ΑΠ 1910/2005
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Διάσταση γονέων - Ανήλικα τέκνα - Γονική μέριμνα - Επιμέλεια ανήλικου τέκνου - Συμφέρον τέκνου - Αρχή ισότητας γονέων στο δικαίωμα επιμέλειας των τέκνων τους - Αναίρεση για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου - Αναίρεση για έλλειψη νόμιμης βάσης -.
Βασικό κριτήριο για την ανάθεση της γονικής μέριμνας και ειδικότερα της επιμέλειας των ανήλικων τέκνων στον ένα από τους γονείς τους είναι το συμφέρον του τέκνου. Η ανάθεση της επιμέλειας στον ένα από τους γονείς, εκ λόγων αναγομένων στο συμφέρον του τέκνου, αποτελεί παρέκκλιση από την αρχή της ισότητας των γονέων στο λειτουργικό τούτο δικαίωμά τους το οποίο τίθεται υπό δικαστική ρύθμιση, παραβιάζονται δε και η αρχή αυτή και οι βασικοί κανόνες διαπαιδαγώγησης, που στηρίζονται στα πορίσματα της παιδικής ψυχολογίας προς βλάβη του ανηλίκου, ενώ παράλληλα δυσχεραίνεται και η ρυθμιστική επέμβαση του δικαστηρίου όταν το τέκνο περιάγεται σε στάση αρνήσεως ή αντιπάθειας έναντι του ετέρου των γονέων από πράξεις ή παραλείψεις εκείνου που έχει την επιμέλειά του. Εξάλλου, το συμφέρον του τέκνου συνιστά αόριστη νομική έννοια με αξιολογικό περιεχόμενο, το οποίο εξειδικεύεται από το ουσιαστικό δικαστήριο. Γι΄ αυτό η κρίση του ως προς το αν, ενόψει των περιστάσεων που δέχθηκε, για την ύπαρξη των οποίων κρίνει ανέλεγκτα, εξυπηρετείται το συμφέρον του τέκνου, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο. Αν η απόφαση περιέχει κρίση για την εξυπηρέτηση του συμφέροντος του τέκνου, πλην όμως αυτή είναι εσφαλμένη, δημιουργείται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔικ. Αν η απόφαση δεν έχει ως προς τούτο καθόλου αιτιολογίες ή έχει ανεπαρκείς, ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες υπόκειται σε αναίρεση κατ΄ άρθρο 559 αριθ. 19 ΚπολΔικ.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αριθμός 1910/2005
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Στυλιανό Πατεράκη, Αντιπρόεδρο, Στέφανο Γαβρά, Δημήτριο Λοβέρδο, Ρένα Ασημακοπούλου και Διονύσιο Γιαννακόπουλο, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 23 Νοεμβρίου 2005, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας:Γ Ρ του Κ, κατοίκου Αθηνών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σταύρου Τσακυράκη.
Του αναιρεσιβλήτου: Κ Μ του Χ, κατοίκου Ελάτειας Φθιώτιδος, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Ορφανό.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 12-7-2001 και 4-10-2001 αγωγές των ανωτέρω διαδίκων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λεβαδείας και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 57/2002,25/2003 μη οριστικές, 79/2003 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 41/2004 μη οριστική, 14/2005 οριστική του Εφετείου Λαμίας. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητά η αναιρεσείουσα με την από 12-7-2005 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Λοβέρδος ανέγνωσε την από 25-10-2005 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνουν δεκτοί οι λόγοι αναιρέσεως πρώτος και δεύτερος, καθώς και ο κατ΄ άρθρο 562 παρ.4 Κ.Πολ.Δ λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ.19 Κ.Πολ.Δ και να απορριφθούν οι λοιποί λόγοι αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 1511, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1510, 1512 – 1514 ΑΚ, προκύπτει ότι βασικό κριτήριο για την ανάθεση της γονικής μέριμνας και ειδικότερα της επιμέλειας των ανήλικων τέκνων στον ένα από τους γονείς τους είναι το συμφέρον του τέκνου. Το συμφέρον του τέκνου λαμβάνεται υπό ευρεία έννοια, προς διαπίστωση δε της συνδρομής του εξετάζονται πάντα τα επωφελή και πρόσφορα για τον ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις. Ουσιώδους σημασίας είναι και η επισημαινόμενη στο νόμο ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του και η περί αυτού ρητώς εκφραζόμενη προτίμησή του, την οποία συνεκτιμά το δικαστήριο ύστερα και από τη στάθμιση του βαθμού της ωριμότητάς του. Με δεδομένη την ύπαρξη του εν λόγω δεσμού του τέκνου προς το συγκεκριμένο γονέα αυτός θεωρείται ότι έχει τη δυνατότητα αποτελεσματικότερης διαπαιδαγώγησης προς όφελος του ανηλίκου και επομένως ότι είναι ο πλέον κατάλληλος για την επιμέλειά του’ όμως υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο ιδιαίτερος αυτός δεσμός του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του έχει αναπτυχθεί φυσιολογικά και αβίαστα, ως ψυχική στάση, η οποία είναι προϊόν της ελεύθερης και ανεπηρέαστης επιλογής του ανηλίκου που έχει τη στοιχειώδη ικανότητα διακρίσεως. Πρέπει να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη ότι ο ανήλικος, που έχει ακόμη ατελή την ψυχοπνευματική ανάπτυξη και την προσωπικότητά του υπό διαμόρφωση, υπόκειται ευχερώς σε επιδράσεις και υποβολές των γονέων ή άλλων, οι οποίες, έστω και χωρίς επίγνωση γενόμενες, οδηγούν ασφαλώς στο σχηματισμό της μονομερούς διαμόρφωσης και προτίμησης προς τον ένα από τους γονείς, οπότε η προτίμησή του δεν εξυπηρετεί πάντοτε και το αληθές συμφέρον του. Η διάσπαση εξάλλου της έγγαμης συμβίωσης των γονέων, με συνεπακόλουθο και τη διάσπαση της οικογενειακής συνοχής κλονίζει σοβαρώς την ψυχική ισορροπία του τέκνου που αισθάνεται ανασφάλεια και επιζητεί στήριγμα. Οι μεταξύ των συζύγων δημιουργούμενες έντονες αντιθέσεις ενίοτε αποκλείουν κάθε συνεννόηση μεταξύ τους αλλά και σε σχέση με τα τέκνα τους, τα οποία όχι σπανίως χρησιμοποιούνται ως όργανα για την άσκηση παντοειδών πιέσεων και την ικανοποίηση εκδικητικών διαθέσεων. Έτσι, υπό το κράτος της κατάστασης αυτής ο γονέας που αναλαμβάνει την επιμέλεια έχει, κατά την επιταγή του νόμου, πρόσθετα καθήκοντα και αυξημένη την ευθύνη της αντιμετώπισης των ως άνω ειδικών περιστάσεων κατά προέχοντα λόγο, κι αυτό προϋποθέτει την εξασφάλιση στο τέκνο κατάλληλων συνθηκών προσαρμογής. Το αποτέλεσμα όμως αυτό, με γνώμονα πάντοτε το συμφέρον του τέκνου, κάθε άλλο παρά επιτυγχάνεται με την πλήρη αποξένωση του τέκνου από τον άλλο γονέα. Ήδη καθεαυτή η ανάθεση της επιμέλειας στον ένα από τους γονείς, εκ λόγων αναγομένων στο συμφέρον του τέκνου, αποτελεί παρέκκλιση από την αρχή της ισότητας των γονέων στο λειτουργικό τούτο δικαίωμά τους το οποίο τίθεται υπό δικαστική ρύθμιση, παραβιάζονται δε και η αρχή αυτή και οι βασικοί κανόνες διαπαιδαγώγησης, που στηρίζονται στα πορίσματα της παιδικής ψυχολογίας προς βλάβη του ανηλίκου, ενώ παράλληλα δυσχεραίνεται και η ρυθμιστική επέμβαση του δικαστηρίου όταν το τέκνο περιάγεται σε στάση αρνήσεως ή αντιπάθειας έναντι του ετέρου των γονέων από πράξεις ή παραλείψεις εκείνου που έχει την επιμέλειά του. Εξάλλου, το συμφέρον του τέκνου συνιστά αόριστη νομική έννοια με αξιολογικό περιεχόμενο, το οποίο εξειδικεύεται από το ουσιαστικό δικαστήριο. Γι΄ αυτό η κρίση του ως προς το αν, ενόψει των περιστάσεων που δέχθηκε, για την ύπαρξη των οποίων κρίνει ανέλεγκτα, εξυπηρετείται το συμφέρον του τέκνου, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο. Αν η απόφαση περιέχει κρίση για την εξυπηρέτηση του συμφέροντος του τέκνου, πλην όμως αυτή είναι εσφαλμένη, δημιουργείται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔικ. Αν η απόφαση δεν έχει ως προς τούτο καθόλου αιτιολογίες ή έχει ανεπαρκείς, ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες υπόκειται σε αναίρεση κατ΄ άρθρο 559 αριθ. 19 ΚπολΔικ. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη επί πραγμάτων κρίση του, τα εξής: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο στο Ψυχικό Αττικής στις 20.5.1989. Από το γάμο τους απέκτησαν δύο άρρενα τέκνα, το Χ και το Σ – Α, ηλικίας σήμερα 17 και 12 ετών αντίστοιχα. Διέμειναν στα ʼσπρα Σπίτια, παραλίας Διστόμου και εργάζονταν ως εκπαιδευτικοί μέσης εκπαίδευσης σε δημόσια σχολεία της περιοχής. Η έγγαμη συμβίωσή τους όμως δεν εξελίχθηκε ομαλά. Υπήρχαν συνεχείς τριβές και εντάσεις, εξαιτίας ασυμφωνίας τους στην αντιμετώπιση των καθημερινών τους προβλημάτων. Η εναγομένη, για να διασώσει το γάμο τους, εντάχθηκε σε συμβουλευτική ομάδα υποστήριξης στην Αθήνα, απουσιάζουσα συχνά από τη συζυγική οικία και αφήνοντας τη φύλαξη και περιποίηση των τέκνων τους στον ενάγοντα, ο οποίος αρνείτο να ενταχθεί στην ομάδα αυτή και ενοχλείτο από τη συμμετοχή της ενάγουσας σ΄αυτή. Με την πάροδο του χρόνου οι συγκρούσεις μεταξύ τους εντείνονταν με αποκορύφωμα το 2001, οπότε άρχισαν να αλληλομηνύονται και να αλληλοκαταγγέλονται στην αστυνομία με διάφορες αιτιάσεις ο ένας κατά του άλλου. Στις συγκρούσεις αυτές τα ανήλικα τέκνα τους δεν έμεναν αμέτοχα και οι αρνητικές επιπτώσεις στον ψυχισμό τους ήταν αναπόφευκτες. Τελικώς το Μάρτιο 2001 μετά από υπόδειξη ειδικών επιστημόνων του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής η εναγομένη απομακρύνθηκε αυτόβουλα της συζυγικής οικίας και εγκαταστάθηκε στην περιοχή Παπάγου Αττικής στην πατρική της οικία. Ο ενάγων ουδέποτε συγχώρησε την εναγομένη για αυτή την ενέργειά της. Θεώρησε προσχηματική τη στάση της για να δικαιολογήσει την αληθή της πρόθεση να αποστεί της έγγαμης συμβίωσής και όταν μετά τρίμηνο αυτή επέστρεψε στη συζυγική οικία, οι σχέσεις μεταξύ τους χειροτέρεψαν σε τέτοιο βαθμό που η συγκατοίκηση ήταν πλέον αφόρητη. Έτσι, μετά από αίτηση της εναγομένης και με συναίνεση του ενάγοντος, διατάχτηκαν με τις υπ΄αριθ. 414 και 416/2001 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς, ως ασφαλιστικά μέτρα, η μετοίκηση του ενάγοντος από τη συζυγική στέγη, η προσωρινή ανάθεση της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων τους στην εναγομένη και ρυθμίστηκε προσωρινά ο τρόπος επικοινωνίας των ανηλίκων με τον πατέρα τους. Κατόπιν αυτού ο ενάγων εγκαταστάθηκε στην Ελάτεια Φθιώτιδος και η εναγομένη με τα ανήλικα τέκνα της εγκαταστάθηκε στην πατρική της οικία στου Παπάγου Αττικής. Την 1.7.2001 και μέσα στα πλαίσια της επικοινωνίας που διατάχθηκε με την ως άνω δεύτερη απόφαση, ο ενάγων παρέλαβε τα ανήλικα τέκνα του από την εναγομένη, τα οποία αφού διέμειναν μαζί του για ένα μήνα στην Ελάτεια αρνήθηκαν να επιστρέψουν στη μητέρα τους, κατά την παράδοσή τους σ΄αυτή, δηλώνοντας ότι επιθυμούν να παραμείνουν με τον πατέρα τους. Αξιολογώντας τη θέληση των ανηλίκων, την οποία, όπως αναφέρεται στην υπ΄αριθ. 590/2001 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς, υποστήριξαν σθεναρά, το εν λόγω δικαστήριο, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ανακάλεσε την υπ΄ αριθ. 416/2001 απόφασή του και ανέθεσε προσωρινά την επιμέλεια των ανηλίκων στον ενάγοντα. Έκτοτε τα ανήλικα διαμένουν στην Ελάτεια πλησίον του πατέρα τους, παρακολουθούν εκεί τα σχολεία τους, έχουν διαμορφώσει το περιβάλλον τους, είναι ικανοποιημένα από τη φροντίδα και το ενδιαφέρον που επιδεικνύει γι΄αυτά ο πατέρας τους, έχουν αναπτύξει στενό ψυχικό δεσμό μαζί του, δεν είναι διατεθειμένα να αλλάξουν περιβάλλον και για κανένα λόγο δεν θέλουν να διαμείνουν με τη μητέρα τους, καταλογίζοντάς της ότι είναι αδιάφορη γι΄αυτά και ότι τα εγκατέλειψε και αυτό δεν της το συγχωρούν. Για τον αρνητισμό των ανηλίκων έναντι της μητέρας τους και για το ποιός από τους γονείς είναι πλέον κατάλληλος για να αναλάβει την επιμέλειά τους, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με τις υπ΄αριθ. 57/2002 και 25/2003 αποφάσεις του, διέταξε τη διενέργεια δύο πραγματογνωμοσυνών, οι οποίες διενεργήθηκαν από την ψυχίατρο Ε Ζ η πρώτη και τον ψυχολόγο Π Π η δεύτερη και αποφαίνονται ότι η μητέρα τους δεν έπαψε να ενδιαφέρεται γι΄αυτά, ότι η απουσία της από τη ζωή των ανηλίκων είναι καταλυτική για την ισόρροπη ανάπτυξή τους, ότι ο ενάγων οφείλει να συμπράξει για την αποκατάσταση των σχέσεών τους με τη μητέρα τους και ότι η ίδια παρέχει εχέγγυα καλύτερης άσκησης της επιμέλειάς τους. Πράγματι αποδείχτηκε ότι η εναγομένη ουδέποτε έπαψε να ενδιαφέρεται για τα τέκνα της, πολλές φορές επιχείρησε να έλθει σε επικοινωνία μαζί τους, προσέκρουσε όμως στην πείσμονα άρνηση των ανηλίκων, ενώ δύο φορές υπέβαλε αίτηση για ανάκληση της υπ΄αριθ. 590/2001 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς, ώστε να αναλάβει αυτή προσωρινά την επιμέλειά τους. Οι αιτήσεις αυτές απορρίφθηκαν με το σκεπτικό ότι λόγω της διαμορφωμένης κατάστασης στις σχέσεις με τα τέκνα της, η αλλαγή θα τα επιβάρυνε ψυχικά και συναισθηματικά και δεν ενδείκνυται. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι και οι δύο γονείς μπορούν να παρέχουν στα ανήλικα τέκνα τους άνετη διαβίωση, διαθέτουν οικίες με άνετους και επαρκείς χώρους σε κατάλληλο οικιστικό περιβάλλον, έχουν την οικονομική δυνατότητα λόγω του επαγγέλματός τους να ανταποκρίνονται ικανοποιητικά στις ανάγκες τους και διαθέτουν την ανάλογη μόρφωση, ώστε με την κατάλληλη διαπαιδαγώγησή τους να διαμορφώσουν μια ολοκληρωμένη και ισχυρή προσωπικότητα. Αποδείχτηκε επίσης, ότι από το καλοκαίρι του 2001, που τα ανήλικα τέκνα διαμένουν συνεχώς με τον πατέρα τους, αυτός τους παρέσχε αμέριστη την αγάπη και τη φροντίδα του, αφοσιώθηκε στην ανατροφή τους και συνέβαλε στη διαπαιδαγώγησή τους, ώστε να είναι καλοί μαθητές, να ασχολούνται με εξωσχολικές δραστηριότητες, να είναι δημιουργικοί, να αναπτύξουν τις φιλίες τους και να διατηρούν στενές σχέσεις με τα οικεία τους πρόσωπα, τα οποία τα αγαπούν και συμβάλλουν στην ανατροφή τους. Έτσι έχουν διαμορφώσει μια δυνατή συναισθηματική σχέση με τον πατέρα τους, εν αντιθέσει με τη μητέρα τους, για την οποία έχουν αρνητική και απαξιωτική άποψη, η οποία, ανεξάρτητα από το ότι εν πολλοίς υποδαυλίζεται από τον ενάγοντα, τα έχει επηρεάσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αρνούνται όχι μόνο να αλλάξουν περιβάλλον και να διαμείνουν κοντά της, αλλά και να έχουν επικοινωνία μαζί της. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 2001 ο μεγαλύτερος γιός της Χ αρνείται και δεν την έχει ξαναδεί και ο μικρότερος γυιός της Σ –Α, ενω αρχικά είχε ελάχιστες επαφές μαζί της, αρνείται και δεν την έχει ξανασυναντήσει από το Πάσχα του 2003. Υπό τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε την έφεση του αναιρεσιβλήτου, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και ανέθεσε την επιμέλεια των ανηλίκων στον πατέρα τους. Με την κρίση του όμως αυτή παραβίασε εκ πλαγίου τον κανόνα ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 1511 ΑΚ, αφού σύμφωνα με τις ως άνω παραδοχές του, για τον προσδιορισμό του συμφέροντος των ανηλίκων, αναφορικά με την ανάθεση της επιμέλειάς τους στον ένα ή τον άλλο από τους γονείς τους συνεκτιμάται και εξαίρεται η προτίμησή τους προς τον πατέρα τους, ως κατά νόμο κριτήριο επιλογής μεταξύ των γονέων, και η αρνητική και απαξιωτική θέση τους έναντι της μητέρας τους, ενώ παράλληλα γίνεται δεκτό ότι η ψυχική αυτή στάση τους υποδαυλίζεται εν πολλοίς από τον αναιρεσίβλητο οπότε υπάρχει αντίφαση και ασάφεια στις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης, σε βαθμό που καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος αν εφαρμόστηκαν ορθά η όχι οι ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 1511 ΑΚ, σε σχέση με το συμφέρον των ανηλίκων.
Κατ' ακολουθίαν πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατ’άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔικ, κατά παραδοχήν του δευτέρου λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως, όπως παραδεκτώς συμπληρώθηκε από τον Εισηγητή Αρεοπαγίτη σύμφωνα με το άρθρο 562 παρ. 4 ΚΠολΔ και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση, κατ’άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔικ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’αριθ. 14/2005 απόφαση του Εφετείου Λαμίας.
Παραπέμπει την υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο να πληρώσει στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα εξ εννιακοσίων εβδομήντα (970) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Δεκεμβρίου 2005. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Δεκεμβρίου 2005.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου