της romantic σχέσης είναι, προφανώς, η
σεξουαλική σχέση, η οποία υπάρχει και, ως ένα βαθμό, διατηρείται και,
υπ’ αυτή την έννοια, δημοσιοποιείται, με τον ομοφυλόφιλο γάμο. Αυτή η
σεξουαλική ταυτότητα, εν προκειμένω, ζητείται να δημοσιοποιηθεί, ή,
κατά την έκφραση που χρησιμοποιούν οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι, να
«βγει έξω από την ντουλάπα», to come out of the closet.
* * *
Βέβαια, εκ πρώτης όψεως φαίνεται αντιφατικό, σε μια κοινωνία η
οποία στηρίζεται, κατά μεγάλο μέρος, στην μη-κοινολόγηση των
προσωπικών δεδομένων («χωρίς την συναίνεση του υποκειμένου τους»,
και μάλιστα των «ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων», όπως είναι για
τον νόμο Ν. 2472/1997 ο σεξουαλικός προσανατολισμός, να προσφέρει,
ταυτόχρονα, και έναν θεσμό για την κοινολόγησή τους από το ίδιο το
υποκείμενο.
Και διερωτάται κανείς γιατί δεν επαρκούν σειρά απαγορεύσεων των
διακρίσεων, όπως η απαγόρευση της ποινικοποίησης, από τα σύγχρονα
Κράτη, της ομοφυλόφιλης σεξουαλικής πράξης μεταξύ συναινούντων
ενηλίκων (η οποία έχει νομολογηθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο με
την απόφαση ΕΔΔΑ Dudgeon κατά του Η.Β. της 22/10/1981), ή η
απαγόρευση της διάκρισης βάσει του σεξουαλικού προσανατολισμού, με
βάση το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος και 14 της ΕΣΔΑ.
Αυτό, το οποίο κατ’ ουσίαν ζητείται, είναι η δημιουργία μιας νομικής
δομής, η οποία ΘΑ ΕΞΑΧΘΕΙ από την έννομη τάξη στην κοινωνία, υπό
την έννοια της ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ενός σεξουαλικού
προσανατολισμού.
Για να εφαρμόσω το προηγούμενο σχήμα μου:
14
Κοινωνική
πραγματικό
τητα
Νομική
σφαίρα
Νομικός
θεσμός
Κοινωνική
κατηγορία
Για να εφαρμόσω και το παράδειγμα από την Γένεση: ζητείται ο
νομοθέτης, ως νέος Αδάμ, να «ονομάσει» την συγκεκριμένη σχέση, να
«της δώσει όνομα», προκειμένου να «υπάρξει» στην κοινωνία.
Αναζητείται η θέσπιση νομικής, και συνεπώς κοινωνικής κατηγορίας,
για έναν συγκεκριμένο σεξουαλικό προσανατολισμό.
Εάν το Κράτος αναγνωρίζει τον ομοφυλόφιλο γάμο, προδήλως
αναγνωρίζει και την ομοφυλόφιλη σεξουαλική ταυτότητα. Δεν γίνεται το
ένα χωρίς το άλλο.
Αναζητείται, για να ανατρέξω πάλι, στην Νομολογία του Ευρωπαϊκού
Δικαστηρίου, ένα «θετικό μέτρο» για την άρση κάθε ενδεχόμενης
διάκρισης εις βάρος των ομοφυλόφιλων. Αυτή είναι η ουσία της
συγκεκριμένης διεκδίκησης.
Είτε συμφωνεί κανείς μαζί της, είτε όχι, η παραπάνω ανάλυση δείχνει
με τι έχει κανείς να κάνει.
* * *
Συνεπώς – και συνοψίζω την συστηματική μου αφετηρία – ο κύριος
ρόλος της έννομης τάξης στην διαμόρφωση της κοινωνικής
πραγματικότητας – και στον τομέα των σχέσεων δύο προσώπων, είναι
κυρίως ΣΗΜΕΙΟΛΟΓΙΚΟΣ: δεν είναι μόνον η θέσπιση κανόνων, είναι η
«εξαγωγή οργάνωσης», από τον νομοθέτη στην κοινωνία και από την
κοινωνία στην φύση, με τον μηχανισμό της «θεσμοθέτησης», είτε της
«θεσμοποίησης».
15
Για να συνοψίσω το σχήμα μου:
Αν τα παραπάνω ακούγονται κάπως «τεχνοκρατικά», και όντως είναι:
διοίκηση επιχειρήσεων, ή θεωρία των συστημάτων, ή σημειολογία, ή
σημειωτική, θα σας καλούσα όλους να βρούμε παραμυθία σε ένα
ποιητικό παράδειγμα, τον Ήλιο τον Ηλιάτορα του Ελύτη:
«Τυραγνίες ζηλοφθονίες φόνους παιδεμούς
τ' αλέθω για τους χρόνους τους μελλούμενους
Τ' αλέθω τα γυρίζω και τα πάω στη γη
που 'δωσε το σκοτάδι φως για να το πιει»
Εδώ, με τον Ελύτη, λέμε το ίδιο πράγμα. Σ’ έναν πυρήνα, εισάγονται
δεδομένα τα οποία είναι ανοργάνωτα και χαοτικά, γίνεται επεξεργασία,
και εξάγεται οργάνωση. Αυτό που κάνει ο Ελυτικός ποιητής, το κάνει,
αναλόγως ο νομοθέτης. Τεχνοκρατικό είναι το μοντέλο – και στις δύο
16
Έννομη τάξη
Εξαγωγή
οργάνωσης
Κοινωνία
Εξαγωγή
οργάνωσης
Φύση
Εσωτερικές
διεργασίες
Εισαγωγή
δεδομένων
περιπτώσεις. Η πραγματικότητα – και στις δύο περιπτώσεις – είναι πολύ
πιο «ποιητική».
* * *
Και μ’ αυτό, έχω φτάσει στον πυρήνα της εισήγησής μου, δηλαδή τον
σχηματισμό της εικόνας, του διαγράμματος, που αντιστοιχεί στην
«βαθεία δομή» της σημερινής μου πρότασης, και αρχίζω τις εφαρμογές.
* * *
Εάν ο προορισμός και η λειτουργία της έννομης τάξης είναι να
«εξαγάγει οργάνωση» στην κοινωνία, η οποία, με την σειρά της, θα
εξαγάγει την δική της οργάνωση στην φύση, τότε αυτό που θεωρείται
«πυρήνας» της έννομης τάξης, όπως προβάλλεται, κυρίως, στις θεωρίες
της διάκρισης μεταξύ «δικαίου» και «ηθικής», δηλαδή «κανόνων
δικαίου» και «κανόνων ηθικής», η αναγκαστική εκτέλεση, έχει κατ’
ανάγκη μόνο μικρό, παραπληρωματικό ρόλο.
Εάν ο νόμος ενεργεί τον κύριο προορισμό του, που είναι η οργάνωση
της κοινωνίας, ο ρόλος των δικαστηρίων θα είναι επικουρικός. Όπως λέει
μια Κινέζικη παροιμία: «εάν οι σκάλες των δικαστηρίων χορταριάζουν,
τότε το Κράτος κυβερνάται καλά».
Εάν, συνεπώς, πρόκειται να τεθεί μια «πρώτη αρχή» μεταξύ «νόμου»
και «κοινωνίας», είναι η «αρχή της επικουρικότητας». Η κοινωνία θα
πρέπει καταρχάς να λειτουργεί από μόνη της. Οι νόμοι, τα δικαστήρια,
πρέπει να υπάρχουν, αλλά έχουν μόνο παραπληρωματικό ρόλο. Δεν
μπορούνε να παρέμβουν εκεί που ΤΟ ΣΥΝΟΛΟ της κοινωνίας
δυσλειτουργεί.
Ο νόμος και τα Δικαστήρια μπορούν (ή και ΥΠΟΧΡΕΟΥΝΤΑ) να
αρνηθούν να παρέμβουν ουσιαστικά, σε τομείς όπου το σύνολο της
κοινωνίας παρουσιάζει δυσλειτουργικά φαινόμενα, σε ένα κάποιο μεγάλο
ποσοστό. Αυτό, κατ’ ουσίαν, συμβαίνει στις οικογενειακές δίκες, από το
Πρωτοδικείο που θα ασχοληθεί πρώτο με αυτές, μέχρι το Ευρωπαϊκό
Δικαστήριο, όπου οι οικογενειακές δίκες και διαφορές θα αχθούν σε
ύστατο βαθμό – και θα κριθούν, στο συντριπτικό τους ποσοστό,
«απαράδεκτες».
Συνεπώς, ισχύει ένα τεκμήριο επικουρικότητας, ή μια αρχή
επικουρικότητας. Η αρμοδιότητα των Δικαστηρίων είναι «εξαιρετική».
* * *
Επειδή, ρητά ή σιωπηρά, υποσχέθηκα ένα παράδειγμα από την
πράξη: στο εσωτερικό μιας οικογένειας, παρουσιάζεται μια έντονη
δυσλειτουργικότητα. Η μητέρα, όταν το παιδί της γίνεται ενός χρονού,
δηλώνει στον πατέρα: «τώρα έκανα παιδί, δεν σε θέλω, φύγε». Και, για
17
να τον πείσει καλύτερα, του κάνει τον βίο αβίωτο, και παρεμποδίζει
συστηματικά, και όσο δεν παρεμποδίζει υπονομεύει, κάθε εκδήλωση του
πατρικού του ρόλου. Συνεπώς, και συνεστώτος του γάμου, η επιμέλεια
του ανηλίκου, μένει «στον αέρα», αφού ο ένας γονιός βάζει διαρκώς
τρικλοποδιές στην άσκηση της επιμέλειας από τον άλλον. Ο πατέρας,
αφού στέλνει ένα πρώτο εξώδικο στην μητέρα, πάει και συμβουλεύεται
την Πρόεδρο του επαρχιακού Πρωτοδικείου. «Αυτά κι αυτά συμβαίνουν.
Τι να κάνω;». Επικαλείται, μάλιστα, την διάταξη του άρθρου 1511 παρ. 2
Α.Κ.: «το δικαστήριο αποφασίζει σχετικά με την ανάθεση της γονικής
μέριμνας ή με τον τρόπο της άσκησής της», ή και της 1512: «"Αν οι γονείς
διαφωνούν κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας, και το συμφέρον του
τέκνου επιβάλλει να ληφθεί απόφαση, αποφασίζει το δικαστήριο".». Η
μέριμνα, κατά το άρθρο 1510 Α.Κ., περιλαμβάνει και την επιμέλεια. Δεν
προαπαιτείται ούτε διάσταση, ούτε διαζύγιο για την εφαρμογή αυτών των
άρθρων. Πρόκειται για απορία αφελούς, βεβαίως, ο πατέρας είναι, την
εποχή εκείνη, ερασιτέχνης δικηγόρος, αλλά καμία απορία, και κανενός
αφελούς ή ερασιτέχνου, μην την περιφρονείτε. Σας λένε, πολλές φορές,
ουσιώδη πράγματα.
Μπορώ να ζητήσω παρέμβαση του Δικαστηρίου ΜΕΣΑ στην
οικογένειά μου; «Τι να σας κάνουμε αν δεν μπορείτε να συνεννοηθείτε;
Ελάτε να σας δώσουμε διαζύγιο», λέει η Πρόεδρος. «Έτσι που είναι τα
πράγματα, δεν βλέπω άλλη λύση». «Μα δεν είναι λύση, αντιτείνει ο
πατέρας. Μετά, θα δώσετε το παιδί στην μητέρα και θα μείνει ανενόχλητη
η μητέρα να κάνει αυτό που κάνει και τώρα».
Δεν υπήρχε λύση. Και δεν υπήρξε, μέχρι την ενηλικίωση του τότε
ανηλίκου.
* * *
Καταρχήν, συνεπώς, για την ΑΜΕΣΗ παρέμβαση της έννομης τάξης,
ο τομέας πρέπει να είναι κοινωνικά ΚΑΤΑΡΧΑΣ λειτουργικός. Αν είναι,
τότε μόνο θα παρέμβει το Κράτος, σε περιπτώσεις δυσλειτουργικότητας,
οι οποίες πρέπει να είναι εξαιρετικές.
Το ζήτημα αυτό έχει απασχολήσει και το Ποινικό Δίκαιο.
Αναφέρομαι, εν προκειμένω, σε Ποινική Μελέτη του Καθηγητή κ.
Νικολάου Ανδρουλάκη, για τις δυνατές εφαρμογές της Εγκληματολογίας
στο Ποινικό Δόγμα. Το παράδειγμα αφορούσε την ποινικοποίηση της
μοιχείας. Μιας πράξης τόσο ευρέως ενεργουμένης, ώστε ο λεγόμενος
«σκοτεινός αριθμός» των μη συλλαμβανομένων περιπτώσεων είναι
ασυγκρίτως μεγαλύτερος των περιπτώσεων που καταλήγουν στο
δικαστήριο. Το εγκληματολογικό αυτό δεδομένο εισέρχεται στο ποινικό
δόγμα, μέσω της αρχής της ισότητας έναντι του νόμου.
18
Συνεπώς, ο τρόπος «εξαγωγής» της νομικής οργάνωσης στην
κοινωνία, δεν είναι η αναγκαστική εκτέλεση. Το κράτος, η αστυνομία, ο
δικαστικός επιμελητής, άλλα όργανα, λ.χ. τα ψυχιατρεία, έχουν
περιορισμένη και, ομοίως, επικουρική και εξαιρετική αρμοδιότητα.
Η ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ έχει κατ’ ανάγκην περιορισμένη
εφαρμογή. Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΟΓΚΟΣ των υποθέσεων, θα τους διαφεύγει
ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΑ.
Εάν το «προϊόν» του Νομοθέτη, η έννομη τάξη, και ειδικότερα ο
συγκεκριμένος ΘΕΣΜΟΣ της έννομης τάξης δεν εξαχθεί, στην κοινωνία,
ΚΑΤΑΡΧΑΣ ως «κοινωνική οργάνωση», και μάλιστα λειτουργική, είναι
αποτυχημένο.
* * *
Ενόψει των παραπάνω, συνεπώς, θα εξειδικεύσω τις μεθόδους
«εξαγωγής οργάνωσης» από την έννομη τάξη στην κοινωνία, σε τρεις
γενικές κατηγορίες:
1) Την «εξαγωγή σημειολογίας», δηλαδή τον καθορισμό του «τι
υπάρχει» για τα μέλη της κοινωνίας, και συνεπώς τον καθορισμό της
«γνωσιολογίας», της «ηθικής» και της «αισθητικής» των μελών της.
2) Την θέσπιση κανόνων, οι οποίοι είναι, κατά κάποιο τρόπο, και
«κανόνες του παιχνιδιού» μεταξύ των μερών της κοινωνικής σχέσης.
Βεβαίως, και της οικογενειακής σχέσης.
3) Την «αναγκαστική εκτέλεση», που είναι το πιο υλικό, το πιο
«ματωμένο», τρόπον τινά, μέρος της «εξαγωγής».
Οι τρεις αυτοί τρόποι της «εξαγωγής οργάνωσης» αντιστοιχούν στα
τρία κεφάλαια της εισήγησής μου, που απομένουν, και μετά θα
παραδώσω την σκυτάλη του λόγου σε όποιον αγορεύειν βούλεται.
* * *
Η «εξαγωγή σημειολογίας»
Εάν ξεκινήσουμε από την «εξαγωγή σημειολογίας», προδήλως στον
μη εγκρατή νομικών γνώσεων κοινωνό, αυτό που «εξάγεται» από την
έννομη τάξη, δεν είναι ακριβώς ο κανόνας δικαίου – που, με την
πολυνομία σε βαθμό νομομανίας που μας δέρνει, μπορεί να μην τον ξέρει
ούτε ο νομικός – αλλά ο θεσμός.
Η «εξαγωγή θεσμών» επιτυγχάνεται με την «θεσμοποίηση» και την
«θεσμοθέτηση», από τον νομοθέτη, κοινωνικών δομών και κατηγοριών,
δηλαδή την εγκαθίδρυση θεσμών. Η «θεσμοθέτηση» ίσως θα έμοιαζε
περισσότερο σαν «εισαγωγή» θεσμών, δηλαδή «εισαγωγή θεσμών» από
την κοινωνία στην νομοθεσία. Όμως η κύρια λειτουργία της νομοθεσίας,
19
ακόμα κι όταν «εισάγει» θεσμούς από την κοινωνία, είναι η «εξαγωγή»:
η κοινωνία είναι ο τελικός «καταναλωτής» των θεσμών. Η έννομη τάξη
τους επεξεργάζεται, τους θεσπίζει και τους εξάγει.
Τρία παραδείγματα θεσμών, σχετικών με τις σχέσεις των προσώπων
σχολιάζω εδώ. Το ένα το έχω ήδη σχολιάσει: είναι ο γάμος των
ομοφυλόφιλων. Θα το συγκρίνω με δύο παραδείγματα: της μονογαμίας,
και της κοινής επιμέλειας των παιδιών χωρισμένων γονέων.
* * *
Όντως, εάν το σύμφωνο συμβίωσης, ο λεγόμενος «μίνι γάμος», είναι
ένας θεσμός για τον οποίο περιμένουμε – άσχετο αν θα γίνει ή όχι – αργά
ή γρήγορα να επεκταθεί στους ομοφυλόφιλους, βλέπουμε ότι δεν
πρόκειται ακριβώς για ένα σύστημα «κατάλυσης» ενός κανόνα – ότι ο
γάμος τελείται αποκλειστικά μεταξύ ετερόφυλων.
Αν δείτε κάπως εγγύτερα το νομοθέτημα για το σύμφωνο συμβίωσης,
το οποίο – όπως μας είπε η κα Παπαζήση – ήδη βάπτεται κάλαμος για να
προταθεί ότι θα μπορεί να συναφθεί και μεταξύ προσώπων του ιδίου
φύλου – θα προσέξετε ότι, ο κυριότερος κανόνας που τίθεται, η «βαθεία
δομή» του, για να αναφερθώ στην προηγούμενη ανάλυσή μου, είναι η
«μονογαμία», η οποία, με το νομοθέτημα αυτό, εξάγεται και στις
ομόφυλες κοινωνικές ενώσεις, ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ με την αναγνώρισή τους.
Τούτο προκύπτει από μια απλή ανάγνωση του Ν. 3719/ ΦΕΚ Α 241/
26-11-2008.
Στο άρθρο 1, το σύμφωνο ορίζεται ως συμφωνία «δύο (ενηλίκων
ετερόφυλων) προσώπων, με την οποία οργανώνουν την συμβίωσή τους».
Οι πιέσεις, σ’ αυτό το άρθρο, είναι για να φύγει ο περιορισμός των
«ετερόφυλων». Όχι ο περιορισμός των «δύο». Να γίνει, λ.χ., «δύο ή
περισσοτέρων».
Στο άρθρο 2 παρ. 2 εδ. α΄, η «συμβιωτική μονογαμία» εξειδικεύεται:
2. Δεν επιτρέπεται η σύναψη συμφώνου συμβίωσης: α) αν υπάρχει
γάμος ή σύμφωνο συμβίωσης των ενδιαφερόμενων προσώπων ή του ενός
από αυτά, …
Κατά το άρθρο 4 παρ. 1 εδ. γ), το σύμφωνο λύνεται αυτοδικαίως, εάν
οι συμβληθέντες παντρευτούν μεταξύ τους, ή κάποιος απ’ αυτούς
παντρευτεί με τρίτο.
Με το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, δυνάμει των παραπάνω
διατάξεων, θεσπίζεται η «μονογαμία», όχι μόνον στον γάμο, αλλά και
στις «ελεύθερες συμβιώσεις», είτε ετεροφύλων, είτε (όταν και αν
θεσπιστεί) ομοφύλων ζευγαριών.
20
Η «μονογαμία» είναι, κι αυτή, θεσμός, ή αν προτιμάτε, στοιχείο της
«βαθείας δομής» του θεσμού της «οικογένειας», στις έννομες τάξεις μας.
Τόσο «βαθείας», ώστε να υπερισχύει και αυτού του παραδοσιακού και
«φυσικού» θεσμού, του γάμου ως ετερόφυλου γάμου.
* * *
Εδώ, βέβαια, επαναφέρεται η συζήτηση για την «φύση», και το τι
εστί η τελευταία. Είναι η μονογαμία, «κατά φύσιν»;
Από την εξελικτική βιολογία, θα σας μεταφέρω εδώ μια παρατήρηση:
Εάν ένας εξωγήινος ερχόταν στην γη, και του ζητούσαν να
περιγράψει το ανθρώπινο είδος, θα το περιέγραφε ως «ελαφρώς
πολυγαμικό». Πού θα στηριζόταν; Στο ότι οι άντρες είναι ελαφρώς
ψηλότεροι και βαρύτεροι από τις γυναίκες κατά μέσον όρο, πράγμα το
οποίο τελεί σε ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΝΑΛΟΓΙΑ με τον βαθμό πολυγαμίας των
λοιπών ειδών του ζωικού βασιλείου. Έτσι, λ.χ., ο αρσενικός γορίλας, ο
θαλάσσιος ελέφαντας, είναι πολυγαμικά, και ταυτόχρονα ο αρσενικό
είναι μεγαλύτερο. ενώ αντιθέτως, στα πολυανδρικά είδη, όπως η αράχνη,
το θηλυκό είναι το μεγαλύτερο.
Στον άνθρωπο, συνεπώς, η «φύση» είναι ελαφρώς πολυγαμική.
Αναφέρομαι, επίσης, στο γνωστό βιβλίο το «εγωιστικό γονίδιο» (the
selfish gene), του Καθηγητή του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, Ρίτσαρντ
Ντώουκινς Κατά τον Ντώουκινς, από βιολογικής απόψεως, είμαστε
φορείς των γονιδίων μας, και προγραμματισμένοι να διασφαλίζουμε την
εξάπλωσή τους, αλλιώς, το ανθρώπινο γένος θα είχε λάβει τέλος προ
πολλού. Ο αρσενικός, στο παραπάνω πλαίσιο, έχει κατά κύριο λόγο, μία
στρατηγική: την κατά το δυνατόν μεγαλύτερη εξάπλωση των γονιδίων
του. Όσο για το θηλυκό – με το αντίστοιχο των στρατηγικών των ζώων –
έχει να επιλέξει ανάμεσα σε δύο στρατηγικές:
- την στρατηγική του «μοναδικού, δυνατού άνδρα». Το θηλυκό
ενδιαφέρεται να διασφαλίσει, για τα παιδιά του, τα γονίδια με
τις καλύτερες ιδιότητες. Συνεπώς, επιλέγει τον πατέρα με βάση
τα φυσικά χαρακτηριστικά του, την δύναμη, τον όγκο, την
τόλμη. Για να τον δοκιμάσει, έχει έναν τρόπο: αντιστέκεται,
κατά την έκφραση του Ντώουκινς: «παραμένει σεμνή». Ο
άντρας που θα περάσει την δοκιμασία της προσέγγισης, όπως ο
Ζίγκφριντ τις φωτιές που προστατεύουν την Μπρουνχίλδη, ή ο
Καλάφ τον πάγο που ζώνει την Τουραντώ, αυτός είναι ο
«μοναδικός, δυνατός άντρας», κατάλληλος πατέρας για τα
παιδιά της.
- Την στρατηγική της «ευτυχισμένης οικογένειας». Το θηλυκό
ενδιαφέρεται, ο άντρας με τον οποίο θα κάνει τα παιδιά, να
21
μείνει μαζί της, να φτιάξουν φωλιά, να την βοηθήσει στην
ανατροφή. Για να τον λόγο αυτό, πάλι δοκιμάζει τον άντρα, με
τον κύριο τρόπο που διαθέτει: παραμένοντας σεμνή. Το
αρσενικό, έχοντας επενδύσει τον χρόνο του με την
συγκεκριμένη νύφη, δεν έχει άλλο χρόνο να επενδύσει, με άλλη
υποψήφια. Εφόσον θα ζευγαρώσει, θα μείνει μαζί της.
Και οι δύο στρατηγικές, συνεπώς, επιτάσσουν στην γυναίκα να
προβάλλει μια κάποια αντίσταση: να «παραμείνει σεμνή».
Στα παραπάνω, βέβαια, θα μπορούσαμε να αναφερθεί, ως
αντιπαράδειγμα, αυτό που αναφέρει και ο Ροΐδης, στα «Εφήμερα», το
απολαυστικό του εκείνο διήγημα, όπου, αναφερόμενος στο είδος εκείνο
των εντόμων που γεννιούνται, ζευγαρώνουν και πεθαίνουν μέσα σε μια
μέρα, καταλήγει στο ακαταμάχητο επιχείρημα: «ΚΥΡΊΑ ΜΟΥ, ΔΕΝ
ΕΧΟΜΕΝ ΚΑΙΡΟΝ».
* * *
Με τα παραπάνω, συμφωνεί και η παράδοση. Ο προφητάναξ και
ψαλμωδός Δαυίδ, ή και ο γιος του, ο σοφός Σολομών, αποτελούν
παραδείγματα. «Ο τον Σολομώντα σοφίαν διδάξας» δεν μπορεί να
δίδαξε, τον τελευταίο, λάθος.
Και στο παραπάνω επιχείρημα, πάντως, υπάρχει αντεπιχείρημα, για
το οποίο θα ανέφερα έναν διάλογο πατέρα και γιου, όπου ο μικρός
ρωτάει τον πατέρα του: «γιατί, μπαμπά, ο νόμος επιτρέπει να παίρνουμε
μόνο μία γυναίκα;», για να λάβει την απάντηση: «όταν θα μεγαλώσεις,
παιδί μου, θα αντιληφθείς ότι ο νόμος, με το μέτρο αυτό, θέλει να
προστατέψει τους ανόητους».
* * *
Και, μάλιστα, θα αποτολμούσα την υπόθεση ότι η πολυγαμία – και
ένας βαθμός πολυανδρίας – υπό την μορφή είτε των προγαμιαίων
σχέσεων, είτε των εξωγάμων σχέσεων, ασκείται ευρύτατα στην κοινωνία
μας – απόδειξη και η ύπαρξη ξενοδοχείων στην ευρύτερη περιοχή των
Αθηνών, πολύ περισσοτέρων απ’ όσων θα ήταν απαραίτητα για την
φιλοξενία των ξένων, και το παράδειγμα δεν είναι δικό μου, είναι του
Ψυχιάτρου και δημοφιλούς συγγραφέως κ. Γιώργου Πιντέρη. Πολύ
ευρύτερα από την ομοφυλοφιλία, πάντως.
Παρ’ όλ’ αυτά, ακόμα κι αν πρόκειται να διευρυνθεί ο γάμος ή το
«σύμφωνο» προς την πλευρά των ομόφυλων ζευγαριών, συζητείται η
διερύνσή του ως αποκλειστικού θεσμού, κρατικής επισημοποίησης μιας
διμερούς σύμβασης, και όχι μιας, έστω εν δυνάμει, πολυμερούς.
22
Αυτά, για να συσχετιστεί και με την αρχή της «ελευθερίας των
συμβάσεων», του άρθρου 361 του Αστικού Κώδικα.
* * *
Πώς θα εξηγούσε κανείς, την διαφορά ανάμεσα στις πιέσεις για την
καθιέρωση ενός γάμου ομοφύλων, και όχι, λ.χ., ενός πολυγαμικού γάμου,
ο οποίος, τόσο από φυσικής απόψεως, όσο και από παραδοσιακής, θα
προηγείτο, πάντως – συναινούντων, βεβαίως, και των τριών, τεσσάρων,
αναλόγως, μερών;
Η εξήγηση είναι απλή: μετά την «αποποινικοποίηση της μοιχείας», με
τον Ν. 1272/1982, οι πολύγαμοι ή οι πολύγαμες δεν αισθάνθηκαν ότι
χρειάστηκαν κανενός άλλου είδους νομιμοποίηση. Ενώ οι ομοφυλόφιλοι
την επιζητούν.
* * *
Ωστόσο, αν το παραπάνω παράδειγμα παραμένει καθαρά
«ακαδημαϊκό» - σαν αυτό, τρόπον τινά, που είχε φέρει ο κ.
Χριστοδούλου στην κα Παπαζήση: «και τι γίνεται αν, δύο πρόσωπα,
παντρευτούν ως ετερόφυλα, υιοθετήσουν παιδιά, και μετά το ένα από
αυτά αλλάξει το φύλο του; Λύεται η υιοθεσία;».
Εγώ, από την πρόσφατη πραγματικότητα, θα σας μεταφέρω την
κραυγή μιας ευρύτερης ομάδας πολιτών, αυτής των χωρισμένων
πατέρων, που είδανε τα παιδιά τους να χάνουν τον πατέρα τους, και οι
ίδιοι χάσανε τα παιδιά τους, με μια απλή απόφαση ασφαλιστικών
μέτρων, η οποία βγήκε – όπως το πλείστον αυτών των αποφάσεων –
ελαφρά τη καρδία, και είπε: «οι γονείς χωρίσανε, το συμφέρον του
τέκνου είναι να μείνει με την μητέρα του, άρα αφαιρείται η επιμέλεια από
την μητέρα και χορηγείται αποκλειστικά στην μητέρα».
Το αίτημα, εδώ, είναι: «εμείς, οι πατέρες, είμαστε το 50% του
πληθυσμού. Και τι ζητάμε; Κοινή επιμέλεια. Ποιος ο λόγος να δώσετε
ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ σ’ ένα σύμφωνο, το οποίο αύριο, αργά ή γρήγορα,
μέσω Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ή και
χωρίς αυτό, θα φτάσει στον γάμο (mini ή maxi) των ομοφυλόφιλων,
αφήνοντας στην άκρη κάθε ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ για την καθιέρωση της
«κοινής επιμέλειας»;
Και, βεβαίως, το παράπονό τους είναι και «ιστορικά» βάσιμο, γιατί η
ίδια ομάδα πιέσεων, η οποία προέβαλε τον (mini ή maxi) ομοφυλόφιλο
γάμο, η ίδια «έρριξε» την ρύθμιση για την κοινή επιμέλεια, που είχε
ετοιμάσει η αρμόδια Επιτροπή.
Είναι γνωστό ότι η πρόταση της Επιτροπής για την Κοινή Επιμέλεια
δεν έφτασε καν στην Βουλή, κυρίως γιατί οι ομάδες πιέσεως που
23
σκέπονται υπό την ομπρέλα του Ιδρύματος Μαραγκοπούλου, θεώρησαν
ότι, με την κοινή επιμέλεια, βάλλεται ένα κεκτημένο των γυναικών: να
έχουν διασφαλισμένη την αποκλειστική επιμέλεια του παιδιού τους, σε
περίπτωση χωρισμού με τον άντρα.
Το πιο κρίσιμο κείμενο, εδώ, ήταν το από 14/7/2008 κείμενο των
παρατηρήσεων της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου
(ΕΕΔΑ). Στο σύνολο του κειμένου, το μεγαλύτερο μέρος των
διαμαρτυριών – και αυτές που παίρνουν την μεγαλύτερη έμφαση –
αφιερώνεται για την εξαίρεση των ομόφυλων ζευγαριών από το σύμφωνο
ελεύθερης συμβίωσης. Εντοπίζεται, σωστά, ότι μια τέτοια ρύθμιση
αντιφάσκει ευθέως στην ΕΣΔΑ και το ΔΣΑΠΔ, και αποκλίνει από τις
περισσότερες Ευρωπαϊκές ανάλογες ρυθμίσεις.
Στο ίδιο κείμενο, κατακρίνεται έντονα «Η εισαγωγή του κανόνα της
συνέχισης της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας και μετά τη
λύση ή ακύρωση του γάμου ή τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης», ως
«πολύ επικίνδυνη ανατροπή βασικών αρχών του οικογενειακού δικαίου
που εξυπηρετούν το συμφέρον του παιδιού».
«Η εισαγωγή του κανόνα της συνέχισης της από κοινού άσκησης της
γονικής μέριμνας και μετά τη λύση ή ακύρωση του γάμου ή τη διακοπή
της έγγαμης συμβίωσης, αποτελεί πολύ επικίνδυνη ανατροπή βασικών
αρχών του οικογενειακού δικαίου που εξυπηρετούν το συμφέρον του
παιδιού. Οποιαδήποτε τροποποίηση των περί γονικής μέριμνας
ρυθμίσεων χρειάζεται εμπεριστατωμένη έρευνα, μελέτη και αξιολόγηση
της υφιστάμενης νομοθεσίας και της εφαρμογής της στην πράξη, με
γνώμονα την προστασία του συμφέροντος του παιδιού που επιβάλλουν
το Σύνταγμα (άρθρο 21 παρ. 1) και η Σύμβαση του ΟΗΕ για τα
δικαιώματα του παιδιού (άρθρο 3).»
Το άρθρο 3 έχει ως εξής:
. Σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά, είτε αυτές
λαμβάνονται από δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς κοινωνικής
προστασίας, είτε από τα δικαστήρια, τις διοικητικές αρχές ή από τα
νομοθετικά όργανα, πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το
συμφέρον του παιδιού.
2. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη υποχρεούνται να εξασφαλιζουν στο
παιδί την αναγκαία για την ευημερία του προστασία και φροντίδα,
λαμβάνοντας υπόψη τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των γονέων του,
των επιτρόπων του ή των άλλων προσώπων που είναι νόμιμα υπεύθυνοι
γι' αυτό, και παίρνουν για το σκοπό αυτόν όλα τα κατάλληλα νομοθετικά
και διοικητικά μέτρα.
24
Ως έχει, η διάταξη καθορίζει γενικές γραμμές ρύθμισης, αλλά δεν λέει
πολλά πράγματα, και δεν λέει, επειδή ακριβώς η έννοια του
«υπερέχοντος συμφέροντος του παιδιού» είναι πολύ πολύπλοκη (ΕΔΔΑ,
Amanalachioai κατά της Ρουμανίας της 26/5/2009, παρ. 76).
Και εδώ, μια παρένθεση: τι σημαίνει, νομικά, η έννοια του
«συμφέροντος του τέκνου», ή του «υπερέχοντος συμφέροντος του
τέκνου», εάν, όντως, η έννοια αυτή είναι τόσο αόριστη;
Ως ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ, η έννοια αυτή δεν σημαίνει περίπου τίποτα το
συγκεκριμένο. Είναι μια «λευκή επιταγή», την οποία ο δικαστής
συμπληρώνει όπως βούλεται, προσαρμόζοντας τα περιστατικά που θα
κάνει δεκτά, σε προειλημμένη απόφαση, να δώσει το παιδί στην μητέρα –
μιλάω για την πλειοψηφία των αποφάσεων, υπάρχουν και εξαιρέσεις.
Είναι εύλογο ότι η ΕΕΔΑ, συνεπώς, παραλείπει, βέβαια, να
αναφερθεί στο άρθρο 18 της ίδιας σύμβασης.
1. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια
για την εξασφάλιση της αναγνώρισης της αρχής, συμφωνα με την οποία
και οι δύο γονείς είναι από κοινού υπεύθυνοι για την ανατροφή του
παιδιού και την ανάπτυξή του. Η ευθύνη για την ανατροφή του παιδιού
και για την ανάπτυξή του ανηκει κατά κύριο λόγο στους γονείς ή, κατά
περίπτωση, στους νόμιμους εκπροσώπους του. Το συμφέρον του παιδιού
πρέπει να αποτελεί τη βασική τους μέριμνα.
2. Για την εγγύηση και την προωθηση των δικαιωμάτων που
εκφράζονται στην παρούσα Σύμβαση, τα Συμβαλλόμενα Κράτη
παρέχουν την κατάλληλη βοήθεια στους γονείς και στους νόμιμους
εκπροσώπους του παιδιού, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους για
την ανατροφή του παιδιού, και εξασφαλίζουν τη δημιουργια οργανισμών,
ιδρυμάτων και υπηρεσιών επιφορτισμένων να μεριμνούν για την
ευημερία των παιδιών.
Και θα επιθυμούσα, προσωπικά, να δω μια τέτοια αναφορά, γιατί
ακριβώς το άρθρο 18 ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΕΙ ΤΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ,
που είναι να το μεγαλώνουν και οι δυο γονείς του.
Τούτο είναι επίσης σύμφωνο με την ΕΣΔΑ, και έχει πλούσια
Νομολογία στο ΕΔΔΑ:
Το συμφέρον του παιδιού επιβάλλει ώστε μόνο τελείως εξαιρετικές
περιστάσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια διάρρηξη ενός μέρους
των οικογενειακών του δεσμών (Gnahoré précité, § 59, Schmidt κατά της
Γαλλίας της 26/7/2007, παρ. 84, Amanalachioai κατά της Ρουμανίας της
26/5/2009, παρ. 81
25
Το συμφέρον του παιδιού επιβάλλει ότι θα πρέπει να επιστρατεύεται
κάθε μέσο προκειμένου να διατηρηθούν οι προσωπικές του σχέσεις και,
εφόσον το επιτρέψουν οι συνθήκες, να «αποκατασταθεί» η οικογένεια
(Schmidt κατά της Γαλλίας της 26/7/2007, παρ. 79, Amanalachioai κατά
της Ρουμανίας της 26/5/2009, παρ. 81).
Η συν τω χρόνω διάλυση των δεσμών του παιδιού με τον γονιό του
και η οριστική αποξένωση γονέα και παιδιού δεν συμβιβάζεται με το
υπερέχον συμφέρον του παιδιού (mutatis mutandis, Kutzner c.
Allemagne, no 46544/99, § 79, CEDH 2002-I, , Bianchi κατά της
Ελβετίας της 22/6/2006, παρ. 99, Amanalachioai κατά της Ρουμανίας της
26/5/2009, παρ. 100).
Συνεπώς, αποτελεί κενό και ανακολουθία, να χρησιμοποιείται το
άρθρο 3 της Σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού κατά της «κοινής
μέριμνας», και να παραβλέπεται έτσι προκλητικά το άρθρο 18 της ίδιας
σύμβασης.
Το κενό και η ανακολουθία εντείνονται στην επόμενη παράγραφο της
κριτικής της ΕΕΔΑ κατά της «κοινής επιμέλειας»:
«Η διατήρηση της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας, ενόψει
και της ασάφειας βασικών εννοιών, όπως είναι εκείνη των «συνήθων
πράξεων που αναφέρονται στην καθημερινή ζωή του ανηλίκου»
(τροποποιημένο άρθρο 1513 ΑΚ), θα προκαλέσει βλαβερές για τα παιδιά
εντάσεις και συχνότερη παρέμβαση των δικαστηρίων στην καθημερινή
ζωή για την επίλυση διαφωνιών.»
Πρόκειται για σχήμα οξύμωρο: θεωρεί ο συγκεκριμένος οργανισμός,
«σαφή» την έννοια του «συμφέροντος του παιδιού», και «ασαφή» την
έννοια των «συνήθων πράξεων που αναφέρονται στην καθημερινή ζωή
του ανηλίκου»;
Συνεχίζει η κριτική της ΕΕΔΑ:
«Εξάλλου, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις των γονέων, οι οποίοι δεν
εκπληρώνουν τη θεμελιώδη υποχρέωση της καταβολής διατροφής. Κι
αυτοί οι ανεύθυνοι γονείς θα έχουν όμως δικαίωμα, σύμφωνα με τη νέα
ρύθμιση, να επεμβαίνουν και να ρυθμίζουν σημαντικές πτυχές της ζωής
του παιδιού.»
Εδώ, θα μου επιτραπεί μία θεμελιώδης παρατήρηση: ο γονιός
(διάβαζε: «πατέρας») ο οποίος δεν πληρώνει διατροφή, είναι ένα προϊόν
του συστήματος του οικογενειακού δικαίου, σήμερα. Οι δυο βασικές
συνιστώσες του είναι η αποξένωση του παιδιού από τον γονιό που δεν
έχει την επιμέλεια – με την στέρηση, κατά κανόνα, και της ίδιας της
επικοινωνίας – και η «αντικειμενοποίηση» της διατροφής, υπό όρους,
26
κατά κανόνα, πολύ δυσμενείς για τον υπόχρεο γονιό. Επιδικάζονται,
συχνά, διατροφές ύψους αποδοχών ενός επίκουρου καθηγητή Ε.Μ.Π.
Ο γονιός, συνεπώς, πολλές φορές προσπαθεί να υποχρεώσει το άλλο
μέρος στον σεβασμό των δικαιωμάτων του, διαπραγματευόμενος το μόνο
χαρτί που έχει στα χέρια του: την καταβολή της διατροφής. Έτσι, πολλοί
πατέρες, εύποροι, λένε: «θα σου δίνω περισσότερα, αλλά θέλω να βλέπω
το παιδί μου όσο θέλω. Να το παίρνω εγώ από το σχολείο». Οι
«ανεύθυνοι γονείς», που μυκτηρίζει εδώ η ΕΕΔΑ, είναι κατάφωρα
αδικημένοι γονείς, οι οποίοι είδαν τα παιδιά τους να αποξενώνονται, ή να
γίνονται παιδιά του εραστή ή του πατέρα της μητέρας τους, και να μην
τον ξέρουν ως πατέρα. Τα «βροντάνε», συνεπώς, και δεν πληρώνουν
διατροφή. Τι να πεις σ’ αυτές τις περιπτώσεις; Τι να πεις στον πατέρα, ο
οποίος δεν έχει επιμέλεια των τετράχρονων παιδιών του, έχει
επικοινωνία, την οποία η μητέρα συστηματικά παραβιάζει; Θα ρωτήσει
τον δικηγόρο του: «πάλι δεν μου έδωσε τα παιδιά. Λέω να της κόψω την
διατροφή». Και ο δικηγόρος του, αυτό που θα βρει να του πει, είναι: «όχι,
γιατί θα το χρησιμοποιήσει στο δικαστήριο, στην δίκη που έχουμε για
την επιμέλεια. Θα εμφανιστείς ως ανεύθυνος πατέρας».
Συνεχίζω την παράθεση των επιχειρημάτων της ΕΕΔΑ:
Και η αιτιολογική έκθεση αναγνωρίζει ότι η εισαγόμενη ρύθμιση
«ασφαλώς μπορεί να σημαίνει αύξηση των ευκαιριών προστριβής, αλλά
θεωρήθηκε από την επιτροπή ότι καθιστά τους γονείς πιο υπεύθυνους και
ότι αυτοί ενισχύονται, αν θέλουν να ασκήσουν τον γονικό τους ρόλο για
την ουσιαστική σύνδεση με το ανήλικο τέκνο, που είναι απαραίτητη για
την ψυχική και συναισθηματική ανάπτυξη του τέκνου. Επί πλέον η
επιτροπή θεωρεί ότι το σύστημα της συμφωνίας των γονέων
μεσοπρόθεσμα συμβάλει θετικά ώστε οι γονείς να αντιλαμβάνονται ότι,
παρά τον χωρισμό τους, είναι και οι δύο υπεύθυνοι για το παιδί. Παρά
ταύτα αναγνωρίζεται ότι το σύστημα προϋποθέτει ώριμους γονείς».
Δηλαδή, η Πολιτεία αποδέχεται να γίνουν τα παιδιά αντικείμενο
πειραματισμού, για να διαπιστωθεί «αν θέλουν» οι χωρισμένοι γονείς
ν’ασκήσουν υπεύθυνα τα καθήκοντά τους; Και θα περιμένουμε να δούμε
«μεσοπρόθεσμα» (δηλαδή, αφού έχουν ήδη υποστεί τα παιδιά τις
δυσμενείς συνέπειες του προτεινόμενου με το Σ/Ν συστήματος) αν οι
γονείς είναι «ώριμοι» για το σύστημα αυτό;
Εδώ, θα ερωτηθεί: και πώς περιμένει κανείς ότι θα εισαχθεί το
σύστημα της «κοινής επιμέλειας», σε περίπτωση γονέων εν διαστάσει, ή
χωρισμένων; Και αναφέρομαι, εδώ, στο αρχαίο εκείνο ανέκδοτο:
«ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΣ ΚΟΛΥΜΒΩΝ ΠΑΡΑ ΜΙΚΡΟΝ ΕΠΝΙΓΗ, ΩΜΟΣΕ
ΔΕ ΕΙΣ ΥΔΩΡ ΜΗ ΕΙΣΕΛΘΕΙΝ, ΕΑΝ ΜΗ ΜΑΘΗ ΠΡΩΤΟΝ ΚΑΛΩΣ
ΚΟΛΥΜΒΑΝ».
27
Πρόκειται, συνεπώς, για επιστημονικά διάτρητη κριτική της τότε
προωθούμενης νομοθετικής ρύθμισης. Κατ’ ουσίαν, πρόκειται για μια
κριτική η οποία καλύπτεται πίσω από την εμμόνως χαραρκτηριζόμενη
«πετυχημένη» τροποποίηση του Οικογενειακού Δικαίου του 1983, μια
τροποποίηση η οποία υποβλήθηκε εγκρίθηκε και επιδοκιμάστηκε από
«γυναικείες και φεμινιστικές οργανώσεις», και με την οποία, πλαγίως,
καθιερώθηκε η επιμέλεια στο παιδί ως οιονεί «συνδικαλιστικό δικαίωμα»
της γυναίκας. Διότι η μεταρρύθμιση του 1983, στο όνομα της «ισότητας»
και του «συμφέροντος του παιδιού», εισήγαγε ένα σύστημα πλήρους
ανισότητας, εις βάρος του πατέρα, και γονεϊκής αποξένωσης, το οποίο,
όταν «ωρίμασε», ξεσήκωσε πλήθος αντιδράσεις, επιστημονικές, όπως και
κοινωνικές.
Ωστόσο, αυτό που επισημάνθηκε ως οξύμωρο – αξιολογικά, έστω –
στην κριτική εκείνη, ήταν η υπερβολική έμφαση που δινόταν στην
«ισότητα» των ομοφυλόφιλων, έναντι της προκλητικής ανισότητας εις
βάρος του πατέρα, απέναντι στην μητέρα και έναντι των παιδιών του,
στην οικογένεια, πριν και μετά τον χωρισμό.
Αυτό που ελέχθη, ήταν: ασχολείστε με τους ομοφυλόφιλους, οι οποίοι
είναι ένα μικρό ποσοστό στην κοινωνία (1%; 2%; Μεγαλύτερο;
Μικρότερο;), και πολεμάτε τους πατέρες, που είναι 50%.
Και, βέβαια, είχαν δίκιο.
Καταρχάς, όσον αφορά την «ισότητα» μεταξύ των γονέων, αυτή είναι
αγρίως παραβιασμένη υπέρ της μητέρας και εις βάρος του πατέρα. Αυτό,
όμως, θα εξεταστεί στην επόμενη ενότητα, αφού η «ισότητα» αποτελεί
όχι πρωτίστως «θεσμό» - είναι θεσμός βέβαια – αλλά «κανόνα του
παιχνιδιού».
Δεν μιλάμε καταρχάς για παραβίαση του άρθρου 14+8: ισότητα
ανεξαρτήτως φύλου στην απόλαυση των οικογενειακών δικαιωμάτων.
Μιλάμε για την ίδια την ουσία του άρθρου 8, χωρίς την συνεπικουρία
του άρθρου 14.
Εδώ, αυτό που πρέπει να ερωτηθεί είναι κατά πόσον συμβιβάζεται η
σημερινή καθημερινή πρακτική του νομοθέτη και των δικαστηρίων,
αμέσως με τον χωρισμό των γονιών, και με αίτημα της μιας πλευράς, να
αφαιρούν τα γονικά δικαιώματα του άλλου, δηλαδή περίπου κάθε
εξουσία, λόγο και ρόλο στην ανατροφή και φροντίδα του παιδιού, και να
τα δίνουν στον άλλο.
Η αντίφαση με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ είναι χονδροειδής. Το άρθρο 8,
στην παράγραφο 1, έχει ως εξής:
28
1. Παν πρόσωπον δικαιουται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικης και
οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του.
Με την διατύπωση αυτή, απαγορεύει καταρχάς κάθε παρέμβαση του
Κράτους στην οικογενειακή ζωή του ανθρώπου. Τέτοια είναι και η
οικογενειακή του σχέση με τα παιδιά του.
Ας πάρουμε την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ δίκη επιμέλειας. Μια απόφαση – ας
πούμε, ασφαλιστικών μέτρων – η οποία αναθέτει «αποκλειστικά» την
επιμέλεια των παιδιών – δηλαδή την μερίδα του λέοντος της
οικογενειακής σχέσης με τα παιδιά – στον ένα από τους δυο γονείς,
αφαιρώντας την από τον άλλο. Αναμφίβολα, μια τέτοια απόφαση
αποτελεί ευθεία παρέμβαση του Κράτους – και επομένως έλλειψη
σεβασμού – στο οικογενειακό δικαίωμα του γονιού με το παιδί του.
Αποτελεί ΚΑΤΑΦΩΡΗ επέμβαση του Κράτους στην άσκηση του πιο
ευαίσθητου οικογενειακού δικαιώματος, αυτήν του πατέρα με τα παιδιά
του. Οδυνηρότατη, και πολύ εμφανή. Οδυνηρή και για τα παιδιά, όχι
μόνο για τον γονιό που χάνει την επιμέλεια. Αλλά και για τον γονιό,
συνιστά μια κατάφωρη κοινωνική μείωση. Μια capitis deminutio, κατά
το Ρωμαϊκό Δίκαιο.
Τέτοια παρέμβαση, συνεπώς, θα έπρεπε να δικαιολογείται
ΑΥΣΤΗΡΑ βάσει των ΑΥΣΤΗΡΩΝ περιορισμών της δεύτερης
παραγράφου.
2. Δεν επιτρέπεται να υπάρξη επέμβασις δημοσίας αρχης εν τη ασκήσει
του δικαιώματος τουτου, εκτός εάν η επέμβασις αύτη προβλέπεται υπο του
νόμου και αποτελεί μέτρον το οποίον, εις μίαν δημοκρατικήν κοινωνίαν,
είναι αναγκαίον δια την εθνικήν ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν, την
οικονομικήν ευημέριαν της χωρας, την προάσπισιν της τάξεως και την
πρόληψιν ποινικών παραβάσεων την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής,
ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων.
Αμέσως, θα δείτε ότι ΔΕΝ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΕΙΤΑΙ.
Και ΔΕΝ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΕΙΤΑΙ, μακροσκοπικά, γιατί, για να τηρούνται
οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, θα έπρεπε η παρέμβαση να είναι
ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ. Κι εδώ, όχι μόνο εξαιρετική δεν είναι, αλλά αποτελεί τον
κανόνα.
Σπεύδω να επισημάνω ότι, ούτε βάσει του «συμφέροντος του τέκνου»
δικαιολογείται η έκπτωση του ενός γονιού από την επιμέλειά του.
Συμφέρον του παιδιού είναι να το μεγαλώνουν και οι δυο γονείς, ακόμα
κι αν είναι χωρισμένοι.
Αυτό το οποίο τίθεται, δηλαδή, εν αμφιβόλω, είναι η
ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ της λήψης του συγκεκριμένου μέτρου.
29
Διότι, φυσικώ τω λόγω, πριν το Δικαστήριο προχωρήσει στο
ΑΚΡΑΙΟ μέτρο της αφαίρεσης της επιμέλειας από τον ένα γονιό, θα
πρέπει να δώσει στους χωρισμένους γονείς την δυνατότητα να ασκήσουν
– που σημαίνει να ασκήσουν ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΑ – την επιμέλεια από
κοινού. Θα πρέπει να δώσει την νομική δυνατότητα, θα πρέπει να δώσει
συμβουλευτικές υπηρεσίες, διαιτητικές, ενδεχομένως, υπηρεσίες, θα
πρέπει να δώσει πολλά.
Αλλά το ότι, το Κράτος – και πριν το Δ.Ν.Τ., τότε που η οικονομία
μας ήταν το «ισχυρό χαρτί» μας – δεν είχε την πρόθεση να δώσει, και
κατά μείζονα λόγο δεν έχει σκοπό να δώσει τίποτα, δεν είναι μια
δικαιολογία ικανή να θεμελιώσει την «αναγκαιότητα σε μια δημοκρατική
κοινωνία». Ούτε η «τεμπελιά του Κράτους», ούτε η έλλειψη πόρων.
Απόδειξη, οι καταδίκες των Κρατών (ιδίως της Ιταλίας) από το ΕΔΔΑ,
για παράβαση της αρχής της «δικαίας δίκης», ως «ταχείας δίκης».
Περιμένοντας, συνεπώς, να καταδικαστεί η Ελλάδα από το ΕΔΔΑ
επειδή, στο σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης δεν περιέλαβε τα ομόφυλα
ζευγάρια, θα έπρεπε να περιμένουμε να καταδικαστεί πρώτα επειδή δεν
θέσπισε τέτοιους θεσμούς, ώστε να καθιστούν δυνατή την «κοινή
επιμέλεια», πριν αυτή αφαιρεθεί από τον ένα γονέα, με δικαστική
απόφαση. Επειδή δεν κατέβαλε «τις προσπάθειες που εύλογα θα
αναμένονταν από αυτό».
Ωστόσο, δεν φρονώ ότι θα έπρεπε να φοβόμαστε, κιόλας, υπερβολικά
μια τέτοια καταδίκη. Κι αυτό, επειδή το ΕΔΔΑ εξαρτά την νομολογία του
από το επίπεδο, γενικά, ανάπτυξης ενός θεσμού στα Κράτη-μέλη του. Η
«κοινή επιμέλεια» παραμένει ένας τομέας εν εξελίξει, σε άλλα Κράτη.
Στην Ελλάδα, παραμένει μια ψιλή – με γιώτα – ιδέα. Το ΕΔΔΑ, εάν
δημιουργήσει, έστω και κατ’ ιδέαν, μια τέτοια νομολογία, θα ανοίξει
πόρτα, ταυτόχρονα, για δεκάδες χιλιάδες προσφυγές, με παράπονα αυτής
της υφής. Κάτι τέτοιο προφανώς δεν το θέλει.
Από τότε που ήρθαν στα γραφεία και τις αίθουσές του οικογενειακές
υποθέσεις, το ΕΔΔΑ διερωτάτο – και δια των δικαστών του: «σε ποιο
βαθμό θα εμπλακούμε με οικογενειακές υποθέσεις; Πρόκειται για
δύσκολα ζητήματα, και καλύτερα είναι να τα αφήσουμε στο περιθώριο
εκτίμησης των εθνικών Αρχών». Η άποψη αυτή συχνά πλειοψηφεί στις
αποφάσεις του ΕΔΔΑ, ενώ ορισμένες φορές διατυπώνεται ως άποψη της
μειοψηφίας. Τέτοια είναι, λ.χ., η άποψη της δικαστού Fura-Sandstrom, η
οποία μειοψήφισε σε τρεις καταδικαστικές για το υπόλογο Κράτος
αποφάσεις του ΕΔΔΑ, τις Reigado Ramos κατά της Πορτογαλίας της
22/11/2005, Kriz κατά της Τσεχικής Δημοκρατίας της 9/1/2007 και
Amanalachioai κατά της Ρουμανίας της 26/5/2009: οι διεθνείς δικαστές
30
δεν είναι σε καλύτερη θέση για να δώσουν συγκεκριμένες συμβουλές σε
ζητήματα ευαίσθητα, όπως αυτά του οικογενειακού δικαίου.
Εδώ, συνεπώς, η έλλειψη ΡΎΘΜΙΣΗΣ της «κοινής επιμέλειας» για
την ΕΛΛΕΙΨΗ ΕΝΟΣ ΘΕΣΜΟΥ, η οποία δημιουργεί μια «τυφλή
κηλίδα» στο αντιληπτικό σύστημα ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ.
Η «τυφλή κηλίδα του νου», είναι όρος σημειολογικός, και ως
παράδειγμα, προσωπικά, έχω υπόψη μου την ιστορία από ένα
ντοκυμανταίρ, που είχε γυριστεί σε ένα χωριό μαύρων της Αφρικής. Ο
σκηνοθέτης, όταν ολοκληρώθηκε η ταινία, συγκέντρωσε τους κατοίκους
του χωριού, και τους έδειξε, προφανώς με φορητή μηχανή προβολής, την
ταινία επί τόπου. Την άλλη μέρα παρατήρησε ότι, όλο το χωριό μιλούσε
για μια κότα που εμφανιζόταν στην ταινία. Ο ίδιος, δεν θυμόταν καμία
κότα στην ταινία. Την παρακολούθησε μια, δυο φορές και, όταν απέτυχε
να την βρει, εξέτασε την ταινία καρέ – καρέ, και την εντόπισε: έκανε ένα
γρήγορο πέρασμα, σε ένα άκρο του κάδρου.
Το συμπέρασμα ήταν ότι, επειδή για την τοπική οικονομία, η κότα
ήταν σημαντική, έπεσε στο επίκεντρο της προσοχής των κατοίκων. Για
τον Ευρωπαίο, όμως, για τον οποίο η κότα ήταν λιγότερο σημαντική,
έπεσε σε «τυφλή κηλίδα του νου».
Σημειολογικά, η αρχή αυτή εκφράζεται με την πρόταση: «βλέπει
κανείς ό,τι έχει στο μάτι του», και, μεθοδολογικά, με την αρχή του
«ερμηνευτικού κύκλου», για μια έκθεση της οποίας θα παρέπεμπα στην
μεθοδολογία του Είναι και Χρόνος, του Χάιντεγγερ.
Εάν ο Νομοθέτης είχε θεσπίσει, με οποιοδήποτε τρόπο, την κοινή
επιμέλεια, θα δημιουργούσε αυτό ακριβώς που είναι το ζητούμενο – την
ΘΕΣΜΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ, με βάση την οποία θα ΜΠΟΡΟΥΣΑΝ να
αντιμετωπίσουν οι γονείς που χωρίζουν, τις σχέσεις με τα παιδιά τους.
Όταν την ΑΠΟΚΛΕΙΕΙ (πρακτικά), και ό,τι δεν αποκλείει ο
νομοθέτης, το αποκλείουν τα δικαστήρια, με την συσταλτική ερμηνεία
του άρθρου 1513 παρ. 1 εδ. γ΄ του Α.Κ., που ορίζει τα εξής:
«Το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει διαφορετικά, ιδίως να
κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων ή
να την αναθέσει σε τρίτον»,
τότε κάθε σκέψη περί «κοινής επιμέλειας» πέφτει – ελλείψει νομικής
ρύθμισης, σε «τυφλή κηλίδα του νου», ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ.
Αυτά, για την «εξαγωγή σημειολογίας», από την έννομη τάξη σε
ΟΛΗ την κοινωνία.
* * *
Η θέσπιση «κανόνων»
31
Εξ ορισμού, στην θέσπιση «νομικών κανόνων», υπόκειται και η
έννοια των «εννόμων συνεπειών». Δηλαδή ότι οι κανόνες που
θεσπίζονται είναι τέτοιοι, που η τήρησή τους μπορεί να εξαναγκαστεί,
από το Κράτος, με την επιβολή κάποιων κυρώσεων. Χωρίς νομικές
κυρώσεις, άμεσες ή έμμεσες, δεν πρόκειται για νομικό κανόνα.
Όμως, κατά κύριο λόγο, οι νομικοί κανόνες δεν τίθενται για να
εφαρμόζονται από τα δικαστήρια. Τίθενται, για να εφαρμόζονται από την
κοινωνία μόνη της.
Κατά κύριο λόγο, εννοείται κατά κύριο ποσοτικό λόγο. Δηλαδή, όσο
απαραίτητο, εννοιολογικά, για την έννοια του κανόνα δικαίου, και
«οργανικό» μέρος της έννοιας αυτής, είναι να υπάρχει δυνατότητα
επιβολής οποιωνδήποτε νομικών κυρώσεων, τόσο απαραίτητο, από την
άλλη μεριά, είναι οι κανόνες αυτοί να εφαρμόζονται αυθόρμητα, και
χωρίς ανάγκη προσφυγής σε κυρώσεις.
Σε μια σημερινή κοινωνία, με φιλελεύθερη θεμελίωση, καταρχάς τα
μέρη διαμορφώνουν ελεύθερα τις σχέσεις τους. Τέτοιες είναι κατ’ εξοχήν
οι διαπροσωπικές σχέσεις. Διαμορφώνονται ελεύθερα. Εντός ορίων,
βέβαια, τα οποία, μεταξύ άλλων, ορίζει και ο νόμος. Έτσι, αν δύο
πρόσωπα συμφωνήσουν ελεύθερα μεταξύ τους να σκοτώσει το ένα το
άλλο, και να το φάει – αναφέρομαι σε πραγματικό παράδειγμα – ο νόμος
παρεμβαίνει, περιορίζοντας την ελευθερία της απόφασης, με την θέσπιση
ορίων.
Στον μεγαλύτερο «όγκο» των περιπτώσεων, στο παραπάνω πλαίσιο, η
«θέσπιση κανόνων», θα μπορούσε καταρχάς να ιδωθεί και ως «θέσπιση
κανόνων του παιχνιδιού», ή και «ορισμός της «θέσεως ισχύος» μεταξύ
των μερών μιας διαπραγμάτευσης.
Ο κανόνας ορίζει τις αυτόματες, ή δυνητικές έννομες συνέπειες της
κάθε επιλογής του καθενός προσώπου.
Ορισμένα ζητήματα τίθενται, μεθοδολογικά, όσον αφορά την
«θέσπιση κανόνων».
Το πρώτο αφορά: ποιο μέρος της πραγματικότητας θα ρυθμιστεί με
κανόνες; Και ποιο; Όταν θεσπίζεις κανόνες, ένα μέρος θα σου μείνει που
δεν θα υπακούει στους κανόνες.
Έτσι, ας πούμε, η συχνότητα των σεξουαλικών επαφών ανάμεσα στο
ζευγάρι, μπορεί να ρυθμιστεί νομικά; Καταρχάς, όχι. Κάθε «αναγκαστική
εκτέλεση» σε ζητήματα συμβίωσης αποκλείεται, μεταξύ άλλων και από
το άρθρο 945 ΚΠολΔ, που αποκλείει ΚΑΙ την έμμεση αναγκαστική
εκτέλεση «όταν η πράξη συνίσταται στην αποκατάσταση της έγγαμης
συμβίωσης».
32
Εμμέσως, βέβαια, και μέσω άλλων εννοιών, ακόμα και ένα ζήτημα
όπως η πραγματοποίηση ή η συχνότητα ή η ποιότητα των σεξουαλικών
επαφών, δεν αποκλείεται να έχουν, έστω και έμμεσα, έννομες συνέπειες.
Θυμάμαι, φοιτητής νομικής – και φαντάρος, ταυτόχρονα, στην
Μυτιλήνη – διάβαζα το βιβλίο του Κουμάντου, για το Οικογενειακό
Δίκαιο, που είχε μέσα και νομολογία, μια απόφαση του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου Θηβών, που χορηγούσε διαζύγιο στον σύζυγο, επειδή η
σύζυγος «ηρνείτο να συνουσιασθεί μετά του ενάγοντος, υβρίζουσα άμα
αυτόν δια των λέξεων γεροξούρα, αλήτη, παλιόγερε». Όχι μόνο πήρε
διαζύγιο ο άνθρωπος, αλλά και, λαμβανομένης υπόψη της κοινωνικής
καταστάσεως των μερών, «του ενάγοντος όντος επαγγελματία
ζαχαροπλάστου», του επιδικάστηκε και αποζημίωση 50.000 δρχ.
Σήμερα, η άρνηση σεξουαλικής επαφής μεταξύ συζύγων, θα
μπορούσε να αποτελέσει λόγο υπαιτίου κλονισμού του γάμου, ή και
στοιχείο της διάστασης, για την χορήγηση διαζυγίου. Δεν μπορώ να
σκεφτώ καμία σημαντική, κατά τα άλλα, έννομη συνέπεια στο ζήτημα
αυτό.
Στην πραγματικότητα, το ζήτημα των σεξουαλικών σχέσεων μεταξύ
των συζύγων ρυθμίζεται, αρνητικά: και μέσα στον γάμο τους, οι σύζυγοι
προστατεύουν, πλέον, την ιδιωτική τους σφαίρα ο ένας έναντι του άλλου,
στην οποία κατ’ εξοχήν ανήκει, βέβαια, η προσωπική τους αυτοδιάθεση,
και ιδίως στην σεξουαλική σφαίρα.
Ένα άλλο ζήτημα, αφορά την κατά μεγάλο μέρος ανεξαρτησία των
προσώπων, την δυνατότητά τους να κινηθούν, ακόμα και παρά την
ύπαρξη και το περιεχόμενο κανόνων δικαίου, στις μεταξύ τους σχέσεις.
Η ανεξαρτησία αυτή αποδίδεται, μερικές φορές, με την αρχή: η ευτυχής
οικογένεια αγνοεί το δίκαιο. Συναινούντες σύζυγοι – ή γονείς –
μπορούν να συμφωνήσουν, μεταξύ τους, σε ευρεία κλίμακα, χωρίς να
δεσμεύονται από τους κανόνες δικαίου που ρυθμίζουν τις σχέσεις τους.
Έτσι, τυχόν συμφωνία των συζύγων αντίθετα προς τον νόμο (λ.χ. να ζουν
χωριστά, να συνεισφέρει μόνον ο ένας στα οικογενειακά βάρη) ΔΕΝ
ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑΝΟΜΗ, χωρίς να είναι και ΕΓΚΥΡΗ νομικά. Δηλαδή,
νομικά δεν μπορεί να επιβληθεί η εφαρμογή της. Μπορούν, όμως οι
σύζυγοι να την εφαρμόσουν, χωρίς κανένας να μπορεί να παρέμβει στην
εφαρμογή της.
Εάν, συνεπώς, οι συναινούντες σύζυγοι μπορούν να ζήσουν σε μια
περιοχή επέκεινα του νόμου – τηρώντας ορισμένα όρια – όταν
διαφωνούν, η δυνατότητα του νόμου να παρέμβει για την «τήρηση
κανόνων» στην οικογένεια, είναι απολύτως περιορισμένη.
Η σχετική ρύθμιση, βέβαια, στον Αστικό Κώδικα, σήμερα παραμένει
εξαιρετικά φτωχή.
33
Έτσι, για παράδειγμα, κατά το άρθρο 1386 Α.Κ., Ο γάμος παράγει για
τους συζύγους αμοιβαία υποχρέωση για συμβίωση.
Κατά το άρθρο 1387 Α.Κ. Οι σύζυγοι αποφασίζουν από κοινού για
κάθε θέμα του συζυγικού βίου.
Κατά το άρθρο 1388 Α.Κ.: Οι σύζυγοι έχουν την υποχρέωση να
συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, για
την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας
Κατά το άρθρο 1510 Α.Κ., Η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο είναι
καθήκον και δικαίωμα των γονέων (γονική μέριμνα), οι οποίοι την
ασκούν από κοινού.
Δεν βρίσκουμε μια διάταξη ανάλογη με αυτήν του άρθρου Άρθρο
1507 Α.Κ., κατά την οποία: "Γονείς και τέκνα οφείλουν αμοιβαία μεταξύ
τους βοήθεια, στοργή και σεβασμό".
Η υποχρέωση σεβασμού από τον κάθε σύζυγο στο πρόσωπο του
άλλου, θεσπίζεται εμμέσως, μέσω των λόγων διαζυγίου, του άρθρου
1439 Α.Κ. – και μόνο για την πρώτη περίπτωση.
Πρόκειται για φτωχή ρύθμιση, βεβαίως, και ίσως δεν γινόταν
«πλουσιότερη», αφού ο νόμος έχει καταρχάς παραδεχτεί ότι, εάν οι
σύζυγοι «δεν τα βρίσκουν» μεταξύ τους, είναι άσκοπη και εξαρχής
καταδικασμένη οποιαδήποτε παρέμβαση της πολιτείας.
Οι παραπάνω ρυθμίσεις συμπληρώνονται με τους κανόνες που
ορίζουν όρια, από τους οποίους ο πλέον πρόσφατος είναι αυτός της
ενδοοικογενειακής βίας: ο νόμος, όχι ως αστικός, πλέον, αλλά ως
ποινικός, και καταρχάς δια του εισαγγελέως, παρεμβαίνει στις
οικογένειες όπου τα προβλήματα οδηγούν σε βίαιες συγκρούσεις.
Συνεπώς, θα θέσω, ως «Πρακτικό» παράδειγμα, τον παρακάτω
διάλογο μεταξύ ενός ζευγαριού. Σας λέω ότι είναι πραγματικός.
Μπορούμε να τον ακούσουμε και με τις πραγματικές φωνές:
«Γυναικεία Φωνή: Άντε πάλι, άντε πάλι ο χάρος. Ουστ, ουστ, ουστ από
δω. Τράβα. Τράβα μακριά σου λέω.
Ανδρική Φωνή: Μακριά από πού;
Γ.Φ. : Μακριά από το κρεβάτι και μακριά από τα μωρά.
Α.Φ. : Από την περιουσία σου;
Γ.Φ. : Ποια περιουσία μου μωρέ. Βρε ουστ από δω. Θα μου πεις από
την περιουσία μου. Άντε μπράβο. Έλα τελείωνε 5 η ώρα το πρωί που ήρθες
να ζητήσεις … Τσακίσου από δω. Άντε μπράβο. Άντε τελείωνε. Επίτηδες
34
έρχεσαι. Εντάξει; Δεν είμαι ηλίθια ούτε κοιμάμαι όρθια ακόμα. Επίτηδες
έρχεσαι και μου το κάνεις αυτό. Γι’ αυτό τσακίσου, δρόμο από δω μέσα.
Άντε μπράβο. Δεν φταις εσύ, φταίω εγώ που σε ξύπνησα. Αφού ξέρω ότι
δυσλειτουργείς έλα Αναστάση, κάτσε εδώ.
Α.Φ. : Κάτσε εκεί αγόρι μου μην κάτσει κανάς άλλος.
Γ.Φ. : Όχι θα κάτσεις εδώ και μην τον αφήσεις να ξαπλώσει εδώ
καθόλου. Ευθέως δεν ντρέπομαι. Τελείωσε. Θα σε πουν μαλάκα τα παιδιά
σου. Εγώ θα το φροντίσω αυτό. Δρόμο τώρα.
Α.Φ. : Μέχρι τώρα το έκανε κρυφά.
Γ.Φ. : Δρόμο είπα τώρα.
Α.Φ. : Τώρα το κάνει φανερά.
Γ.Φ. : Φύγε μωρά από πάνω μου. Φύγε από δω μέσα.
Α.Φ. : Τι θες;
Γ.Φ. : Φύγε, φύγε.
Α.Φ. : Να φύγω πού να πάω, από το σπίτι σου;»
Πρόκειται ασφαλώς για κόλαση. Και κανένας μην απορεί εάν, μετά
από δέκα τέτοια χρόνια καθημερινής τέτοιας αντιμετώπισης, ο άντρας
ήταν εκείνος που βρέθηκε κατηγορούμενος ενώπιον του Εισαγγελέα
ενδοοικογενειακής βίας. Και, στα ασφαλιστικά που εκδόθηκαν, το
δικαστήριο έκρινε ότι έφταιγε ο άντρας.
Το ζήτημα είναι, κι εδώ, ένα πρωθύστερο.
Μπορεί – μπορούσε – να ρυθμιστεί η περιοχή αυτή της βιοτικής
σφαίρας νομοθετικά; Ο νομοθέτης έκρινε: όχι. Απέκλεισε την σφαίρα
αυτή από κάθε νομοθετική ρύθμιση. Εάν δεν μπορείτε μαζί, να χωρίσετε.
Αυτό, όμως, δεν αποτελεί ρύθμιση.
Πρόκειται, συνεπώς, για έναν τομέα ο οποίος έπεσε σε «τυφλή κηλίδα
του νου» της έννομης τάξης. Θα σας έφερνα, εδώ, ένα δεύτερο
παράδειγμα της «τυφλής κηλίδας του νου». Πρόκειται για στριπ του
Αρκά, από την σειρά: «Η ΖΩΉ ΜΕΤΑ». Αποτελεί επεισόδιο από μια
κάθοδο – μια ξενάγηση, κατ’ ουσίαν – του πεθαμένου ήρωά μας, στην
Αρκαδική Κόλαση, με οδηγό έναν αξιαγάπητο διαβολάκο.
Η εικόνα έχει ως εξής:
35
Το «έ, αυτός τι;» αποτελεί την ιδανική εικονογράφηση για την
φιλοσοφική, εν τέλει, έννοια της «τυφλής κηλίδας του νου», με τα
σημερινά δεδομένα.
Όταν αποκλείεις έναν τομέα από την ρύθμιση, δεν ξεμπερδεύεις μ’
αυτόν: μένει έξω από το σύστημά σου, σαν εχθρός. Εδώ, αναφέρομαι
στην «Έννοια της Αγωνίας», το γνωστό έργο του Δανού φιλοσόφου –
που θεωρείται και ο γενάρχης του υπαρξισμού στην σημερινή του μορφή
– του Σαίρεν Κίρκεγκωρ, εκεί που αναφέρεται στον αποκλεισμό του
χιούμορ από το «Σύστημα» (εννοεί το «Σύστημα» του Χέγκελ): «δεν
36
μπορείς να αποκλείσεις το χιούμορ, γιατί θα σου μείνει απέξω, σαν
εχθρός».
Έχει την δύναμη να ρυθμίσει ο νομοθέτης την συγκεκριμένη σφαίρα
σχέσεων; Πρόκειται για κόλαση επί της γης. Τι μπορεί να κάνει γι’ αυτό
η έννομη τάξη;
* * *
Μια διερεύνηση: εντάξει, εάν δεν μπορούν να μείνουν μαζί, ας
χωρίσουν. Φταίει ο άντρας που ανέχεται την συμπεριφορά. Ίσως να
φταίει και για την συμπεριφορά της κυρίας του. Ίσως να είναι άξιος της
μοίρας του. Εύκολο να τα ρίχνεις στο θύμα, εν προκειμένω.
Ας χωρίζανε, λοιπόν. Μπαίνει το ζήτημα, εδώ: υφίσταται η κοινωνική
δυνατότητα – η ψυχολογική δυνατότητα απομάκρυνσης του ενός από τον
άλλον; Αυτό είναι ζήτημα ωριμότητας. Όταν ένα ζευγάρι είναι
λειτουργικό – αν είναι δύο άνθρωποι μόνοι τους – το ευκταίο είναι να
παραμένει μαζί. Όταν είναι δυσλειτουργικό, θα μπορούσε να τους
ΣΥΜΒΟΥΛΈΨΕΙ κάποιος, να χωρίσουν. Ένας ή μία κακή σύζυγος,
μπορεί να είναι πιο ανθυγιεινή από το κάπνισμα. Μπορεί να προκαλέσει,
θα’ λεγα, πιο εύκολα και έμφραγμα. Αλλά υφίσταται η σφαίρα της
ελεύθερης επιλογής του ανθρώπου: «αυτεξουσίω περιβαλών θελήματι».
Το γιατί δυο άνθρωποι που περνάνε τόσο άσχημα μεταξύ τους μπορεί να
μένουν μαζί, είναι ζήτημα της ψυχικής και κοινωνικής παθολογίας. Όταν,
νομικά, υπάρχει η δυνατότητα του καθενός να βγει έξω – walk out – από
την σχέση, τότε ο νόμος δεν έχει σοβαρό λόγο να παρέμβει. Δεν υπάρχει
καμία νομοθετική ασυνέπεια στην μη παρέμβαση.
Αλλά, δυο άνθρωποι, παντρεμένοι ή ανύπαντροι, χωρίς παιδιά, που
τσακώνονται, δεν είναι ποτέ το πρόβλημα. Το πρόβλημα προκύπτει όταν,
σ’ ένα τέτοιο ζευγάρι συναντιώνται ΚΑΙ οι τρεις συνιστώσες που
συνιστούν τις τρεις διαστάσεις των ανθρωπίνων σχέσεων: η προσωπική,
η περιουσιακή, και τα παιδιά.
Και, όντως, και στην συγκεκριμένη υπόθεση – απ’ όπου και το
παράδειγμα – η αλήθεια ήταν ότι η γυναίκα ποτέ δεν μίλησε έτσι στον
άντρα, πριν αποκτήσει παιδιά. Μερικές δεν περιμένουν καν την γέννηση
του παιδιού: αρχίζουν με το που θα μείνουν έγκυες.
Όταν προκύψουν παιδιά – και όταν ο γονιός (στην δική μας τάξη, ο
πατέρας) είναι εγκλωβισμένος σε σχέσεις ειλικρινούς στοργής, μέριμνας,
ενδιαφέροντος, ενίοτε και λατρείας για τα παιδιά του, τότε η πόρτα της
Κόλασης έχει κλείσει πίσω του, κι αυτός είναι μέσα, και τσουροφλίζεται
στα καζάνια της, όπως στην γελοιογραφία του Αρκά.
Για τον λόγο αυτό, η «εν στενή εννοία» διαπροσωπική σχέση των
συζύγων, δεν ρυθμίζεται στο επίπεδο των κανόνων που την αφορούν
37
ΑΜΕΣΑ. Ρυθμίζεται ΕΜΜΕΣΑ, με βάση τους κανόνες που διέπουν ΤΟ
ΣΥΝΟΛΟ των σχέσεων των συζύγων, μεταξύ των οποίων είναι,
ΒΕΒΑΙΩΣ, και η προοπτική τους, αποχωρώντας από την συμβίωση, να
πάρουν μαζί τους το παιδί.
Αυτό ακριβώς συνιστά την δυνατότητα ρύθμισης της έγγαμης
συμβίωσης, μέσω της θέσπισης κανόνων, που μπορούν να αφορούν ΚΑΙ
ΑΛΛΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ.
Τι είναι αυτό που δίνει, στο παραπάνω παράδειγμα, τον ρόλο του
βασανιστή στην γυναίκα, και του βασανιζόμενου στον άντρα; Θα
ανατρέξουμε στον Αίσωπο: «ου συ με λοιδορείς, αλλ’ ο τόπος», είπε ο
λύκος στην κατσίκα, που τον κορόιδευε, ιστάμενη σε ένα ύψωμα, όπου ο
λύκος δεν μπορούσε να την φτάσει.
Αυτό που λοιδορεί τον άντρα, εδώ, δεν είναι η γυναίκα, αλλά η
εξουσία που της έδωσε ο νόμος, στην περίπτωση χωρισμού, να πάρει τα
παιδιά μαζί της, και να αποκλείσει τον άντρα από αυτά. Ο άντρας,
προκειμένου να χάσει την γονική εξουσία στα παιδιά του, υπομένει την
κόλαση μέσα στο σπίτι του. Και μπορεί να την υπομένει για χρόνια.
* * *
Καταρχάς, όσον αφορά την ισότητα των γονέων, απέναντι στην
επιμέλεια των παιδιών τους, τα πράγματα είναι σαφή, και βρίσκουμε και
νομολογιακή τους κατοχύρωση. ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, απόφαση 39155/2009, ασφαλιστικών μέτρων:
«Η μικρή ηλικία του ανηλίκου τέκνου και το φύλο του δεν αποτελούν
κυρίαρχο κατά νόμο στοιχείο για το προσδιορισμό του συμφέροντος του
ανηλίκου αναφορικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας στον ένα ή τον
άλλο από τους γονείς του, γιατί η άποψη ότι, η γονική μέριμνα των μικρής
ηλικίας τέκνων πρέπει να ανατίθεται στη μητέρα τους, λόγω του ότι έχουν
ανάγκη της μητρικής στοργής και ιδιαίτερων περιποιήσεων, εξακολουθεί
να ισχύει, κατά τις νεότερες ιατρικές παιδαγωγικές και ψυχολογικές
έρευνες, μόνο για την νηπιακή ηλικία, για την οποία αναγνωρίζεται σαφής
βιοκοινωνική υπεροχή στη μητέρα, ενώ για το μεταγενέστερο χρόνο
αναγνωρίζεται ο σοβαρός ρόλος του πατέρα στην όλη διαμόρφωση των
διαπροσωπικών σχέσεων του τέκνου.»
Όσον αφορά τα μικρά παιδιά, συνεπώς, εάν το ζευγάρι χωρίσει
έγκαιρα, αυτά θα μείνουν στην μητέρα τους, η οποία έχει, κατά την
απόφαση, «σαφή βιοκοινωνική υπεροχή». Για τα μεγαλύτερα, προφανώς
θα κριθεί ότι δεν είναι «προς το συμφέρον τους» να αλλάξουν
περιβάλλον, και πρέπει να μείνουν με τη μητέρα τους.
Προσωπικά, τον όρο «βιοκοινωνική», τον θεωρό τραγέλαφο.
Ακριβώς επειδή, όπως εξήγησα στην αρχή, η βιολογία και η κοινωνία
38
έχουν διαφορετικής τάξεως οργάνωση. Και, όπως έλεγε ο Σκαρίμπας:
«ένα άλογο κι ένα πορτοκάλι δεν κάνουν ένα … αλογοπορτόκαλο».
Βιολογικά, ακόμα και απέναντι σ’ ένα βρέφος, η μητέρα δεν έχει
κανένα άλλο πλεονέκτημα, πλην του θηλασμού. Και ενώ οι σύγχρονες
μητέρες συχνά πληρώνουν και αγοράζουν φάρμακα για να κόψουν το
γάλα τους, οι πατέρες είναι σε θέση, και συχνά το κάνουν, να φροντίσουν
το παιδί τους, όπως θα έκανε και η μητέρα.
«Κοινωνικά», εδώ που φτάσαμε, εξαρτάται ΠΛΗΡΩΣ από τον
νομοθέτη. Και τα δικαστήρια. Και δεν μετρούν, εδώ, επιχειρήματα από
«παραδοσιακές» κοινωνίες. Και τούτο επειδή, ακριβώς, οι παραδοσιακές
κοινωνίες ήταν οργανωμένες σε άλλα πρότυπα, και ήταν ΣΥΝΟΛΙΚΕΣ.
Εάν τις πάρουμε ως παράδειγμα, θα τις πάρουμε ΟΛΕΣ. Δηλαδή, με τις
λεγόμενες «ανισότητες εις βάρος των γυναικών». Μέρος των οποίων
ήταν και η αγγαρεία – τότε – να ανατρέφεις τα παιδιά.
Γι’ αυτό, και, στην 4ης Παγκόσμιας Διάσκεψης για τις Γυναίκες του
Πεκίνου της 15/9/1995, στο άρθρο 15, προβάλλεται ως αίτημα ο
«ισόρροπος καταμερισμός των οικογενειακών ευθυνών ανάμεσα σε
άνδρες και γυναίκες», ενώ στο άρθρο 25, λαμβάνεται η απόφαση των
γυναικών «να ενθαρρύνουν τους άντρες να συμμετέχουν πλήρως σε όλες
τις δράσεις που οδηγούν στην ισότητα» (άρθρο 25),
συμπεριλαμβανομένης, προδήλως, και της ανάληψης των οικογενειακών
τους ευθυνών.
Δεν πρόκειται για ισότητα, λοιπόν.
* * *
Αλλά μήπως ο γονιός, ο οποίος υφίσταται αυτή την αντιμετώπιση,
έχει κάποιο αυτοτελές δικαίωμα στο παιδί του, σε περίπτωση χωρισμού.
Και μήτε ας μου ειπεί τινάς ότι, σε περίπτωση χωρισμού, το
δικαστήριο θα κρίνει με βάση «το συμφέρον του τέκνου». Ακριβώς το
«συμφέρον του τέκνου», η όλως αόριστη και όλως ανέλεγκτη αυτή
έννοια, όσον αφορά το περιεχόμενό της, είναι πολύ ορισμένη, όσον
αφορά τις συνέπειές της. Η έννοια του «συμφέροντος του τέκνου»
σημαίνει ότι, όταν συγκρούεται το συμφέρον του γονιού και αυτό του
παιδιού του, το συμφέρον του γονιού πρέπει να υποχωρεί (Nuutinen κατά
της Φινλανδίας της 27/06/2000, παρ. 134).
Συνεπώς, ο «σκληρός πυρήνας» της έννοιας του «υπερέχοντος
συμφέρον του παιδιού» είναι η θυσία ΚΑΘΕ δικαιώματος του γονιού,
στο βωμό του «συμφέροντος του παιδιού». Για να το πω φαρισαϊστί:
«συμφέρει θυσιάσαι έναν γονιό, υπέρ του τέκνου».
39
Ακόμα και έτσι, όμως, η αρχή αυτή δεν ανατρέπει το γεγονός ότι η
«θυσία του γονιού» θα πρέπει να είναι ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ, και μόνο ΣΕ
ΕΣΧΑΤΗ ΑΝΑΓΚΗ. Η συνήθης πρακτική, συνεπώς, «καλός ο ένας
γονιός, καλός κι ο άλλος, αλλά το συμφέρον του παιδιού είναι να πάει με
την μητέρα του», ούτε στο συμφέρον του παιδιού βρίσκει έρεισμα.
Ακριβώς η συνήθης πρακτική είναι αυτή που προσλαμβάνεται από
την κοινωνία, ως έννομη τάξη, αυτή είναι που «εξάγεται», ως κανόνας,
και συνεπώς, ως αρχή της οργάνωση των σχέσεων των συζύγων, ως
γονέων, μεταξύ τους. Και συνίσταται στην απογύμνωση του πατέρα,
έστω δυνητικά, από κάθε δικαίωμα στο παιδί του.
Όχι μονάχα, συνεπώς, δεν τον προστατεύει η έννομη τάξη από την
κατάχρηση της συμβίωσης – η οποία σαφώς εντοπίζεται στην παραπάνω
σχέση – από την επίγεια κόλαση που συνιστά ένας τέτοιος «γάμος», αλλά
και τον ΕΚΘΕΤΕΙ στην κατάχρηση.
* * *
Η ανάπτυξη της ψυχολογίας του βασανιστή είναι ΑΠΟΛΥΤΗ
συνάρτηση του συστήματος, στο οποίο αναπτύσσεται. Θα μπορούσα να
αναφερθώ σε ψυχολογικά πειράματα, στα οποία έδωσαν στο ένα άτομο
την εξουσία ενός άλλου – να το βασανίσει.
Η ανθρώπινη φύση – θα το ξαναπώ – είναι χαοτική. Αλλά
διαμορφώνεται από την κοινωνία, και η τελευταία διαμορφώνεται από
την έννομη τάξη. Η παραπάνω κατάσταση της έντονης καταπάτησης της
προσωπικής αξιοπρέπειας του πατέρα, έχει ΚΑΘΟΡΙΣΤΕΙ από την
έννομη τάξη. Είναι η έννομη τάξη που έδωσε το «πλεονέκτημα» στην
κυρία, η οποία βασανίζει τον κύριο κατ’ αυτόν τον τρόπο. Εάν οι σύζυγοι
του παραδείγματος ήταν, όντως, νομικά ίσοι, ποτέ δεν θα τολμούσε να
μιλήσει έτσι η κυρία στον κύριο.
Ένα δεύτερο παράδειγμα, θα το δανειστώ από την νομοθεσία της
Ουγγαρίας, όπως αυτή μεταφέρεται σε μια απόφαση της Επιτροπής των
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, την απόφαση Szego κατά της Ουγγαρίας,
της 16/01/1996.
Πρόκειται για οικογενειακή διαφορά, ανάμεσα στον πατέρα ενός
παιδιού και την μητέρα. Η μητέρα, αφού παντρεύτηκε τον προσφεύγοντα
το 1984, και έκανε δυο παιδιά εν γάμω μαζί του, ένα κορίτσι το 1985 κι
ένα αγόρι το 1986, στη συνέχεια, το 1987, δήλωσε ότι τα παιδιά δεν ήταν
του συζύγου, αλλά ενός καθολικού ιερέα, με τον οποίο είχε σεξουαλικές
σχέσεις πριν τον γάμο της, από το 1978, και διατηρούσε σχέση και μετά.
Κατέθεσε αγωγή διαζυγίου και προσβολής της πατρότητος, και άρχισε να
συζεί με τον ιερέα. Κατά τις διαδικασίες προσβολής της πατρότητας, η
κόρη αποδείχθηκε ότι ήταν του ιερέα, ο γιος, όμως, ήταν του
40
προσφεύγοντα. Τα δικαστήρια της Ουγγαρίας, αν και έκριναν τον πατέρα
«κατάλληλο» για να έχει την επιμέλεια του γιου του, έδωσαν την
επιμέλεια στην μάνα, η οποία μεγάλωνε τον γιο του προσφεύγοντα με
τον ιερέα, και παρενοχλούσαν συστηματικά κάθε επικοινωνία πατέρα –
γιου. Μέσα από απείρου κάλλους σκηνές, μεταξύ του πατέρα, των
παιδιών, του ιερέα, και των κοινωνικών υπηρεσιών που συνόδευαν τον
πατέρα στο σπίτι της μητέρας – όπου γίνονταν οι επικοινωνίες – η
μητέρα και ο ιερέας αποξένωσαν, με συνοπτικές διαδικασίες, τον πατέρα
από τον γιο του, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να χάσει, εν τέλει, και την
ίδια την επικοινωνία με το τέκνο.
Για την κρίση της στην υπόθεση αυτή, η Επιτροπή παρέθεσε την
νομοθεσία της Ουγγαρίας στα παρεμφερή ζητήματα.
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η σύνδεση του δικαιώματος επισκέψεως –
επικοινωνίας – με την επιμέλεια, σε μια ντιρεκτίβα, υποχρεωτική για τα
δικαστήρια της Ουγγαρίας. Την διαβάζω, ως παράδειγμα κανόνα:
«Ο γονιός ο οποίος, χωρίς αιτία, παρεμποδίζει το παιδί από την
επικοινωνία του με τον άλλο γονέα, και στρέφει το παιδί εναντίον του
άλλου, παραβλάπει βαρέως το συμφέρον του παιδιού.
Η συναισθηματική ισορροπία του παιδιού επηρεάζεται, έτσι,
δυσμενώς και αναπότρεπτα, και μπορεί το παιδί έτσι να στραφεί κατά
του γονιού του.
Τέτοια βαθειά καταδικαστέα συμπεριφορά του γονιού επηρεάζει
βλαβερά την εξέλιξη του παιδιού, και οδηγεί στο συμπέρασμα ότι
αυτός ο πατέρας δεν είναι κατάλληλος να ασκεί την επιμέλεια του
παιδιού, και θα μπορούσε να οδηγήσει σε αλλαγή της επιμέλειας».
Αυτό, μάλιστα. Είναι κανόνας. Ευχαρίστως θα τον έβλεπα και
διατυπωμένο σε νόμο. Γιατί, σήμερα, τι ακριβώς κάνει το Κράτος, για να
προστατεύσει την σχέση του μη-επιμελητή γονιού, με το παιδί του, του
οποίου την επιμέλεια την έχει άλλος; Επιβάλλει χρηματικές ποινές;
Παράβαση του άρθρου 232 Α Π.Κ., για παράβαση δικαστικής απόφασης;
Και η ίδια η αποξένωση, ένα έγκλημα, τι συνέπειες έχει; ΑΥΤΗ
ΚΑΘΕΑΥΤΗ, ΚΑΝΕΝΑ.
* * *
Τα δύο παραδείγματα που ανέφερα, αφορούν τις σχέσεις των γονέων
μεταξύ τους, πριν και μετά το διαζύγιο.
Αφορούν τις ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ τους σχέσεις.
Πλην όμως, δεν ρυθμίζονται με κανόνες πάνω στις ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ
σχέσεις, αλλά με κανόνες πάνω σε ΑΛΛΕΣ σχέσεις, αφού η σχέση των
41
προσώπων – των συζύγων, εν προκειμένω – πρέπει να λαμβάνεται ΩΣ
ΟΛΟΝ. Συστηματικά, το όλον περιλαμβάνει τρία κεφάλαια:
- Προσωπικές σχέσεις
- Περιουσιακές σχέσεις (διατροφές, αποκτήματα κ.τ.λ.)
- Σχέσεις με παιδιά.
Είναι άχρηστο – παντελώς άχρηστο – να δίνει ο δικαστής από έδρας –
όπως γίνεται συχνά – συμβουλές και «οδηγίες προς ναυτιλλομένους»
προς τους γονείς, να «συνεργαστούν» για το καλό των παιδιών τους –
και, μετά, να βγάζει τις αποφάσεις που βγάζει.
Αυτό που χρειάζεται είναι κανόνες, οι οποίοι να ρυθμίζουν ίσα και
δίκαια τις σχέσεις ΕΞΟΥΣΙΑΣ μεταξύ των προσώπων, που θα έρθουν σε
διαπροσωπική σχέση. Τέτοιοι είναι οι κανόνες που ορίζουν την κατανομή
της εξουσίας στο παιδί – γιατί τέτοια είναι η επιμέλεια του προσώπου του
– σε περίπτωση χωρισμού. Αυτή θα πρέπει να είναι:
- Μοιρασμένη δίκαια, ώστε κάθε σύζυγος να διακινδυνεύει 50%
να χάσει την επιμέλεια του παιδιού. ΚΑΙ Η ΜΗΤΕΡΑ.
- Συναρτημένη με την υπαιτιότητα για τον χωρισμό. Όταν και οι
δυο γονείς είναι κατάλληλοι για επιμελητές του παιδιού τους.
Και μετά τον χωρισμό;
Σημειωτέον: κατά την Ψυχιατρική – και εδώ αναφέρομαι σ’ έναν
συγγραφέα εκλαϊκευτικών εγχειριδίων Ψυχιατρικής, τον Γιώργο Πιντέρη,
τον οποίο, όμως, θεωρώ σοβαρό, και περισσότερο από πολλούς
συναδέλφους του – δεν υπάρχει «πολιτισμένος χωρισμός». Κάθε
χωρισμός συνοδεύεται από εντάσεις, μνησικακία, αίσθηση αποτυχίας,
αισθήματα εκδίκησης. Συνεπώς, η «διαφορά», κατά τον χωρισμό, είναι
δεδομένη. Όταν υπάρχουν παιδιά, αυτά θα είναι και το κύριο γέρας της
όποιας «διαφοράς» μεταξύ των συζύγων.
Και μετά τον χωρισμό, συνεπώς, είναι εντελώς απρόσφορο να
απειλείται ο «έχων την επιμέλεια» γονιός, με φυλακίσεις, χρηματικές
ποινές, ποινικές διώξεις, και όλα τα παρόμοια – τα οποία περίπου ποτέ
δεν εφαρμόζονται – για να μην αποξενώνει το παιδί από τον άλλο. Μια
έννομη συνέπεια, η μετάθεση της επιμέλειας, θα ήταν το πιο
αποτελεσματικό μέσο.
Και αν, με το καλό, αποτολμήσει – ή αφεθεί ελεύθερος – ο
φωτισμένος νομοθέτης, να θεσμοθετήσει την κοινή επιμέλεια. Κανόνας
θα πρέπει να είναι ο ίδιος: εάν ο γονιός ευθύνεται για τυχόν αποτυχία της
κοινής επιμέλειας, δεν συνεργάζεται, είναι φαταούλας, αποξενώνει το
παιδί από τον άλλον, χρεώνεται με point system. Από ένα σημείο και
πέρα, χάνει την επιμέλεια.
42
Θεσπίστε τέτοιους κανόνες, κι ελάτε να μου πείτε.
Αναγκαστική εκτέλεση
Εάν η δυνατότητα της αναγκαστικής εκτέλεσης είναι τόσο σπουδαία
– και αναντικατάστατη, συστηματικά – ώστε να θεωρείται κριτήριο
διάκρισης μεταξύ των κανόνων της «ηθικής» από τους «νομικούς», τότε,
με την αναγκαστική εκτέλεση βάζουμε τα δάχτυλά μας «επί τον τύπο των
ήλων» της «εξαγωγής οργάνωσης» από την έννομη τάξη στην κοινωνία.
Έχουμε ήδη αναφερθεί στην ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ αδυναμία
αναγκαστικής εκτέλεσης της συντριπτικής πλειοψηφίας των δικαστικών
αποφάσεων που αφορούν οικογενειακές υποθέσεις.
Δύο κατηγορίες αδυναμίας αναφέρονται, ως νομικά παραδείγματα.
- Την αδυναμία – για λόγους σεβασμού της ανθρώπινης αξίας –
νομικής ρύθμισης των προσωπικών σχέσεων μεταξύ συζύγων.
Με επίκεντρο, βεβαίως, τις σεξουαλικές σχέσεις. Αναφέρθηκα,
προηγουμένως, στον ρητό αποκλεισμό, από τον Νομοθέτη, της
αναγκαστικής εκτέλεσης σε ζητήματα αποκατάστασης
συμβίωσης. Έμμεσα, βεβαίως, ακόμα και η σεξουαλική
συμπεριφορά στον γάμο, έχει κάποιες επιπτώσεις.
Την αδυναμία αναγκαστικής εκτέλεσης σε αποφάσεις «απόδοσης
τέκνου». Κατά το άρθρο 950 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά τον
Ν.2721/1999:
Αρθρο 950.-
"1. Με την απόφαση που διατάζεται η Απόδοση ή παράδοση τέκνου
καταδικάζεται ο γονέας που έχει το τέκνο να εκτελέσει αυτή την πράξη
και με την ίδια απόφαση, για την περίπτωση που δεν την εκτελέσει,
απαγγέλλεται αυτεπαγγέλτως χρηματική ποινή έως δύο εκατομμύρια
δραχμές [πέντε χιλιάδες εννιακόσια (5.900) ευρώ. Βλ. διατάξεις και
τρόπο μετατροπής σε Ευρώ στο άρθρο 0] υπέρ του αιτούντος την
απόδοση ή παράδοση ή σε προσωπική κράτηση έως ένα έτος ή και στις
δύο ποινές. Αν το τέκνο δεν βρεθεί, εφαρμόζονται οι διατάξεις των
άρθρων 861 έως 866."
2. Αν παρεμποδίζεται το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας του
γονέα με το τέκνο, η απόφαση που ρυθμίζει την επικοινωνία μπορεί να
απειλήσει με χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση εκείνον που
εμποδίζει την επικοινωνία και εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου
947.
Υπενθυμίζω ότι το άρθρο 947 ΚΠολΔ προβλέπει δύο δίκες: μία, που
διατάσσει την επιβολή ποινής, και μία που την αποφασίζει – την δεύτερη,
43
με την διαδικασία των εργατικών διαφορών. Μπορεί να βαστήξει,
θεωρητικά, και τέσσερα, και πέντε, και περισσότερα έτη – ανάλογα με το
Πρωτοδικείο και το Εφετείο.
Κι αν σου πάρει πρόωρη σύνταξη ο Εφέτης που θα χρεωθεί τον
φάκελο, και γίνει καμιά οίκοθεν ανασυζήτηση …
Η προηγούμενη μορφή της παρ. 1, όπως αντικαταστάθηκε με τον
Ν.2721/1999, ήταν η εξής:
1. Αν η απόφαση διέταξε να αποδοθεί ή να παραδοθεί τέκνο, ο
δικαστικός επιμελητής, συνοδευόμενος από όργανο της Κοινωνικής
Υπηρεσίας, αφαιρεί το τέκνο και το παραδίδει στο πρόσωπό που ορίζει η
απόφαση. Αν το τέκνο δεν βρεθεί, εφαρμόζονται οι διατάξεις των
άρθρων 861 έως 866".
Η αρχική μορφή, του Π.Δ. 503/1985, είχε ως εξής:
1.Αν η απόφαση διέταξε να αποδοθεί ή να παραδοθεί τέκνο, ο
δικαστικός επιμελητής αφαιρεί το τέκνο και το παραδίδει στο πρόσωπο
που ορίζει η απόφαση. Αν το τέκνο δεν βρεθεί, εφαρμόζονται οι
διατάξεις των άρθρων 861 έως 866.
Πρόκειται, συνεπώς, για σύστημα αναγκαστικής εκτέλεσης έμμεσο, βεβαιότατα
αναποτελεσματικό – ιδίως όσον αφορά την «επικοινωνία», αλλά και την αναγκαστική
εκτέλεση, αφού, ένας άνθρωπος που είναι αποφασισμένος να κρατήσει το παιδί του,
μπορεί να παρελκύσει σε μεγάλο βαθμό την διαδικασία – μέχρι το παιδί να πάει
φαντάρος (αν είναι αγόρι).
Για σύγκριση, σας μεταφέρω την αντίστοιχη ρύθμιση του Φινλανδικού νόμου για
την Επιμέλεια και Επικοινωνία με τα παιδιά (όπως μεταφέρεται στην απόφαση του
ΕΔΔΑ Hokkanen κατά της Φινλανδίας 23/9/1994):
Πριν να αποφασίσει επί αιτήσεως για αναγκαστική εκτέλεση η οποία
διασφαλίζει δικαιώματα επιμέλειας ή επικοινωνίας προς ένα παιδί, ο
Επικεφαλής Αναγκαστικής Εκτέλεσης (Executor in Chief) θα ορίσει έναν
μεσολαβητή, ο οποίος θα προσπαθήσει να πείσει το πρόσωπο που κρατά
το παιδί, να συμφωνήσει στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών του, υπό την
απόφαση. Δεν χρειάζεται ορισμός διαμεσολαβητή, εάν είναι σαφές ότι η
διαμεσολάβηση θα αποτύχει ή εάν, για σοβαρούς λόγους, η αναγκαστική
εκτέλεση θα πρέπει να λάβει αμέσως χώραν.
Ο Επικεφαλής Αναγκαστικής Εκτέλεσης μπορεί να διατάξει την
αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης, υπό την ποινή διοικητικού
προστίμου, ή να διατάξει τον Δικαστικό Επιμελητή να αφαιρέσει το παιδί.
Εάν το παιδί είναι άνω των δώδεκα χρονών, δεν θα εκτελείται
αναγκαστικά καμία απόφαση ενάντια στην θέλησή του. Το ίδιο ισχύει και
εάν ένα παιδί κάτω των δώδεκα χρονών είναι αναπτυγμένο σε βαθμό που
θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η θέλησή του.
44
Μια απόφαση που αρνείται την αναγκαστική εκτέλεση μις απόφασης
θα πρέπει να αιτιολογείται με βάση σοβαρούς λόγους, που επιβάλλουν την
άρνηση. Στην περίπτωση αυτή, θα ενημερώνεται το γραφείο Κοινωνικής
Πρόνοιας (Social Welfare) της κοινότητας της διαμονής του παιδιού.
Εάν το παιδί βρίσκεται στην φροντίδα άλλου προσώπου, από τον
ασκούντα την επιμέλειά του ή δικαίωμα επικοινωνίας, ή οποιοδήποτε άλλο
νόμιμο δικαίωμα να κρατήσει το παιδί, ο Επικεφαλής της Εκτέλεσης, εάν
ζητηθί, θα λάβει μέτρα για να παραδοθεί το παιδί στον έχοντα την
επιμέλειά του, ακόμα κι αν δεν υπάρχει δικαστική απόφαση που να τον
υποχρεώνει προς τούτο.
Πρόκειται για σύστημα το οποίο, κατά την εκτίμησή μου, είναι πολύ
τελειότερο από το δικό μας. Και μ’ όλο αυτό το σύστημα, οι Φινλανδοί
εκτέθηκαν με μια καταδίκη τους για ανεπαρκή εφαρμογή του, στην
υπόθεση Hokkanen κατά της Φινλανδίας της 23/9/1994, της οποίας, θα
μου επιτρέψετε να αναφέρω περιληπτικά το αντικείμενο.
Ο Hokkanen προσέφυγε ως πατέρας της κόρης του, την οποία είχαν
αρπάξει οι εκ μητρός παππούδες, και την είχαν κρατήσει επί επτά χρόνια
– κατά τον χρόνο της προσφυγής – παραβιάζοντας κάθε εσωτερική
απόφαση των δικαστηρίων, και πετυχαίνοντας κάθε είδους αναστολή των
αποφάσεων που διέτασσαν την επιστροφή του κοριτσιού – όταν δεν είχαν
αναστολή, απλώς έκρυβαν το κορίτσι – χωρίς να του επιτρέπουν ούτε
επικοινωνία μαζί της.
Η μητέρα του κοριτσιού είχε αυτοκτονήσει, όταν το κορίτσι ήταν δύο
χρονών. Ο πατέρας έδωσε για λίγο το παιδί στους εκ μητρός παππούδες,
οι οποίοι και την κράτησαν, αρνούμενοι να την παραδώσουν. Αποφάσεις
επί αποφάσεων εκδόθηκαν, αλλά καμία τους δεν εκτελέστηκε, αφού,
διαρκώς, η εκτέλεσή τους αναστελλόταν, με αιτήσεις των παππούδων. Σ’
ένα μικρό διάστημα, που οι αποφάσεις δεν είχαν ανασταλεί, οι
παππούδες έκρυψαν το κορίτσι. Μόλις ξαναανεστάλη η εκτέλεση των
δικαστικών αποφάσεων, το εμφάνισαν. Όλες, δε, τις αποφάσεις που
έδιναν επικοινωνία στον πατέρα, τις αγνόησαν. Κρατώντας αυτήν την
τακτική επί πέντε χρόνια, και βεβαίως αποξενώνοντας το κορίτσι από τον
πατέρα του, κατάφεραν να αποσπάσουν την βεβαίωση ενός ψυχιάτρου,
όταν το κορίτσι ήταν οκτώ χρονών, ότι είχε ωριμότητα δωδεκάχρονης,
και συνεπώς δεν μπορούσε να δοθεί στον πατέρα της με αναγκαστική
εκτέλεση. Έτσι, ο Χοκκάνεν έχασε το κορίτσι του, για πάντα.
Tale quale είναι και η υπόθεση Anamalachioai κατά της Ρουμανίας,
της 26/5/2009, όπου πάλι οι δράστες της απόσπασης του παιδιού του
προσφεύγοντα ήταν οι εκ μητρός παππούδες του, οι οποίοι κράτησαν με
το «έτσι θέλω» το παιδί, όταν πέθανε η κόρη τους, απαγορεύοντας στον
πατέρα κάθε επικοινωνία μαζί του, και αποξενώνοντάς το συστηματικά.
45
Μεταξύ των δύο υποθέσεων διαφέρει, θα’ λεγα, το στυλ: Ενώ η
Φινλανδία έμπλεξε με τον υπερβολικό πολιτισμό της, την γραφειοκρατία,
την υπερβολική μέριμνά της «και τούτο ποιείν, κακείνο μη αφιέναι»,
στην Ρουμανία είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε: οι παππούδες
συγκεντρώνουν όλο το χωριό σε διαδηλώσεις, εμφανώς δωροδοκούν
τους δικαστικούς επιμελητές, οι οποίοι, όταν πάνε να πάρουν το παιδί με
τον πατέρα, ειδοποιούν τους γονείς να το κρύψουν ενώ, όταν ο πατέρας –
αστυνομικός το επάγγελμα – προσπαθεί να το πάρει από τον δρόμο,
τρώει το ξύλο της χρονιάς του.
Η υπόθεση Hokkanen αποτελεί σημείο αναφοράς όλης της
μεταγενέστερης νομολογίας του ΕΔΔΑ, στις οικογενειακές υποθέσεις.
Περιλαμβανομένης, μεταξύ άλλων, και της καθ’ ημών απόφασης
Κοσμοπούλου κατά της Ελλάδας, της 5/2/2004.
Ωστόσο, αυτό που προκαλεί θλίψη στον Έλληνα μελετητή των
αποφάσεων αυτών, είναι – αν φτάσει στις «Αποφάσεις Επίλυσης», αν
έτσι μεταφραστούν οι αντίστοιχες Resolution.
Οι Φινλανδοί, όπως προκύπτει από την Resolution – απόφαση
Επίλυσης – της απόφασης Hokkanen της 15/11/1996, μόλις βγήκε η
απόφαση Hokkanen, έσπευσαν να την δημοσιεύσουν, να την περιλάβουν
με εγκυκλίους προς τα δικαστήρια και τις κοινωνικές υπηρεσίες, να την
διδάξουν στα πανεπιστήμια, και να τροποποιήσουν τον νόμο τους, ώστε
να γίνει πιο αποτελεσματικός.
Στην απόφαση Kosmopoulou, καμιά Resolution δεν κυκλοφορεί στην
ιστοσελίδα του ΕΔΔΑ. Φυσικώ τω λόγω: ημείς οι Έλληνες, όταν
εκδόθηκε η απόφαση αυτή, όχι μόνο παρεξηγηθήκαμε με το Δικαστήριο,
όχι μόνο σπεύσαμε να την αντικρούσουμε «επιστημονικά», και να
μυκτηρίσουμε το ΕΔΔΑ που την εξέδωσε, αλλά και αγνοήσαμε παντελώς
το σε τι αφορούσε.
Όσο για το «σε τι αφορούσε» η απόφαση Κοσμοπούλου, θα
αναφερθώ, κι εδώ, στο αντικείμενό της.
Προσφεύγουσα, εδώ, είναι η μητέρα, η οποία αποξενώνεται από την
κόρη της. Προσφεύγει στον Εισαγγελέα Ανηλίκων. Ο Εισαγγελέας
Ανηλίκων στέλνει τα μέρη για εξέταση στο «Αγία Σοφία». Το «Αγία
Σοφία» βγάζει μια γνωμάτευση, ότι είναι προς το συμφέρον του παιδιού
να έχει σχέση με την μητέρα. Η γνωμάτευση αυτή καταχωνιάζεται, με
την επίκληση των «προσωπικών δεδομένων», ως «κρατικό μυστικό»,
τόσο από το «Αγία Σοφία», όσο και από την Εισαγγελέα Ανηλίκων. Η
μητέρα, την ανακαλύπτει τρία χρόνια μετά την έκδοσή της.
Και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δηλώνει «εντυπωσιασμένο», από την
ανεκδιήγητη αυτή ανοργανωσιά, η οποία είχε ως αποτέλεσμα – ή πάντως
46
συνέβαλε αποφασιστικά – στην οριστική αποξένωση της Κοσμοπούλου
από την μητέρα της.
Παράγραφος 48: Δικαστήριο βρίσκει εντυπωσιακό (striking), το ότι
δεν ελήφθη κανένα παραπέρα μέτρο από τις αρμόδιες αρχές, παρά το
γεγονός ότι ο ψυχίατρος που είχε εξετάσει τους γονείς και το παιδί είχε
ρητά επισημάνει στην αναφορά του ότι το παιδί υπέφερε από ψυχολογικά
προβλήματα και είχε συστήσει κανονική επικοινωνία με την μητέρα …
Το Δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι η αναφορά που ετοιμάστηκε από
το Ψυχιατρικό Τμήμα του Παίδων στις 25/6/1998 δεν παραδόθηκε στην
προσφεύγουσα παρά στις 22 Φεβρουαρίου 2002, δηλαδή τρισήμιση
χρόνια αργότερα…».
Για τον νομικό της πράξης των Ελληνικών δικαστηρίων, αυτό που
εντυπωσιάζει, είναι όχι πώς καταδικαστήκαμε στην υπόθεση
Κοσμοπούλου, αλλά πώς και δεν είχαμε αποφάσεις σαν την
Κοσμοπούλου, ανάλογες με εκείνες που έχει, λ.χ., η Ιταλία για
καθυστερήσεις στις δίκες, δηλαδή ΠΟΛΛΕΣ καταδικαστικές αποφάσεις.
Γιατί, αυτό το οποίο συμβαίνει στην Ελληνική πραγματικότητα, είναι
το εξής:
Η Πολιτική Δικονομία είναι οργανωμένη με τελείως ανεπαρκή τρόπο,
αφού, κατ’ ουσίαν, κανένα ρεαλιστικό τρόπο αναγκαστικής εκτέλεσης
δικαστικών αποφάσεων δεν παρέχει. Σπεύδω να επισημάνω ότι, πιο ορθό
θα ήταν νομικά, να εφαρμόζεται το άρθρο 946 ΚΠολΔ, παρά το άρθρο
947 ΚΠολΔ. Η «παράδοση» του παιδιού, ή η «παράδοσή του για
επικοινωνία», δεν μπορεί να γίνει, παρά με αυτοπρόσωπη ενέργεια του
γονιού. Το ίδιο γίνεται και όταν, λ.χ., διατάσσεται παιδοψυχιατρική
εξέταση, με την απειλή των ποινών του άρθρου 947 ΚΠολΔ. Δηλαδή με
την απειλή ποινών που θα επιβληθούν – αν επιβληθούν – σε πέντε χρόνια
από το γεγονός (όταν το παιδί θα’ χει πάει φαντάρος, αν είναι αγόρι).
Στην απόφαση 1262/2009 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας
(κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων), γίνεται αυτό ακριβώς
το λάθος: ενώ η μητέρα υποχρεώνεται να φέρει το παιδί για
παιδοψυχιατρική εξέταση, δηλαδή σε πράξη που η ίδια αυτοπροσώπως
πρέπει να εκτελέσει, εφαρμόζεται, αντί για το άρθρο 946, το 947. Η
απόφαση – ενόψει και της πλήρους αναποτελεσματικότητας της
Εισαγγελίας Πρωτοδικών Χαλκίδας – έμεινε, προς δόξαν της Ελληνικής
Δικαιοσύνης, ανεκτέλεστη, και ο πατέρας κατέληξε στην Υπομονάδα
(εμφραγμάτων) του «Γεννηματάς».
* * *
47
Κατ’ ουσίαν, ο νομοθέτης της πολιτικής δικονομίας, έχει παραιτηθεί
από κάθε προσπάθεια να καταστήσει τις αποφάσεις επιμέλειας ή
επικοινωνίας εκτελέσιμες.
Το κενό καλείται να καλύψει ένας τελείως ξένος μηχανισμός, η
ποινική δικονομία, με τον ποινικό κώδικα, είτε μέσω του άρθρου 232 Α
(παραβίαση δικαστικής απόφασης), όταν πρόκειται για απόφαση
επικοινωνίας, είτε μέσω του άρθρου 324, της «αρπαγής ανηλίκου από
ανιόντα», όταν πρόκειται για απόφαση επιμέλειας, οι οποίες θα
μπορούσαν να εκτελεστούν πιο γρήγορα, μέσω και τον μηχανισμό του
αυτοφώρου.
Και στο σημείο αυτό, οι μηχανισμοί εκτέλεσης – αστυνομίες,
εισαγγελείς – «πειράζουν», κάπως, το σύστημα κατά την εκτέλεσή του:
οι μηνύσεις του άρθρου 324 Π.Κ. «τρέχουν» κανονικά στο αυτόφωρο,
και οι αποφάσεις της επιμέλειας εφαρμόζονται με τον εξής τρόπο: οι
αστυνομικοί βρίσκουν τον «άρπαγα» γονιό, τον συλλαμβάνουν, και
καλείται ο άλλος γονιός να παραλάβει το παιδί. Οι μηνύσεις του άρθρου
232 Α Π.Κ., πετιώνται στον κάλαθο των αχρήστων. Οι αστυνομικοί
αρνούνται να εφαρμόσουν την αυτόφωρη διαδικασία, κι όταν την
εφαρμόζουν ο Εισαγγελέας δεν κρατεί τον παραβάτη, αλλά τον στέλνει
στο σπίτι του, και συνεπώς, αν υποτεθεί ότι η διαδικασία του
«αυτοφώρου» αποκαθιστά μια κάποια ισότητα μεταξύ δικαίων και
αδίκων, το γεγονός αυτό διορθώνεται κατά την εφαρμογή. ΚΑΜΜΙΑ
ισότητα. Θα βάλεις μέσα αυτόν που έχει την επιμέλεια του παιδιού;
* * *
Ωστόσο, το σύστημα – ο Θεός να το κάνει «σύστημα» - των
μηχανισμών που «παρακολουθούν» την «αναγκαστική εκτέλεση»
αποφάσεων, δεν εξαντλείται στο Πρωτοδικείο και την Εισαγγελία:
συμπληρώνεται με τα δημόσια ψυχιατρεία, ή τα ιδρύματα, τέλος πάντων,
καθώς και με τις κοινωνικές υπηρεσίες.
Ουσιαστική «καρδιά» της υπόθεσης, αφανές κέντρο της διεύθυνσης
της υπόθεσης, είναι συχνά, κάποιο παιδοψυχιατρικό κέντρο.
Από την δικαστική πρακτική θα σας αναφέρω την ιστορία ενός
Τριμελούς Αυτοφώρου, που δίκαζε μια υπόθεση «αρπαγής ανηλίκου»,
που, όταν δημιουργιόταν αμφιβολία για το τι στάση κρατούσε το «Αγία
Σοφία» στην υπόθεση, κατέβαινε από την έδρα, προκειμένου ο
Εισαγγελέας της έδρας να επικοινωνήσει με τον Εισαγγελέα ανηλίκων, ο
τελευταίος να πάρει (στο «κόκκινο τηλέφωνο») το «Αγία Σοφία», να
υπαγορεύει το «Αγία Σοφία» την στάση του, και να ξανανέβει το
δικαστήριο στην έδρα, ενημερωμένο – εκτός αυτής – από τον
Εισαγγελέα, για να δικάσει.
48
Η πιο γνωστή υπόθεση «ανοιχτής γραμμής» μεταξύ Εισαγγελέα και
του Παίδων «Αγία Σοφία» είναι εκείνη όπου, με προφορικές εντολές της
Εισαγγελίας, οι γιατροί του «Αγία Σοφία» φυλάκισαν στο Νοσοκομείο
ένα εντεκάχρονο κορίτσι, επειδή δεν δεχόταν να πάει με την μητέρα του,
αλλά ζητούσε να πάει με τον πατέρα του. Για την υπόθεση αυτή, έχει
εκδοθεί ΈΚΘΕΣΗ Σώματος Επιθεωρητών Υγείας και Πρόνοιας, η οποία
αποδίδει πειθαρχικές ευθύνες στους γιατρούς, για «μεροληπτική» κρίση,
επειδή ΣΕ ΚΑΜΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΟΥΣ δεν έγραψαν το στοιχειώδες: την
έντονη αντίδραση του παιδιού για την μητέρα του, και την επιθυμία του
να παραμείνει για τον πατέρα του.
Πέρα από την ειδική και ακραία αυτή περίπτωση, όμως, αυτό που θα
πρέπει να επισημανθεί είναι το εξής:
- Στην υπό ευρεία εννοία «εκτέλεση» των δικαστικών αποφάσεων
που αφορούν ζητήματα επιμέλειας και επικοινωνίας,
εμπλέκονται τρεις φορείς:
(i) η πολιτική δικαιοσύνη, με τον δικαστή, τον γραμματέα, τον
δικαστικό επιμελητή…
(ii) η ποινική δικαιοσύνη – κυρίως δια του Εισαγγελέως, είτε ως
εισαγγελέως ανηλίκων, είτε ως εισαγγελέως ενδοοικογενειακής
βίας, είτε ως εισαγγελέως ποινικής δίωξης, ή υπηρεσίας,
ενδεχομένως και δια του ποινικού δικαστηρίου.
(iii) η ιατρική ή κοινωνική υπηρεσία.
Αυτό που χαρακτηρίζει το Σύστημα – ο Θεός να το κάνει Σύστημα –
είναι η πλήρης έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ των μηχανισμών αυτών.
Ως δικηγόρος μπορώ να μαρτυρήσω, για την – κατά κανόνα –
εχθρική στάση του Εισαγγελέα Ανηλίκων (κάθε Εισαγγελέα Ανηλίκων)
απέναντι στους δικηγόρους. Η στάση του Εισαγγελέα Ανηλίκων,
χαρακτηρίζεται από αρνητισμό, ο οποίος είναι αρνητισμός να εμπλακεί ο
εισαγγελέας, στον μεγάλο όγκο των οικογενειακών διαφορών. Γι’ αυτό,
το 1532 παρ. 3 Α.Κ., που δίνει στον Εισαγγελέα το δικαίωμα να πάρει
ασφαλιστικά μέτρα, έχει μείνει ουσιαστικά ανεφάρμοστο.
Γραφική είναι, εξάλλου, η σύγχυση αρμοδιοτήτων μεταξύ του
Εισαγγελέα και του Προέδρου Πρωτοδικών, σε επείγουσες υποθέσεις
που αφορούν παιδιά.
Αυτό που είναι ακόμα χειρότερο, είναι – πέρα από το ανεκδιήγητο
επίπεδο και το απαράδεκτο ήθος, ιδίως ορισμένων παιδοψυχιάτρων
δημοσίων ιδρυμάτων – η πλήρης άρνηση των ΙΑΤΡΩΝ που εμπλέκονται
στην υπόθεση, να δεχτούν, ή να συνομιλήσουν με δικηγόρους.
49
Πρόκειται για κατάσταση οξύμωρη: ο γονιός που θα φτάσει σε
κάποιο δημόσιο – κατ’ ανάγκην – ίδρυμα, με εντολή κάποιου εισαγγελέα
ή κάποιου δικαστηρίου, είναι «διάδικος μέχρι το κόκκαλο». Η ιδιότητα
του διαδίκου τον έχει διαποτίσει βαθύτατα, και καθορίζει κάθε στοιχείο
της συμπεριφοράς του, και τον τρόπο που ακούει κάθε τι. Τα
«ευχολόγια» των ιατρών, ότι «για μας δεν είστε διάδικοι, είστε γονείς»,
και «αφήστε την αντιδικία και κοιτάξτε το παιδί σας» είναι άνευ
αντικρύσματος. Οι άνθρωποι έχουν βιώσει έντονα την παρέμβαση του
ενός στο δικαίωμα του άλλου, ο ένας από τους δυο έχει δει το παιδί του
να του το αποξενώνει ο άλλος, έχει θιγεί βαθύτατα το αίσθημα της
δικαιοσύνης τους, από την δικαστική ή εισαγγελική παρέμβαση, και
ΕΧΟΥΝ ΔΙΚΙΟ.
Αυτά δεν έχουν να κάνουν τίποτα με την «οικογενειακή θεραπεία»
που επιμένουν να εφαρμόζουν ορισμένοι γιατροί σε περιπτώσεις
αντιδικούντων γονέων, οι οποίοι έχουν αχθεί περίπου υποχρεωτικά
ενώπιόν τους, και η οποία θυμίζει την διαβόητη «ασπιρίνη» που
συνταγογραφούσαν οι γιατροί των φυλακών της Χούντας, σε
κρατούμενους οι οποίοι ολημερίς βασανίζονταν φρικτά.
* * *
Όταν, στην Ελληνική έννομη τάξη, μιλάμε για «εκτέλεση» (ας
αφήσουμε το «αναγκαστική»), δικαστικών αποφάσεων, που αφορούν την
επικοινωνία και την επιμέλεια παιδιών, αναφερόμαστε στην
συνδυασμένη συμπεριφορά της «τρόικας» των τριών αυτών μηχανισμών.
Και αυτό, το οποίο θα παρατηρήσει κανείς ΑΜΕΣΩΣ είναι η
ΠΛΗΡΗΣ έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ τους.
* * *
Και εκεί που, συστηματικά, το σύστημα παρουσιάζει κενά που
μπορούν να καταπιούν ολόκληρες οικογένειες, αναπτύσσει αυτοσχέδιους
μηχανισμούς για να επιβάλλει στοιχειωδώς τις επιλογές του.
Έτσι, φτάνουμε σε παραδείγματα αναγκαστικής εκτέλεσης «αλλά
Ελληνικά», σε αστυνομικό τμήμα της Κατερίνης: το πεντάχρονο αγόρι,
μετά την επικοινωνία με τον πατέρα του, αντιδρά στην επιστροφή στην
μητέρα του, η μητέρα καταθέτει μήνυση για «αρπαγή ανηλίκου», ο
πατέρας πάει στην αστυνομία να εξηγήσει την κατάσταση, η
Εισαγγελέας, από το γραφείο της, διατάσσει την σύλληψή του, συγγενείς
του πατέρα φέρνουν το παιδί, το οποίο κρύβεται κάτω από τα καθίσματα
του αυτοκινήτου και ουρλιάζει, το αρπάζει η μάνα του, ξέψυχο, και
φεύγει, και μετά η Εισαγγελέας, από το γραφείο της, διατάσσει να
αφήσουν τον πατέρα: η «απόφαση», έστω και ανορθόδοξα, εκτελέστηκε
αναγκαστικά.
50
[Ηχογράφηση από Α.Τ. Κατερίνης]
Πίσω από την σχιζοφρένεια τέτοιων «αναγκαστικών εκτελέσεων»,
υποφώσκει μια συστηματική σχιζοφρένεια. Θα την περιέγραφα και από
την άποψη των νευροεπιστημών: πρόκειται για λοβοτομή: πλήρη έλλειψη
επικοινωνίας μεταξύ των δύο – τριών, εν προκειμένω – «ημισφαιρίων»
του εγκεφάλου μιας «αναγκαστικής εκτέλεσης» της προκοπής: του
δικαστή, ως τελικού κριτή της υπόθεσης, του εισαγγελέα – ή κάποιου
αντίστοιχου – ως αυτεπάγγελτου ερευνητή και κινούντος την διαδικασία
– και των ψυχολογικών, κοινωνικών και λοιπών συναφών υπηρεσιών,
χωρίς τις οποίες – ΟΡΓΑΝΙΚΑ ενταγμένες στο σύστημα – δεν μπορούμε
να μιλάμε για στοιχειώδη δυνατότητα παρέμβασης σ’ αυτήν την
θεωρουμένη «ευαίσθητη» κατηγορία υποθέσεων.
* * *
Πού «κολλάει» το υφιστάμενο σύστημα; Στην «τεμπελιά» του
νομοθέτη – και όλου του δικαιοδοτικού μηχανισμού της Χώρας. Στην
αυταπάτη ότι, σε έναν Αστικό Κώδικα του οποίου το κύριο αντικείμενο
είναι οι περιουσιακές διαφορές – και όπου το οικογενειακό δίκαιο, με
εξαίρεση ελαχίστων διατάξεων περιουσιακής φύσεως, αποτελεί ιδιότυπο
και σχεδόν ξένο σώμα – και σε μια Πολιτική Δικονομία η οποία είναι
ειδικευμένη στις ιδιωτικές – περιουσιακές, κατά κύριο λόγο – διαφορές,
θα φτιάξουμε ένα ικανοποιητικό και σύγχρονο σύστημα, με το να
«πειράζουμε» διαρκώς το άρθρο 681 Γ ΚΠολΔ, ή να ψάχνουμε μια
ρύθμιση, η οποία, αν ενσωματωθεί στις υπόλοιπες, θα κάνει όλο το
σύστημα να λειτουργήσει.
Τι θα είχε να προτείνει κανείς: ένα σύστημα όπου μια σειρά
υπηρεσιών, που θα περιλάμβαναν τον δικαστή, τον εισαγγελέα, τον
ψυχολόγο, τον κοινωνικό λειτουργό, τον δικαστικό επιμελητή, τον
αστυνόμο, τον διαμεσολαβητή, τον συνήγορο του ανηλίκου, οι οποίοι θα
έκριναν με βάση ειδικούς και αρκούντως λεπτομερείς κανόνες,
λειτουργώντας ΣΕ ΕΝΑ ΚΤΙΡΙΟ, με σαφείς ρόλους, και σαφή
πρωτόκολλα, διαδικασίες και σχέσεις μεταξύ τους.
Αν το σύστημα αυτό λειτουργούσε ορθά, δεν θα μιλούσαμε, καν, για
«αναγκαστική εκτέλεση», παρά – όπως προειδοποιήσαμε – σε
ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΕΣ περιπτώσεις.
Θα μιλούσαμε για έναν πετυχημένο μηχανισμό «εξαγωγής» της
έννομης τάξης ως κοινωνικής τάξης.
Τότε, η έννομη τάξη θα έχει επιτύχει τον προορισμό της.
51

http://www.patrotis.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΕΠΙΠΛΑ ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΓΟΥΣΤΟ