..Είμαι σίγουρος πως έχεις λησμονήσει κείνη τη νύχτα, πάνω στο κατάστρωμα του «Cyrenia», δίπλα στο φανάρι του Μινικόι. Φορούσες τη νύχτα. Το πορφυρό φόρεμά σου σερνόταν κουρέλι στα πόδια σου, τα λιανά σου πόδια με τα πέδιλα των Φοινίκων. Το κλώτσησες και χάθηκε στο πράσινο κρουζέτο, πίσω από τη βάρκα. Σαλεύει μονάχα του ματιού σου το πράσινο.
- Φόρεσε το ρούχο σου. Σκεπάσου. Παρακαλώ σε φόρεσέ το.
- Φόρεσε το ρούχο σου. Σκεπάσου. Παρακαλώ σε φόρεσέ το.
- Το παίρνει ο μουσώνας. Δε βλέπεις;
- Είσαι σα γυμνή λεπίδα κινέζικη.
- Θέλω τη θήκη μου.
Ιουδήθ!... Ολα τα πράματα έχουνε δική τους μυρωδιά.
Οι άνθρωποι δεν έχουν. Την κλέβουν από τα πράματα. Τα κόκκινα μαλλιά σου μυρίζουν σαν το αμπάρι της Πίντα, όταν γύριζε από το πρώτο ταξίδι. Στενοί δρόμοι του Γκέττο... Streets are not safe at night. Avoid all saloons. Chagall: Ο Αρχιραβίνος.
- Ατζαμή ! Φίλησέ με.
- Μιαν άλλη φορά. Οταν ξαναβρώ τη γεύση μου.
- Την έχασες; Πού;
- Στο Barbados... Στην άμμο. Την ξέχασα στα χείλια μιας μαύρης.
- Καλά. Δάγκασέ με μονάχα. Να πονέσω.
- Δεν έχω δόντια. Τ' άφησα σ' ένα μάγκος άγουρο, εδώ πέρα, αντίκρυ στο Cochin.
- Χάιδεψε.
- Ιουδήθ... Με τι χέρια... έχασα την αφή μου πάνω στο ξεβαμμένο μεταξωτό μιας πολυθρόνας, σ' ένα σπίτι στο Ικίκι... Εκεί ανάμεσα... Μαζί κι ένα ζαφείρι... ένα μεγάλο ζαφείρι.
- Τότε κοίταξέ με στα μάτια. Γιατί τα κρατάς καρφωμένα χάμω; Κοίταξε με, λοιπόν.
- Δεν είναι τα δικά μου. Εκείνα τα φορά ένας γέρος ζητιάνος, στο Βόλο. Τ' αλλάξαμε.
- Κοίταξέ με με τα δικά του.
- Ηταν τυφλός. Τον βαστούσε ένα κορίτσι από το χέρι.
- Ασε με να σε βαστάξω κι εγώ από το χέρι.
- Ναι.
- Πάμε. Κρυώνω.
- Στάσου, να σου πω ένα παραμύθι.
- Δε θέλω... Πάμε.
- Κάνει ζέστη μέσα. Ο ανεμιστήρας έχει χαλάσει. Βρωμάει σα φαρμακείο. Είναι κάτι λερωμένα σεντόνια. Μια βρώμικη λεκάνη. Ένας σκορπιός που τρέχει στους τοίχους. Φοβάμαι...
- Το σκορπιό;
- Εσένα.http://mavrosgatos.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου