ΜΠρΑθ 2559/2010
Αγωγή για την παροχή αποζημίωσης λόγω άδικης προσωρινής κράτησης – Αρμοδιότητα ποινικών και πολιτικών δικαστηρίων -.
Η παροχή αποζημιώσεως με δικαστική απόφαση σε όσους προφυλακίστηκαν ή καταδικάστηκαν ή στερήθηκαν την ελευθερία τους, προϋποθέτει τη διάγνωση από δικαστήριο του αδίκου ή παράνομου χαρακτήρα της στέρησης της ελευθερίας του κατηγορηθέντος, ο οποίος στη συνέχεια κηρύχθηκε αθώος ή απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες, για τις οποίες ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη, κατόπιν πράξεων, παραλείψεων ή εκτιμήσεων ποινικού δικαστηρίου ή άλλου οργάνου (Εισαγγελέα, Ανακριτή). Αρμόδιο δικαστήριο για την διάγνωση του αδίκου ή παράνομου της προσωρινής κράτησης ή φυλάκισης είναι αποκλειστικώς το ποινικό δικαστήριο (ή δικαστικό συμβούλιο), που αθώωσε ή απάλλαξε ή τιμώρησε με ελαφρότερη ποινή τον κατηγορούμενο, ενώ τα πολιτικά δικαστήρια είναι αρμόδια, μόνο για τον προσδιορισμό του ύψους της ζημίας και την επιδίκαση της ανάλογης αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης, στις περιπτώσεις που το ποινικό δικαστήριο έχει μεν αναγνωρίσει την υποχρέωση του Δημοσίου, αλλά δεν έχει προσδιορίσει το ύψος της αποζημίωσης, ή προσδιόρισε αυτή και το ύψος της δεν βρίσκει σύμφωνο τον δικαιούχο ή το υπόχρεο Δημόσιο. Αυτοτελή αξίωση για αποζημίωση με τις ίδιες προϋποθέσεις έχουν και εκείνοι απέναντι στους οποίους ο καταδικασμένος ή ο προσωρινά κρατούμενος είχε σύμφωνα με τον νόμο υποχρέωση διατροφής και οι οποίοι στερήθηκαν τη διατροφή λόγω της προσωρινής κράτησης ή φυλάκισης του αθωωθέντος. Η αυτοτελής αξίωση των εν λόγω προσώπων αφορά μόνο στην υλική τους ζημία και όχι στην χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Υπολογισμός του ύψους της αποζημίωσης από το δικαστήριο.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ
ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης: 2559/2010
Αριθμ. καταθ. κλήσης: 149619/4350/2009
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από τον Δικαστή Ευάγγελο Στασινόπουλο, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Βασιλική Ξυνογάλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 11 Οκτωβρίου 2010, προκειμένου να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των καλούντων-εναγόντων: Α. 1)… – 3) …. Β. 1) … και 2) …, ως εχόντων και ασκούντων τη γονική μέριμνα και επιμέλεια του προσώπου των ανηλίκων τέκνων τους: α) … και β)…. Γ. 1) … και 2) …. Δ. 1) … και 2) …ατομικά και ως εχόντων και ασκούντων τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων τους: α) …και β) …, απάντων κατοίκων Φυτειών Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας, οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου, Βασίλειου Σαράκη (A.M. ΔΣΑ: 13976).
Του καλουμένου-εναγομένου: Ελληνικού Δημοσίου, όπως αυτό εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (οδ. Καραγεώργη Σερβίας αρ. 10), το οποίο παραστάθηκε δια της Δικαστικής Αντιπροσώπου του Ν.Σ.Κ., Αναστασίας Σκουντή.
Οι καλούντες-ενάγοντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 2-9-2008 αγωγή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αγρινίου με αριθμό εκθ. καταθ. δικογρ. 357/2008 και επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 130/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου, που κήρυξε εαυτόν αναρμόδιο και παρέπεμψε την αγωγή προς εκδίκαση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Με την από 18-6-2009 και με αριθμ. καταθ. 149619/4350/2009 ενώπιον της Γραμματείας του Δικαστηρίου αυτού κλήση τους, οι ενάγοντες προσδιόρισαν προς συζήτηση την κρινόμενη αγωγή για την παρούσα δικάσιμο και αυτή γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νομίμως εισάγεται προς συζήτηση, με την από 18-6-2009 και με αριθμ. καταθ. 149619/4350/2009 ενώπιον της Γραμματείας του Δικαστηρίου αυτού κλήση των εναγόντων, η από 2-9-2008 και με αριθμό εκθ. καταθ. δικογρ. 357/2008 αγωγή, η οποία συζητήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου και επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 130/2009 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που κήρυξε εαυτόν αναρμόδιο και παρέπεμψε την αγωγή προς εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο.
Κατά το άρθρο 93 του Συντάγματος «τα δικαστήρια διακρίνονται σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά και οργανώνονται με ειδικούς νόμους», ενώ με τα άρθρα 94, 95 και 96 αυτού (Συντάγματος), ορίζεται η δικαιοδοσία του καθενός από τα παραπάνω Δικαστήρια. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 7 παρ. 4 του Συντάγματος «νόμος ορίζει με ποιους όρους το Κράτος παρέχει, ύστερα από δικαστική απόφαση, αποζημίωση σε όσους καταδικάστηκαν, προφυλακίστηκαν άδικα ή παράνομα ή με άλλο τρόπο στερήθηκαν παράνομα την προσωπική τους ελευθερία». Κατά την έννοια της συνταγματικής διατάξεως, η παροχή αποζημιώσεως με δικαστική απόφαση σε όσους προφυλακίστηκαν ή καταδικάστηκαν ή στερήθηκαν την ελευθερία τους, προϋποθέτει τη διάγνωση από Δικαστήριο του αδίκου ή παράνομου χαρακτήρα της στέρησης της ελευθερίας του κατηγορηθέντος, ο οποίος στη συνέχεια κηρύχθηκε αθώος ή απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες, για τις οποίες ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη, κατόπιν πράξεων, παραλείψεων ή εκτιμήσεων ποινικού δικαστηρίου ή άλλου οργάνου (Εισαγγελέα, Ανακριτή), εντεταγμένου στη διαδικασία απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους που καθορίζονται από τον κοινό νομοθέτη. Ο τελευταίος πάντως δεν μπορεί να αναθέσει την διάγνωση αυτή σε Δικαστήρια άλλης δικαιοδοσίας, όπως είναι τα Πολιτικά Δικαστήρια, ενόψει του εκτεθέντος πιο πάνω οργανωτικού συστήματος χωριστών δικαιοδοσιών που εγκαθιδρύει το Σύνταγμα. Περαιτέρω, στο άρθρο 3 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε και κατέστη εσωτερικό δίκαιο, με το ν. 1705/1987, ορίζεται ότι: «όταν ένα πρόσωπο καταδικάστηκε με αμετάκλητη απόφαση για αξιόποινη πράξη και η καταδίκη αυτή ακυρωθεί ή όταν στο πρόσωπο αυτό απονεμηθεί χάρη με βάση ένα νέο ή μεταγενέστερο της απόφασης γεγονός που αποδεικνύει άμεσα ότι υπήρχε δικαστική πλάνη, τότε το πρόσωπο που υποβλήθηκε σε ποινή, η οποία ήταν αποτέλεσμα αυτής της καταδίκης, θα αποζημιώνεται σύμφωνα με το νόμο ή την πρακτική που ακολουθείται στο Κράτος για το οποίο πρόκειται, εκτός αν αποδειχθεί ότι η μη έγκαιρη κάλυψη του άγνωστου γεγονότος οφείλεται ολικά ή μερικά σε αυτό το πρόσωπο». Κατά δε το άρθρο 9 παρ. 5 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε και κατέστη εσωτερικό δίκαιο με το ν. 2464/1997, «κάθε πρόσωπο, θύμα παράνομης σύλληψης ή κράτησης, έχει δικαίωμα αποζημίωσης». Εξάλλου, με τα άρθρα 533-545 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, που περιέχονται στο Τρίτο Κεφάλαιο και υπό τον τίτλο «Αποζημίωση εκείνων που άδικα καταδικάστηκαν ή κρατήθηκαν προσωρινά», τα οποία τροποποιήθηκαν με το άρθρο 26 του ν. 2915/2001, στην εισηγητική έκθεση του οποίου αναφέρεται ότι ο νομοθέτης θεώρησε αναγκαία την εναρμόνιση της νομοθεσίας, που διέπει την αποζημίωση όσων καταδικάστηκαν ή κρατήθηκαν και μετέπειτα αθωώθηκαν, με το Σύνταγμα και τις Διεθνείς Συμβάσεις που έχει κυρώσει η Χώρα μας και συγκεκριμένα με τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 4 του Συντάγματος, 5 παρ. 5 της ΕΣΔΑ, 9 παρ. 5 και 14 παρ. 6 του Διεθνούς Συμφώνου για τον ΟΗΕ για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, ορίζονται τα εξής: Α) Αρθρο 533: «1. Έχουν δικαίωμα να ζητήσουν από το Δημόσιο αποζημίωση: α) οι προσωρινά κρατηθέντες που αθωώθηκαν αμετάκλητα με βούλευμα ή απόφαση δικαστηρίου, β) οι κρατηθέντες με καταδικαστική απόφαση, η οποία μετέπειτα εξαφανίστηκε… 2. Όσοι κρατήθηκαν λόγω καταδίκης ή κρατήθηκαν προσωρινά κατά την παρ. 1, έχουν δικαίωμα να ζητήσουν αποζημίωση και αν ακόμα έχουν απαλλαγεί, επειδή, μολονότι τέλεσαν την πράξη, δεν τους επιβλήθηκε ποινή για οποιονδήποτε λόγο». Β) Αρθρο 534: «Αυτοτελή αξίωση για αποζημίωση με τις ίδιες προϋποθέσεις έχουν και εκείνοι απέναντι στους οποίους ο καταδικασμένος ή ο προσωρινά κρατούμενος είχε σύμφωνα με το νόμο υποχρέωση διατροφής. Γ) Αρθρο 535: «Το δημόσιο δεν έχει υποχρέωση για αποζημίωση αν εκείνος που καταδικάστηκε ή κρατήθηκε προσωρινά έγινε από πρόθεση υπαίτιος της καταδίκης ή της προσωρινής του κράτησης». Δ) Αρθρο 536: «1. Σχετικά με την υποχρέωση του δημοσίου για αποζημίωση αποφαίνεται το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση για την υπόθεση, με ιδιαίτερη ταυτόχρονη απόφαση, ύστερα από προφορική ή γραπτή αίτηση εκείνου που αθωώθηκε και αφού προηγουμένως ο αιτών και ο εισαγγελέας ακουστούν. 2. Σε περίπτωση που γίνεται δεκτή η αίτηση εκείνου που αθωώθηκε, του επιδικάζεται κατ’ αποκοπή ημερήσια αποζημίωση συνολικά για τεκμαρτή περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη, η οποία δεν μπορεί να είναι κατώτερη των 3.000 δρχ. ή 8,804 ευρώ, ούτε ανώτερη από 10.000 δρχ. ή 29,347 ευρώ την ημέρα και της οποίας το ύψος προσδιορίζεται αφού ληφθεί υπόψη και η οικονομική και οικογενειακή κατάσταση του δικαιούχου. Το κατώτερο και ανώτερο ύψος της αποζημίωσης μπορεί να αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης». Ε) Αρθρο 537: «1. Εκείνος που ζημιώθηκε μπορεί να υποβάλει και αργότερα αίτηση για αποζημίωση στο ίδιο Δικαστήριο. 2. Στην περίπτωση αυτή η αίτηση παραδίδεται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου αυτού μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δέκα (10) ημερών από την απαγγελία της απόφασης στο ακροατήριο ή από την κοινοποίηση στον προσωρινά κρατούμενο του απαλλακτικού βουλεύματος ή της απαλλακτικής απόφασης, που εκδόθηκε ερήμην του. Η παραπάνω προθεσμία δεν παρατείνεται λόγω αποστάσεως. Η αίτηση εισάγεται στο δικαστήριο ή στο συμβούλιο που συγκαλείται εκτάκτως για την εκδίκαση της κατά το δυνατό σε μία από τις πρώτες εργάσιμες ημέρες μετά την παράδοση της αίτησης. 3. Το δικαστήριο αποτελείται κατά προτίμηση από τους ίδιους δικαστές που αποφάνθηκαν για την ποινική υπόθεση». ΣΤ) Αρθρο 538: «Απόφαση που αναγνωρίζει υποχρέωση του δημοσίου για αποζημίωση, αν εκδόθηκε κατά παράβαση των διατάξεων 536 και 537, είναι άκυρη». Ζ) Αρθρο 539: «1. Αν αναγνωριστεί από το ποινικό δικαστήριο μόνο υποχρέωση για αποζημίωση από το Δημόσιο, χωρίς να επιδικαστεί αποζημίωση, ή αν η επιδικασθείσα αποζημίωση κρίνεται από τον δικαιούχο ανεπαρκής για να καλύψει το σύνολο της ζημίας του ή από το Δημόσιο κρίνεται υπερβολική, οι διάδικοι μπορούν να εγείρουν αγωγή στα πολιτικά δικαστήρια, κατά την διαδικασία των άρθρων 663 επ. ΚΠολΔ, που δεν μπορούν να εξετάσουν πάλι την ύπαρξη αυτής της υποχρέωσης για τον ακριβή προσδιορισμό του ποσού της αποζημίωσης. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί το Δικαστήριο να υπερβεί το ανώτατο όριο της παραγράφου 2 του άρθρου 536. Η αξίωση παραγράφεται ύστερα από δύο χρόνια από την ημέρα που έγινε αμετάκλητη η απόφαση για την ποινική υπόθεση». Η) ʼρθρο 540: «1. Αντικείμενο της αξίωσης για αποζημίωση στα πολιτικά δικαστήρια είναι κάθε είδους ζημία που προκλήθηκε από την ολική ή μερική εκτέλεση της ποινής ή προσωρινής κράτησης στην περιουσιακή κατάσταση εκείνου που ζημιώθηκε και η ηθική βλάβη που υπέστη. Τα όρια των άρθρων 536 και 539 δεν αφορούν τους δικαιούχους του άρθρου 534». Με τις παρατεθείσες διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας περιέχεται πλήρης ρύθμιση για την αποζημίωση των αδίκως καταδικασθέντων ή προσωρινώς κρατηθέντων που τελικά αθωώθηκαν, όπως απαιτείται από το άρθρο 7 παρ. 4 του Συντάγματος. Ειδικότερα, προβλέπεται σε αρμονία προς τις συνταγματικές διατάξεις περί χωριστών δικαιοδοσιών (άρθρα 94, 95 και 96) ότι αρμόδιο Δικαστήριο για την διάγνωση του αδίκου ή παράνομου της προσωρινής κράτησης ή φυλάκισης είναι αποκλειστικώς το Ποινικό Δικαστήριο (ή Δικαστικό Συμβούλιο), που αθώωσε ή απάλλαξε ή τιμώρησε με ελαφρότερη ποινή τον κατηγορούμενο. Τα δε Πολιτικά Δικαστήρια είναι αρμόδια, μόνο για τον προσδιορισμό του ύψους της ζημίας και την επιδίκαση της ανάλογης αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης, στις περιπτώσεις που το Ποινικό Δικαστήριο έχει μεν αναγνωρίσει την υποχρέωση του Δημοσίου, αλλά δεν έχει προσδιορίσει το ύψος της αποζημίωσης, ή προσδιόρισε αυτή και το ύψος της δεν βρίσκει σύμφωνο τον δικαιούχο ή το υπόχρεο Δημόσιο. Και τούτο διότι, ο Ποινικός Δικαστής, ο οποίος έχει πλήρη γνώση της διεξαχθείσας ενώπιον του ποινικής διαδικασίας, εκτιμώντας τις συνθήκες και όλες τις προσκομισθείσες αποδείξεις, είναι ο πλέον κατάλληλος για να αποφανθεί για την υποχρέωση ή μη του Δημοσίου προς αποζημίωση [ΑΠ 918/2008 ΝοΒ 56(2008).2402=ΧρΙΔ 2009.153]. Επίσης από τις ίδιες ως άνω διατάξεις και δη εκείνου του άρθρου 534 ΚΠΔ, προκύπτει ότι αυτοτελή, εξ ιδίου δικαίου, αξίωση για αποζημίωση, με τις ίδιες προϋποθέσεις, έχουν και εκείνοι απέναντι στους οποίους ο καταδικασμένος ή ο προσωρινά κρατούμενος είχε σύμφωνα με το νόμο υποχρέωση διατροφής και οι οποίοι στερήθηκαν την διατροφή λόγω της προσωρινής κράτησης ή φυλάκισης του αθωωθέντος. Η υποχρέωση διατροφής εκ του νόμου ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 1391 επ., 1485 επ. κλπ. του Αστικού Κώδικα και αφορά λ.χ. τους ανιόντες, κατιόντες, σύζυγο κλπ., με τις εκεί αναφερόμενες προϋποθέσεις. Τα όρια των άρθρων 536 και 539 του ΚΠΔ δεν αφορούν στους δικαιούχους του άρθρου 534 ΚΠΔ, σύμφωνα με το άρθρο 540 παρ. 1 γ’, ενώ η αυτοτελής αξίωση των προσώπων, που αναφέρονται στο άρθρο 534 ΚΠΔ, αφορά μόνο στην υλική τους ζημία και όχι στη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την προσωρινή κράτηση ή φυλάκιση των υπόχρεων προς διατροφή τους (βλ. Μ. Μαργαρίτη, ΕρμΚΠΔ, εκδ. 2008, άρθρα 534, 536 και 539, Αθ. Κονταξή ΕρμΚΠΔ, δ’ έκδοση 2006, τόμος δεύτερος, άρθρο 534). ʼλλωστε, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 914 και 932 ΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι χρηματική ικανοποίηση δύναται να επιδικαστεί από το Δικαστήριο υπέρ του παθόντος μόνο στις προβλεπόμενες αυτές περιπτώσεις. Τρίτα πρόσωπα που ανήκουν συνήθως στο άμεσο οικογενειακό περιβάλλον του θύματος, έστω κι αν αυτά υφίστανται ψυχικό πόνο από την αδικοπραξία που στρέφεται κατά του οικείου τους, κατά κανόνα θεωρούνται τρίτοι και δεν καθίστανται και αυτά φορείς της σχετικής αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση, όπως ο ίδιος κανόνας συμβαίνει με τους τρίτους, που υφίστανται περιουσιακή ζημία από την σε βάρος του οικείου τους τελεσθείσα αδικοπραξία, εκτός αν συντρέχει εξαιρετική περίπτωση [όπως συμβαίνει με τις διατάξεις των άρθρων 928 εδ. β' και 929 εδ. β' ΑΚ, ΑΠ 925/2007 ΝοΒ 57(2009).517• για την προστασία και μόνο της περιουσίας κατά το άρθρο 1 του Α' Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που περιλαμβάνει όλα τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, βλ. ΟλΑΠ 40/1988, ΑΠ 1035/2006 ΕλΔ 50(2009).461]. Οι ενάγοντες ιστορούν ότι δυνάμει των υπ’ αριθμ. 21, 22 και 23/2006 ενταλμάτων προσωρινής κράτησης της Ανακρίτριας Αγρινίου, διατάχθηκε η προσωρινή κράτηση των υπό στοιχεία Α εναγόντων (…), ως υπαιτίων (μαζί με τον αδελφό τους, …) των αδικημάτων της καλλιέργειας, συγκομιδής και κατοχής ινδικής κάνναβης από κοινού και κατ’ επάγγελμα και παραπέμφθηκαν δι’ απευθείας κλήσεως (άρθρο 21 ν. 1729/1987, όπως ισχύει), στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών. Ότι δυνάμει του υπ’ αριθμ. 316/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών, απορρίφθηκε η από 9-10-2006 αίτηση τους για άρση, άλλως για αντικατάσταση της προσωρινής κρατήσεως τους, η οποία είχε διαταχθεί δια του ως άνω εντάλματος (του οποίου είχε παραταθεί και διατηρηθεί η ισχύς με την υπ’ αριθμ. 313/4-10-2006 Πράξη του Προέδρου Εφετών Πατρών) και ότι παρέμειναν προσωρινά κρατούμενοι στην Δικαστική Φυλακή Ναυπλίου έως τις 10-5-2007 (ήτοι συνολικά επί 9,5 μήνες άλλως επί 287 ημέρες), οπότε, κατόπιν απαλλαγής τους κατ’ ουσίαν, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 253/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών, απολύθηκαν από την φυλακή. Ότι, κατόπιν υποβολής ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών της από 18-5-2007 αιτήσεως τους, όμοιας κατά περιεχόμενο με την κρινόμενη αγωγή, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 214/2008 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου, με την οποία αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση των εναγόντων και των δικαιούχων διατροφής τέκνων τους και επιδικάστηκε ατομικώς σε έκαστο προσωρινώς κρατηθέντα ημερήσια αποζημίωση για τεκμαρτή ζημία σε δέκα (10) ευρώ για κάθε ημέρα κρατήσεως (και συνολικά το ποσό των 2.870 ευρώ για έκαστον) και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του εναγομένου για αποζημίωση των δικαιούχων διατροφής. Ότι, περαιτέρω, οι προσωρινά κρατηθέντες αλλά και οι λοιποί ενάγοντες απέναντι στους οποίους οι πρώτοι είχαν σύμφωνα με το νόμο υποχρέωση διατροφής και οι οποίοι τη στερήθηκαν συνεπεία της προσωρινής κρατήσεως των υπόχρεων τους, έχουν απαιτήσεις λόγω περιουσιακής ζημίας και ηθικής βλάβης. Ότι, ειδικότερα, οι υπό Α ενάγοντες ήταν και παραμένουν κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, καλλιεργητές μηδικής, σιτηρών, οπωροκηπευτικών και καρπών και απώλεσαν όσα εισοδήματα μετά βεβαιότητας θα κέρδιζαν από τις καλλιέργειες τους, όπως ειδικότερα εκθέτουν, βάσει των προπαρασκευαστικών μέτρων που είχαν λάβει μέχρι το χρόνο προσωρινής κρατήσεως τους. Ότι τα ανήλικα και ενήλικα τέκνα των υπό Α εναγόντων στερήθηκαν κατά το διάστημα της προσωρινής κράτησης, τα χρήματα εκείνα που ήταν αναγκαία για την διατροφή τους εν γένει και τα οποία οι εκ του νόμου υπόχρεοι προς διατροφή τους, τους κατέβαλαν μέχρι τότε, η δε .. συζ. … στερήθηκε την διατροφή του υπόχρεου συζύγου της και επειδή κατά το επίδικο χρονικό διάστημα είχε καταστεί ολικά ανίκανη για εργασία και για αυτοεξυπηρέτηση, όπως ειδικότερα άπαντες εκθέτουν. Ότι οι δικαιούχοι διατροφής από τους προσωρινά κρατηθέντες υπέστησαν ηθική βλάβη και δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση. Με βάση το ως άνω ιστορικό, οι ενάγοντες, όπως παραδεκτώς περιόρισαν το σύνολο του καταψηφιστικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό, με δήλωση τους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου (άρθρα 223, 295, 297 ΚΠολΔ), καταχωρισθείσα στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, που επανέλαβαν με τις προτάσεις τους, ζητούν να αναγνωριστεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να τους καταβάλει για τις ανωτέρω αιτίες (περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση (άρθρα 345 και 346 ΑΚ): 1) σε έκαστο των υπό Α εναγόντων (προσωρινά κρατηθέντων) το συνολικό ποσό των (74.900-2.870=)72.030 ευρώ, άλλως και επικουρικά, ήτοι σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 536 παρ. 2 ΚΠΔ και κατ’ ανώτατο όριο αποζημίωσης ποσού 29 ευρώ καθ’ ημέραν προσωπικής κρατήσεως επί 287 ημέρες συνολικά, το ποσό των 8.323 ευρώ, 2) σε έκαστο των υπό Β εναγόντων, νομίμως εκπροσωπούμενων, το συνολικό ποσό των (10.000 ευρώ + 500 ευρώ Χ 9,5 μήνες κρατήσεως του πατέρα τους=)14.500 ευρώ, άλλως και επικουρικά κατά τα ανωτέρω το ποσό των 8.323 ευρώ, 3) σε έκαστον των υπό Γ εναγόντων το συνολικό ποσό των (10.000 ευρώ +700 ευρώ Χ 9,5 μήνες=)16.650 ευρώ, άλλως και επικουρικά κατά τα ανωτέρω το ποσό των 8.323 ευρώ και 4) σε έκαστο των υπό Δ εναγόντων, νομίμως εκπροσωπούμενων, το ποσό των 14.500 ευρώ, άλλως και επικουρικά το ποσό των 8.323 ευρώ και στη σύζυγο του τρίτου των υπό Α εναγόντων, το ποσό των (600 ευρώ Χ 9,5 μήνες=)5.700 ευρώ. Τέλος, ζητούν να επιβληθούν σε βάρος του εναγομένου τα δικαστικά έξοδα τους. Με το περιεχόμενο αυτό, η αγωγή παραδεκτώς ασκείται μόνον από τους υπό Α, Β και Δ ενάγοντες (πλην της …), απορριπτόμενης κατ’ ακολουθίαν ως απαράδεκτης της κρινόμενης αγωγής, ελλείψει δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου (ΑΠ 918/2008 ό.π., βλ. επίσης ΕφΑΘ 4655/2005 ΕλΔ 49(2008).523], σύμφωνα και με τους βάσιμους ισχυρισμούς του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο, ως προς τους υπό Γ ενάγοντες (…), καθώς και ως προς την υπό Δ2 ενάγουσα, ατομικώς, … συζ. …, δεδομένου ότι, όπως επισημαίνεται στη νομική σκέψη της παρούσας, τα Πολιτικά Δικαστήρια είναι αρμόδια μόνο για τον προσδιορισμό του ύψους της ζημίας και την επιδίκαση της ανάλογης αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης, στις περιπτώσεις όμως που το Ποινικό Δικαστήριο έχει μεν αναγνωρίσει την υποχρέωση του Δημοσίου, αλλά δεν έχει προσδιορίσει το ύψος της αποζημίωσης ή προσδιόρισε αυτή και το ύψος της δεν βρίσκει σύμφωνο τον δικαιούχο ή το υπόχρεο Δημόσιο. Όπως ειδικότερα προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 214/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών, αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση μόνο των … και … και των ανηλίκων τέκνων τους, ως δικαιούχων διατροφής (στα οποία συμπεριλαμβάνεται και ο στο μεταξύ ενηλικιωθείς …), ενώ απορρίφθηκε η αίτηση αποζημίωσης των νυν εναγόντων, …, καθώς και των …, ώστε οι τελευταίοι να μην νομιμοποιούνται να ασκήσουν την κρινόμενη αγωγή αποζημίωσης σε βάρος του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου. Περαιτέρω, η αγωγή αρμοδίως εισάγεται καθ’ ύλην και κατά τόπον προκειμένου να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου (άρθρα 7, 9 εδ. α’-γ’, 14 παρ. 2, 16 αρ. 2, 25 παρ. 1 και 74 ΚΠολΔ, άρθρο 1 παρ. 1 του κ.δ/τος της 26.6/10.7.1944 «Περί Κωδικός των νόμων περί δικών του δημοσίου»), κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 έως 676 ΚΠολΔ) και είναι ορισμένη (άρθρο 216 αρ. 1 ΚΠολΔ), απορριπτόμενου του αντίθετου ισχυρισμού του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, εφόσον η μη αναφορά εκ μέρους των υπό Α εναγόντων, σχετικά με την αποθετική ζημία που υπέστησαν, εάν οι αγροτικές εκτάσεις που καλλιεργούσαν ήταν μισθωμένες ή όχι, καθώς και η μη αναφορά της ακριβούς τοποθεσίας, στην οποία βρίσκονται οι καλλιεργούμενες από αυτούς αγροτικές εκτάσεις (ελλείψεις που συνεπάγονται, κατά τους ισχυρισμούς του εναγομένου, την αδυναμία του να αναζητήσει και να επικαλεστεί τις επιτόπιες συνθήκες του άρθρου 624 ΑΚ, «που ενδεχομένως θα επέτρεπαν την εκ μέρους των τριών υπό Α εναγόντων υπεκμίσθωση των εκτάσεων τούτων» και να αμυνθεί επαρκώς) δεν άπτονται του ορισμένου των επίδικων κονδυλίων αποθετικής ζημίας, αλλά αφορούν στην ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης [πρβλ. ΑΠ 1923/2009 ΕΠολΔ 2010.294, ΑΠ 1038/2009 ΕλΔ 51(2010).111]. Ειδικότερα, για την ύπαρξη αποθετικής ζημίας αρκεί η πραγματική δυνατότητα του ζημιωθέντος να ποριστεί εισόδημα, εφόσον τούτο δεν οφείλεται σε αιτία παράνομη ή ανήθικη [ΑΠ 1958/2009 ΝοΒ 58(2010).911], ενώ τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία ορισμένου κέρδους, με βάση την κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων πιθανότητα, καθώς και οι ειδικές περιστάσεις και τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα, είναι αυτά τα στοιχεία που πρέπει να εκτίθενται στην αγωγή, χωρίς να αρκεί η αφηρημένη επανάληψη των εκφράσεων του άρθρου 298 ΑΚ, ούτε του συνολικώς φερομένου ως διαφυγόντος κέρδους [ΑΠ 1495/2009 ΕλΔ 51(2010).30, ΑΠ 1453/2009 ΝοΒ 58(2010).676, ΑΠ 706/2009 ΕΠολΔ 2010.273]. Εν προκειμένω, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι ήταν κατά κύριο επάγγελμα αγρότες-καλλιεργητές, ότι λάμβαναν κατά το χρόνο της προσωρινής κρατήσεως τους την επιδότηση λόγω καταργήσεως καλλιέργειας, ότι το ίδιο διάστημα συνέχιζαν να καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές υπέρ Ο.Γ.Α. και πάγια αρδευτικά τέλη υπέρ του ΤΟΕΒ Φυτειών και ότι κατέβαλαν τα μισθώματα για τα κτήματα που μίσθωναν από αγροτοκτηματίες της περιοχής (τους οποίους αναφέρουν ονομαστικά), ενώ επίσης εκθέτουν τα ελάχιστα όρια καρπού ανά στρέμμα ετησίως που τους απέδιδαν οι καλλιέργειες, τις τιμές πωλήσεως των καρπών και τα στρέμματα που καλλιεργούσαν. Με τέτοιο περιεχόμενο, τα αγωγικά κονδύλια αποθετικής ζημίας λόγω απώλειας αγροτικών εισοδημάτων είναι πλήρως ορισμένα και είναι διαφορετικό το ζήτημα αν η μελλοντική ζημία εμφανίζεται στην αγωγή ως πιθανή, πλην όμως εκ των αποδείξεων προκύπτει ως ενδεχόμενη, οπότε η αγωγή απορρίπτεται ως ουσιαστικά αβάσιμη [βλ. ΑΠ 377/2009 ΝοΒ 57(2009).2119=ΕλΔ 51(2010).388, ΑΠ 611/2008 ΕΠολΔ 2008.709=ΝοΒ 57(2009).552]. Περαιτέρω, η αγωγή είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις αναφερόμενες στη νομική σκέψη διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 68, 70, 176 και 191 αρ. 2 ΚΠολΔ, εκτός από τα αγωγικά κονδύλια χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης που ζητούν τα τέκνα των υπό Α εναγόντων ως τρίτοι, δεκτού γενομένου ως βάσιμου του ισχυρισμού του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, που λαμβάνεται άλλωστε αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο, διότι, όπως εκτίθεται και στη νομική σκέψη, τα πρόσωπα του άρθρου 534 ΚΠΔ έχουν αυτοτελή, εξ ιδίου δικαίου, αξίωση μόνο για αποζημίωση από την υλική ζημία τους (στέρηση διατροφής) και όχι για χρηματική ικανοποίηση. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της, δεδομένου ότι οι ενάγοντες, ως εκ του αναγνωριστικού χαρακτήρα της αγωγής τους, δεν υποχρεούνται στην καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου μετά προσαυξήσεων υπέρ τρίτων.
Από την κατάθεση του μάρτυρα των εναγόντων (το εναγόμενο δεν επιμελήθηκε την εξέταση μάρτυρα στο ακροατήριο), ο οποίος εξετάστηκε ενόρκως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, ήτοι του …, την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα των εναγόντων … ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου, κατά την δικάσιμο της 11-3-2009 (κατά την οποία εκδόθηκε η με αριθμ. 130/2009 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου), καθώς και από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι [άρθρα 106, 335, 339, 341, 432, 670 και 674 του ΚΠολΔ, τα οποία έχουν εφαρμογή και στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, βλ. σχετ. ΑΠ 1351/2003 ΕλΔ 45(2004). 1037, ΑΠ 1150/2003 ΕλΔ 46(2005).405], αποδείχτηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει των υπ’ αριθμ. 21, 22 και 23/2006 ενταλμάτων προσωρινής κράτησης της Ανακρίτριας Αγρινίου, διατάχθηκε η προσωρινή κράτηση, από τις 27-7-2006 του Κ. Σ. και από τις 31-7-2006 των λοιπών υπό στοιχεία Α εναγόντων (…), ως υπαιτίων (μαζί με τον αδελφό τους, …) των αδικημάτων της καλλιέργειας, συγκομιδής και κατοχής ινδικής κάνναβης από κοινού και κατ’ επάγγελμα και παραπέμφθηκαν δι’ απευθείας κλήσεως (σύμφωνα με το άρθρο 21 ν. 1729/1987, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 42 παρ. 2γ του ν. 3459/2006), στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών. Περαιτέρω, δυνάμει του υπ’ αριθμ. 316/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών, απορρίφθηκε η από 9-10-2006 αίτηση των υπό Α εναγόντων για άρση, άλλως για αντικατάσταση της προσωρινής κρατήσεως τους, που είχε διαταχθεί δια του ενδίκου εντάλματος, του οποίου είχε παραταθεί και διατηρηθεί η ισχύς με την υπ’ αριθμ. 313/4-10-2006 Πράξη του Προέδρου Εφετών Πατρών και παρέμειναν προσωρινά κρατούμενοι στην Δικαστική Φυλακή Ναυπλίου έως τις 10-5-2007 (ήτοι συνολικά επί 9,5 μήνες), οπότε, κατόπιν απαλλαγής τους κατ’ ουσίαν, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 253/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών (που έχει ήδη καταστεί αμετάκλητη, όπως προκύπτει από το με αριθ. 128/2008 πιστοποιητικό της Τμηματάρχη του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Πατρών), απολύθηκαν από την φυλακή. Κατόπιν της αμετάκλητης αθώωσης των υπό Α εναγόντων, αυτοί υπέβαλαν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών την από 18-5-2007 αίτηση τους, κατά την διαδικασία των άρθρων 533-545 ΚΠΔ, επί της οποίας (αίτησης) εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 214/2008 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου, με την οποία αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση αυτών και των τέκνων τους ως δικαιούχων διατροφής, ορίστηκαν οι ημέρες συνολικής κρατήσεως τους σε διακόσιες ογδόντα επτά (287) και επιδικάστηκε ατομικώς σε έκαστον των υπό Α εναγόντων αποζημίωση για τεκμαρτή ζημία τους σε ποσό δέκα (10) ευρώ για κάθε ημέρα κρατήσεως τους (ήτοι το συνολικό ποσό των 2.870 ευρώ σε έκαστον). Αποδείχτηκε, περαιτέρω, ότι οι ενάγοντες ήταν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα και κατά κύριο επάγγελμα αγρότες-καλλιεργητές μισθωμένων εκτάσεων (βλ. τα προσκομιζόμενα νομίμως θεωρημένα μισθωτήρια, σε συνδυασμό με την ένορκη κατάθεση του μαρτυρά τους στο ακροατήριο) και ειδικότερα ότι καλλιεργούσαν καπνά βιρτζίνια, κριθάρι, βρώμη και ελιές. Συγκεκριμένα, όπως αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο αντίγραφα των δηλώσεων εισοδήματος των εναγόντων για τα οικονομικά έτη 2005, 2006, 2007 και 2008, καθώς επίσης και από τα αντίστοιχα εκκαθαριστικά σημειώματα αυτών, ο … το οικονομικό έτος 2005 δήλωσε εισοδήματα από 10 στρέμματα καλλιέργεια καπνών βιρτζίνια, 30 στρέμματα αραβοσίτου και 3 στρέμματα ελιές, τι οικονομικό έτος 2006 δήλωσε εισοδήματα από 15 στρέμματα καλλιέργειαι καπνών βιρτζίνια, 30 στρέμματα αραβοσίτου και 10 στρέμματα ελιές, το οικονομικό έτος 2007 δήλωσε εισοδήματα από 45 στρέμματα αραβοσίτου, 3C στρέμματα βρώμης και 10 στρέμματα ελιές και το οικονομικό έτος 2008 δήλωσε εισοδήματα από 30 στρέμματα καλλιέργειας αραβοσίτου, 30 στρέμματα βρώμης, 10 στρέμματα ελιές και 30 στρέμματα μηδικής, ο … το οικονομικό έτος 2005 δήλωσε εισοδήματα από 10 στρέμματα καλλιέργειας καπνών βιρτζίνια και 30 στρέμματα αραβοσίτου, το οικονομικό έτος 2006 δήλωσε εισοδήματα από 15 στρέμματα καλλιέργειας καπνών βιρτζίνια, 20 στρέμματα αραβοσίτου και 10 στρέμματα ελιές, το οικονομικό έτος 2007 δήλωσε εισοδήματα από 45 στρέμματα αραβοσίτου, 30 στρέμματα καλλιέργειας βρώμης και 30 στρέμματα τριφύλλι και το οικονομικό έτος 2008 δήλωσε εισοδήματα από 30 στρέμματα καλλιέργειας αραβοσίτου, 30 στρέμματα βρώμης, 10 στρέμματα ελιές και 60 πρόβατα και ο … το οικονομικό έτος 2005 δήλωσε εισοδήματα από 10 στρέμματα καλλιέργειας καπνών βιρτζίνια και 10 στρέμματα αραβοσίτου, το οικονομικό έτος 2006 δήλωσε εισοδήματα από 15 στρέμματα καλλιέργειας καπνών βιρτζίνια, 30 στρέμματα αραβοσίτου, 30 στρέμματα βρώμης και 30 στρέμματα τριφύλλι, το οικονομικό έτος 2007 δήλωσε εισοδήματα από 45 στρέμματα καλλιέργειας καπνών βιρτζίνια, 30 στρέμματα βρώμης και 30 στρέμματα τριφύλλι και το οικονομικό έτος 2008 δήλωσε εισοδήματα από 30 στρέμματα καλλιέργειας αραβοσίτου, 30 στρέμματα τριφύλλι, 40 στρέμματα βρώμης και 10 στρέμματα ελιές. Επίσης, από τα απολογητικά υπομνήματα των εναγόντων με ημερ. 31-7-2006 προς την Ανακρίτρια Αγρινίου, προκύπτει ότι άπαντες ανέφεραν ότι «….ασχολούμαι με την καλλιέργεια τριφυλλιών και με πρόβατα και θα επιδοτούμαι μέχρι το 2013 με την επιδότηση λόγω αποσύρσεως της αδείας καπνών και καλαμποκιού που είχα…», ενώ στη με ημερ. 27-7-2006 έκθεση ένορκης εξέτασης του μάρτυρα Α. Α., αυτός, ως γείτονας των εναγόντων, είχε καταθέσει ότι οι τελευταίοι «παλιότερα ασχολούνταν με την καλλιέργεια των καπνών. Τώρα όμως δεν έχουν καμία άλλη δραστηριότητα…». Από τα κρίσιμα αυτά αποδεικτικά στοιχεία συνάγεται ότι είναι απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι οι ισχυρισμοί των εναγόντων ότι εκμεταλλεύονταν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα καλλιέργειες ντομάτας και μηδικής (δηλαδή επιπρόσθετα και εκτός από καπνά βιρτζίνια, κριθάρι, βρώμη και ελιές) και ότι, επομένως, απώλεσαν έκαστος μετά βεβαιότητας και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων (δηλαδή βάσει προπαρασκευαστικών πράξεων τους) εισοδήματα ποσού 7.500 ευρώ από καλλιέργεια ντομάτας και ποσού 15.000 ευρώ από καλλιέργεια μηδικής. Αντίθετα, πρέπει να γίνουν δεκτά ως ουσιαστικά βάσιμα τα αγωγικά κονδύλια που αφορούν σε απώλεια εισοδημάτων των εναγόντων από καλλιέργεια σίτου και βρώμης, εφόσον από τα προσκομισθέντα μισθωτήρια συμβόλαια και τις δηλώσεις φόρου εισοδήματος τους, κατά το χρονικό διάστημα πριν την προσωρινή τους κράτηση (ήτοι από 31-7-2006 έως 10-5-2007), προκύπτει ότι οι υπό Α ενάγοντες καλλιεργούσαν σιτάρι και βρώμη, με συνέπεια, εξαιτίας της προσωρινής κρατήσεως τους, να υποστούν αντίστοιχη ζημία από τη μη καλλιέργεια των εκτάσεων που μίσθωναν (βλ. εν προκειμένω τους προσκομιζόμενους τίτλους των οριστικών ατομικών δικαιωμάτων ενιαίας ενίσχυσης των υπό Α εναγόντων, σε συνδυασμό με τα προσωρινά ατομικά δικαιώματα ενιαίας ενίσχυσης του ΟΠΕΚΕΠΕ). Δικαιούνται, επομένως, να λάβουν έκαστος αφενός για απώλεια εισοδήματος από καλλιέργεια σίτου το ποσό των (κτήματα 15 στρεμμάτων έκαστος Χ 400 κιλά καρπού κατ’ ελάχιστο όριο στρεμματικής απόδοσης κατ’ έτος, ήτοι συνολικά 6.000 κιλά καρπού, τα οποία πωλούνταν χονδρικώς κατά το επίδικο διάστημα στην τιμή των 0,15 ευρώ, ήτοι 6.000 Χ 0,15=)900 ευρώ και αφετέρου για απώλεια εισοδήματος από καλλιέργεια βρώμης το ποσό των (αγρόκτημα 15 στρεμμάτων έκαστος με στρεμματική απόδοση 300 κιλά κατ’ έτος και συνολικά 4.500 κιλά, τα οποία πωλούνταν χονδρική προς 0,30 ευρώ=)1.500 ευρώ, ήτοι δικαιούται έκαστος το συνολικό ποσό των (900+ 1.500=)2.400 ευρώ για τις ανωτέρω αιτίες. Απορριπτέος ως αβάσιμος είναι ο ισχυρισμός του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου περί δυνατότητας μίσθωσης των ιδιόκτητων εκτάσεων των εναγόντων, αλλά και υπομίσθωσης των μισθωμένων από αυτούς εκτάσεων, εφόσον δεν αποδείχτηκε ότι ήταν δυνατό για τους υπό Α ενάγοντες, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα που κρατούνταν προσωρινά, να επιμελούνται των περιουσιακών υποθέσεων τους εν γένει και εφόσον δεν ήταν εκ των προτέρων γνωστή η ακριβής χρονική διάρκεια της προσωρινής κρατήσεως τους, ήτοι από το μήνα Ιούλιο του έτους 2006 μέχρι και τις 10-5-2007, οπότε απολύθηκαν. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι οι …, ήταν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ο πρώτος στην ηλικία των 16 ετών και μαθητής Λυκείου και ο δεύτερος στην ηλικία των 14 ετών και μαθητής Γυμνασίου, ενώ οι … ήταν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα η πρώτη στην ηλικία των 9 ετών και μαθήτρια Δημοτικού Σχολείου και ο δεύτερος στην ηλικία των 6 ετών. Οι ανωτέρω αποδείχτηκε ότι στερήθηκαν τα χρήματα, τα οποία ήταν απολύτως αναγκαία για την ένδυση, την υπόδηση, την ψυχαγωγία και την εν γένει διατροφή τους και τα οποία οι ενάγοντες …, ως εκ του νόμου (ΑΚ 1485 επ.) υπόχρεοι, όφειλαν να καταβάλουν για λογαριασμό των τέκνων τους (βλ. εν προκειμένω τις προσκομιζόμενες από 6-3-2009 βεβαιώσεις του Διευθυντή Λ.Τ. Γυμνασίου Φυτειών Αιτωλοακαρνανίας για τον …, σε συνδυασμό με τις αποδείξεις φροντιστηρίων ξένων γλωσσών ποσών 390 ευρώ, 685 ευρώ, 260 ευρώ, 357 ευρώ, 165 ευρώ, 231 ευρώ, 258 ευρώ και 228 ευρώ, που προσκόμισαν οι … για δίδακτρα ξένων γλωσσών των τέκνων τους, αλλά και την ένορκη κατάθεση του …). Κατ’ ακολουθίαν, ο μεν Δ. Σ. (ηλικίας 16 ετών και μαθητής Λυκείου), είχε ανάγκη μηνιαίας διατροφής, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ποσού 400 ευρώ, ο … (ηλικίας 14 ετών και μαθητής Γυμνασίου), είχε ανάγκη μηνιαίας διατροφής ποσού 300 ευρώ και οι … (η πρώτη μαθήτρια Δημοτικού και ηλικίας, αντιστοίχως, 9 και 6 ετών), είχαν ανάγκη μηνιαίας διατροφής ποσού 250 ευρώ έκαστος και συνολικά για τους 9,5 μήνες προσωρινής κράτησης των πατέρων τους, οι τελευταίοι θα κατέβαλαν για λογαριασμό τους ως διατροφή το ποσό των (400 Χ 9,5=)3.800 ευρώ στον …, το ποσό των (300 Χ 9.5=)2.850 ευρώ στον … και το ποσό των (250 Χ 9,5=)2.375 ευρώ σε έκαστον των …, δεκτών γενομένων μερικώς των αιτουμένων από αυτούς αγωγικών κονδυλίων ως ουσιαστικά βάσιμων. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι οι υπό Α ενάγοντες, ως προσωρινά κρατηθέντες που μετέπειτα αθωώθηκαν αμετάκλητα, υπέστησαν έντονη στεναχώρια και ψυχικό άλγος εκ της συνεχιζόμενης προσωρινής κρατήσεως διάρκειας 9,5 μηνών, προσβλήθηκαν στο φιλικό, κοινωνικό και επαγγελματικό περιβάλλον τους (στις Φυτείες Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας) και δικαιούνται ως εκ τούτου άπαντες εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ΑΚ 932, 534, 536 και 538 ΚΠΔ), η οποία, λαμβανομένων υπόψη του είδους της σε βάρος τους ποινικής κατηγορίας για καλλιέργεια, συγκομιδή και κατοχή ινδικής κάνναβης από κοινού και κατ’ επάγγελμα, από την οποία απαλλάχθηκαν αμετάκλητα (και μάλιστα ομόφωνα και με σύμφωνη εισαγγελική πρόταση, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 214/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών), της περιουσιακής κατάστασης και της κοινωνικής θέσης αυτών, οι οποίοι είναι αγρότες καλλιεργητές, έγγαμοι και οικογενειάρχες, ορίζεται στο ποσό των 30.000 ευρώ για έκαστον. Ο ισχυρισμός του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου περί «δεινής οικονομικής του θέσης» με τις προτάσεις του δεν μπορεί να οδηγήσει σε δυσμενή ως προς τους ενάγοντες υπολογισμό της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης που δικαιούνται σύμφωνα με το άρθρο 932 ΑΚ, εφόσον η ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου είναι εγγυητική των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών (εν προκειμένω της προσωπικής ελευθερίας των υπό Α εναγόντων). Κατ’ ακολουθίαν και εφόσον αποδείχτηκε ότι συντρέχει εξαιρετική περίπτωση του άρθρου 539 ΚΠΔ (λόγω της αποδεδειγμένης υλικής ζημίας και ηθικής προσβολής των προσωρινά κρατηθέντων υπό Α εναγόντων και υλικής ζημίας των δικαιούχων διατροφής κατιόντων τους, της ομόφωνης αθώωσης τους με την υπ’ αριθμ. 253/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών, η οποία υιοθέτησε το σύνολο των ισχυρισμών τους, όπως οι τελευταίοι είχαν υποβληθεί ήδη κατά το χρόνο υποβολής αιτήσεως άρσης άλλως αντικατάστασης της προσωρινής κράτησης τους, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της απόφασης και της σχετικής αιτήσεως των υπό Α εναγόντων, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των εναγόντων και των δικαιούχων διατροφής κατά τα ανωτέρω), η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή ως προς τους ως άνω ενάγοντες και να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει στον … ατομικά το συνολικό ποσό των (2.400 +30.000-2.870=)29.530 ευρώ, στους …, το γένος …, ως εχόντων και ασκούντων κατά το επίδικο χρονικό διάστημα τη γονική μέριμνα και επιμέλεια του προσώπου των ανηλίκων τέκνων τους, α) Δημητρίου και β) … το συνολικό ποσό των (3.800 +2.850=)6.650 ευρώ, στον …το συνολικό ποσό των (2.400 +30.000-2.870=)29.530 ευρώ, στους … ως εχόντων και ασκούντων τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων τους α) … και β) …, το συνολικό ποσό των (2.375 +2.375=) 4.750 ευρώ και στον … το συνολικό ποσό των (2.400 +30.000-2.870=)29.530 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, απορριπτόμενου του αντιθέτου ισχυρισμού του Ελληνικού Δημοσίου, ήτοι σχετικά με τη μη τοκοδοσία των επιδικαζόμενων απαιτήσεων σε βάρος του, λόγω του αναγνωριστικού χαρακτήρα της κρινόμενης αγωγής (μετά το νόμιμο περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος των εναγόντων, κατά τα ανωτέρω), διότι η αναγνωριστική αγωγή που στρέφεται κατά του Δημοσίου, έχουσα ισότιμη προστασία με την καταψηφιστικη αγωγή, παράγει και αυτή τόκους [ΑΕΔ άρθρου 88 παρ. 2 Συντάγματος 4/2006 ΕΕργΔ 65(2006). 1341, όμοια και η 5/2006- βλ. επίσης ΟλΣτΕ 883/2010 ΕΕργΔ 69(2010)774 και παραπομπή στο ΑΕΔ, ΟλΣτΕ 3141/2006 ΝοΒ 55(2007).967, αντιθ. ΟλΑΠ 10/2008 ΕλΔ 49(2008).717=ΕλΔ 49(2008). 185• βλ. επίσης ΟλΣτΕ 1663/2009 ΔΕΝ 65(2009).834=ΕΕργΔ 68(2009).1157, ΟλΕΣ 513/2009 ΔΕΝ 65(2009).837]. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει όμως να συμψηφιστούν μεταξύ τους, λόγω της μερικής νίκης και ήττας αυτών κατά το άρθρο 22 παρ. 2 εδ. β’ του ν. 3696/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του ΕισΝΚΠολΔ [βλ. ΑΠ 675/2009 ΧρΙΔ 2010.224, ΑΠ 1843/2007 ΕλΔ 49(2008). 146].
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους διαδίκους.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς τους υπό (Γ) ενάγοντες, ήτοι τους … και ως προς την υπό (Δ2) ενάγουσα, ατομικώς, ….
ΔΕΧΕΤΑΙ μερικώς την αγωγή ως προς τους λοιπούς ενάγοντες.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει στον … το συνολικό ποσό των είκοσι εννέα χιλιάδων πεντακοσίων τριάντα (29.530) ευρώ, στους …, ως εχόντων και ασκούντων κατά το επίδικο χρονικό διάστημα τη γονική μέριμνα και επιμέλεια του προσώπου των ανηλίκων τέκνων τους α) … και β) …, το συνολικό ποσό των έξι χιλιάδων εξακοσίων πενήντα (6.650) ευρώ, στον … το συνολικό ποσό των είκοσι εννέα χιλιάδων πεντακοσίων τριάντα (29.530) ευρώ, στους … ως εχόντων και ασκούντων τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων τους α) … και β) …, το συνολικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων πενήντα (4.750) ευρώ και στον … το συνολικό ποσό των είκοσι εννέα χιλιάδων πεντακοσίων τριάντα (29.530) ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Αθήνα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους, στις 29 Νοεμβρίου 2010.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αγωγή για την παροχή αποζημίωσης λόγω άδικης προσωρινής κράτησης – Αρμοδιότητα ποινικών και πολιτικών δικαστηρίων -.
Η παροχή αποζημιώσεως με δικαστική απόφαση σε όσους προφυλακίστηκαν ή καταδικάστηκαν ή στερήθηκαν την ελευθερία τους, προϋποθέτει τη διάγνωση από δικαστήριο του αδίκου ή παράνομου χαρακτήρα της στέρησης της ελευθερίας του κατηγορηθέντος, ο οποίος στη συνέχεια κηρύχθηκε αθώος ή απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες, για τις οποίες ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη, κατόπιν πράξεων, παραλείψεων ή εκτιμήσεων ποινικού δικαστηρίου ή άλλου οργάνου (Εισαγγελέα, Ανακριτή). Αρμόδιο δικαστήριο για την διάγνωση του αδίκου ή παράνομου της προσωρινής κράτησης ή φυλάκισης είναι αποκλειστικώς το ποινικό δικαστήριο (ή δικαστικό συμβούλιο), που αθώωσε ή απάλλαξε ή τιμώρησε με ελαφρότερη ποινή τον κατηγορούμενο, ενώ τα πολιτικά δικαστήρια είναι αρμόδια, μόνο για τον προσδιορισμό του ύψους της ζημίας και την επιδίκαση της ανάλογης αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης, στις περιπτώσεις που το ποινικό δικαστήριο έχει μεν αναγνωρίσει την υποχρέωση του Δημοσίου, αλλά δεν έχει προσδιορίσει το ύψος της αποζημίωσης, ή προσδιόρισε αυτή και το ύψος της δεν βρίσκει σύμφωνο τον δικαιούχο ή το υπόχρεο Δημόσιο. Αυτοτελή αξίωση για αποζημίωση με τις ίδιες προϋποθέσεις έχουν και εκείνοι απέναντι στους οποίους ο καταδικασμένος ή ο προσωρινά κρατούμενος είχε σύμφωνα με τον νόμο υποχρέωση διατροφής και οι οποίοι στερήθηκαν τη διατροφή λόγω της προσωρινής κράτησης ή φυλάκισης του αθωωθέντος. Η αυτοτελής αξίωση των εν λόγω προσώπων αφορά μόνο στην υλική τους ζημία και όχι στην χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Υπολογισμός του ύψους της αποζημίωσης από το δικαστήριο.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ
ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης: 2559/2010
Αριθμ. καταθ. κλήσης: 149619/4350/2009
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από τον Δικαστή Ευάγγελο Στασινόπουλο, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Βασιλική Ξυνογάλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 11 Οκτωβρίου 2010, προκειμένου να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των καλούντων-εναγόντων: Α. 1)… – 3) …. Β. 1) … και 2) …, ως εχόντων και ασκούντων τη γονική μέριμνα και επιμέλεια του προσώπου των ανηλίκων τέκνων τους: α) … και β)…. Γ. 1) … και 2) …. Δ. 1) … και 2) …ατομικά και ως εχόντων και ασκούντων τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων τους: α) …και β) …, απάντων κατοίκων Φυτειών Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας, οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου, Βασίλειου Σαράκη (A.M. ΔΣΑ: 13976).
Του καλουμένου-εναγομένου: Ελληνικού Δημοσίου, όπως αυτό εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (οδ. Καραγεώργη Σερβίας αρ. 10), το οποίο παραστάθηκε δια της Δικαστικής Αντιπροσώπου του Ν.Σ.Κ., Αναστασίας Σκουντή.
Οι καλούντες-ενάγοντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 2-9-2008 αγωγή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αγρινίου με αριθμό εκθ. καταθ. δικογρ. 357/2008 και επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 130/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου, που κήρυξε εαυτόν αναρμόδιο και παρέπεμψε την αγωγή προς εκδίκαση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Με την από 18-6-2009 και με αριθμ. καταθ. 149619/4350/2009 ενώπιον της Γραμματείας του Δικαστηρίου αυτού κλήση τους, οι ενάγοντες προσδιόρισαν προς συζήτηση την κρινόμενη αγωγή για την παρούσα δικάσιμο και αυτή γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νομίμως εισάγεται προς συζήτηση, με την από 18-6-2009 και με αριθμ. καταθ. 149619/4350/2009 ενώπιον της Γραμματείας του Δικαστηρίου αυτού κλήση των εναγόντων, η από 2-9-2008 και με αριθμό εκθ. καταθ. δικογρ. 357/2008 αγωγή, η οποία συζητήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου και επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 130/2009 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που κήρυξε εαυτόν αναρμόδιο και παρέπεμψε την αγωγή προς εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο.
Κατά το άρθρο 93 του Συντάγματος «τα δικαστήρια διακρίνονται σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά και οργανώνονται με ειδικούς νόμους», ενώ με τα άρθρα 94, 95 και 96 αυτού (Συντάγματος), ορίζεται η δικαιοδοσία του καθενός από τα παραπάνω Δικαστήρια. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 7 παρ. 4 του Συντάγματος «νόμος ορίζει με ποιους όρους το Κράτος παρέχει, ύστερα από δικαστική απόφαση, αποζημίωση σε όσους καταδικάστηκαν, προφυλακίστηκαν άδικα ή παράνομα ή με άλλο τρόπο στερήθηκαν παράνομα την προσωπική τους ελευθερία». Κατά την έννοια της συνταγματικής διατάξεως, η παροχή αποζημιώσεως με δικαστική απόφαση σε όσους προφυλακίστηκαν ή καταδικάστηκαν ή στερήθηκαν την ελευθερία τους, προϋποθέτει τη διάγνωση από Δικαστήριο του αδίκου ή παράνομου χαρακτήρα της στέρησης της ελευθερίας του κατηγορηθέντος, ο οποίος στη συνέχεια κηρύχθηκε αθώος ή απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες, για τις οποίες ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη, κατόπιν πράξεων, παραλείψεων ή εκτιμήσεων ποινικού δικαστηρίου ή άλλου οργάνου (Εισαγγελέα, Ανακριτή), εντεταγμένου στη διαδικασία απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους που καθορίζονται από τον κοινό νομοθέτη. Ο τελευταίος πάντως δεν μπορεί να αναθέσει την διάγνωση αυτή σε Δικαστήρια άλλης δικαιοδοσίας, όπως είναι τα Πολιτικά Δικαστήρια, ενόψει του εκτεθέντος πιο πάνω οργανωτικού συστήματος χωριστών δικαιοδοσιών που εγκαθιδρύει το Σύνταγμα. Περαιτέρω, στο άρθρο 3 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε και κατέστη εσωτερικό δίκαιο, με το ν. 1705/1987, ορίζεται ότι: «όταν ένα πρόσωπο καταδικάστηκε με αμετάκλητη απόφαση για αξιόποινη πράξη και η καταδίκη αυτή ακυρωθεί ή όταν στο πρόσωπο αυτό απονεμηθεί χάρη με βάση ένα νέο ή μεταγενέστερο της απόφασης γεγονός που αποδεικνύει άμεσα ότι υπήρχε δικαστική πλάνη, τότε το πρόσωπο που υποβλήθηκε σε ποινή, η οποία ήταν αποτέλεσμα αυτής της καταδίκης, θα αποζημιώνεται σύμφωνα με το νόμο ή την πρακτική που ακολουθείται στο Κράτος για το οποίο πρόκειται, εκτός αν αποδειχθεί ότι η μη έγκαιρη κάλυψη του άγνωστου γεγονότος οφείλεται ολικά ή μερικά σε αυτό το πρόσωπο». Κατά δε το άρθρο 9 παρ. 5 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε και κατέστη εσωτερικό δίκαιο με το ν. 2464/1997, «κάθε πρόσωπο, θύμα παράνομης σύλληψης ή κράτησης, έχει δικαίωμα αποζημίωσης». Εξάλλου, με τα άρθρα 533-545 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, που περιέχονται στο Τρίτο Κεφάλαιο και υπό τον τίτλο «Αποζημίωση εκείνων που άδικα καταδικάστηκαν ή κρατήθηκαν προσωρινά», τα οποία τροποποιήθηκαν με το άρθρο 26 του ν. 2915/2001, στην εισηγητική έκθεση του οποίου αναφέρεται ότι ο νομοθέτης θεώρησε αναγκαία την εναρμόνιση της νομοθεσίας, που διέπει την αποζημίωση όσων καταδικάστηκαν ή κρατήθηκαν και μετέπειτα αθωώθηκαν, με το Σύνταγμα και τις Διεθνείς Συμβάσεις που έχει κυρώσει η Χώρα μας και συγκεκριμένα με τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 4 του Συντάγματος, 5 παρ. 5 της ΕΣΔΑ, 9 παρ. 5 και 14 παρ. 6 του Διεθνούς Συμφώνου για τον ΟΗΕ για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, ορίζονται τα εξής: Α) Αρθρο 533: «1. Έχουν δικαίωμα να ζητήσουν από το Δημόσιο αποζημίωση: α) οι προσωρινά κρατηθέντες που αθωώθηκαν αμετάκλητα με βούλευμα ή απόφαση δικαστηρίου, β) οι κρατηθέντες με καταδικαστική απόφαση, η οποία μετέπειτα εξαφανίστηκε… 2. Όσοι κρατήθηκαν λόγω καταδίκης ή κρατήθηκαν προσωρινά κατά την παρ. 1, έχουν δικαίωμα να ζητήσουν αποζημίωση και αν ακόμα έχουν απαλλαγεί, επειδή, μολονότι τέλεσαν την πράξη, δεν τους επιβλήθηκε ποινή για οποιονδήποτε λόγο». Β) Αρθρο 534: «Αυτοτελή αξίωση για αποζημίωση με τις ίδιες προϋποθέσεις έχουν και εκείνοι απέναντι στους οποίους ο καταδικασμένος ή ο προσωρινά κρατούμενος είχε σύμφωνα με το νόμο υποχρέωση διατροφής. Γ) Αρθρο 535: «Το δημόσιο δεν έχει υποχρέωση για αποζημίωση αν εκείνος που καταδικάστηκε ή κρατήθηκε προσωρινά έγινε από πρόθεση υπαίτιος της καταδίκης ή της προσωρινής του κράτησης». Δ) Αρθρο 536: «1. Σχετικά με την υποχρέωση του δημοσίου για αποζημίωση αποφαίνεται το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση για την υπόθεση, με ιδιαίτερη ταυτόχρονη απόφαση, ύστερα από προφορική ή γραπτή αίτηση εκείνου που αθωώθηκε και αφού προηγουμένως ο αιτών και ο εισαγγελέας ακουστούν. 2. Σε περίπτωση που γίνεται δεκτή η αίτηση εκείνου που αθωώθηκε, του επιδικάζεται κατ’ αποκοπή ημερήσια αποζημίωση συνολικά για τεκμαρτή περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη, η οποία δεν μπορεί να είναι κατώτερη των 3.000 δρχ. ή 8,804 ευρώ, ούτε ανώτερη από 10.000 δρχ. ή 29,347 ευρώ την ημέρα και της οποίας το ύψος προσδιορίζεται αφού ληφθεί υπόψη και η οικονομική και οικογενειακή κατάσταση του δικαιούχου. Το κατώτερο και ανώτερο ύψος της αποζημίωσης μπορεί να αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης». Ε) Αρθρο 537: «1. Εκείνος που ζημιώθηκε μπορεί να υποβάλει και αργότερα αίτηση για αποζημίωση στο ίδιο Δικαστήριο. 2. Στην περίπτωση αυτή η αίτηση παραδίδεται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου αυτού μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δέκα (10) ημερών από την απαγγελία της απόφασης στο ακροατήριο ή από την κοινοποίηση στον προσωρινά κρατούμενο του απαλλακτικού βουλεύματος ή της απαλλακτικής απόφασης, που εκδόθηκε ερήμην του. Η παραπάνω προθεσμία δεν παρατείνεται λόγω αποστάσεως. Η αίτηση εισάγεται στο δικαστήριο ή στο συμβούλιο που συγκαλείται εκτάκτως για την εκδίκαση της κατά το δυνατό σε μία από τις πρώτες εργάσιμες ημέρες μετά την παράδοση της αίτησης. 3. Το δικαστήριο αποτελείται κατά προτίμηση από τους ίδιους δικαστές που αποφάνθηκαν για την ποινική υπόθεση». ΣΤ) Αρθρο 538: «Απόφαση που αναγνωρίζει υποχρέωση του δημοσίου για αποζημίωση, αν εκδόθηκε κατά παράβαση των διατάξεων 536 και 537, είναι άκυρη». Ζ) Αρθρο 539: «1. Αν αναγνωριστεί από το ποινικό δικαστήριο μόνο υποχρέωση για αποζημίωση από το Δημόσιο, χωρίς να επιδικαστεί αποζημίωση, ή αν η επιδικασθείσα αποζημίωση κρίνεται από τον δικαιούχο ανεπαρκής για να καλύψει το σύνολο της ζημίας του ή από το Δημόσιο κρίνεται υπερβολική, οι διάδικοι μπορούν να εγείρουν αγωγή στα πολιτικά δικαστήρια, κατά την διαδικασία των άρθρων 663 επ. ΚΠολΔ, που δεν μπορούν να εξετάσουν πάλι την ύπαρξη αυτής της υποχρέωσης για τον ακριβή προσδιορισμό του ποσού της αποζημίωσης. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί το Δικαστήριο να υπερβεί το ανώτατο όριο της παραγράφου 2 του άρθρου 536. Η αξίωση παραγράφεται ύστερα από δύο χρόνια από την ημέρα που έγινε αμετάκλητη η απόφαση για την ποινική υπόθεση». Η) ʼρθρο 540: «1. Αντικείμενο της αξίωσης για αποζημίωση στα πολιτικά δικαστήρια είναι κάθε είδους ζημία που προκλήθηκε από την ολική ή μερική εκτέλεση της ποινής ή προσωρινής κράτησης στην περιουσιακή κατάσταση εκείνου που ζημιώθηκε και η ηθική βλάβη που υπέστη. Τα όρια των άρθρων 536 και 539 δεν αφορούν τους δικαιούχους του άρθρου 534». Με τις παρατεθείσες διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας περιέχεται πλήρης ρύθμιση για την αποζημίωση των αδίκως καταδικασθέντων ή προσωρινώς κρατηθέντων που τελικά αθωώθηκαν, όπως απαιτείται από το άρθρο 7 παρ. 4 του Συντάγματος. Ειδικότερα, προβλέπεται σε αρμονία προς τις συνταγματικές διατάξεις περί χωριστών δικαιοδοσιών (άρθρα 94, 95 και 96) ότι αρμόδιο Δικαστήριο για την διάγνωση του αδίκου ή παράνομου της προσωρινής κράτησης ή φυλάκισης είναι αποκλειστικώς το Ποινικό Δικαστήριο (ή Δικαστικό Συμβούλιο), που αθώωσε ή απάλλαξε ή τιμώρησε με ελαφρότερη ποινή τον κατηγορούμενο. Τα δε Πολιτικά Δικαστήρια είναι αρμόδια, μόνο για τον προσδιορισμό του ύψους της ζημίας και την επιδίκαση της ανάλογης αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης, στις περιπτώσεις που το Ποινικό Δικαστήριο έχει μεν αναγνωρίσει την υποχρέωση του Δημοσίου, αλλά δεν έχει προσδιορίσει το ύψος της αποζημίωσης, ή προσδιόρισε αυτή και το ύψος της δεν βρίσκει σύμφωνο τον δικαιούχο ή το υπόχρεο Δημόσιο. Και τούτο διότι, ο Ποινικός Δικαστής, ο οποίος έχει πλήρη γνώση της διεξαχθείσας ενώπιον του ποινικής διαδικασίας, εκτιμώντας τις συνθήκες και όλες τις προσκομισθείσες αποδείξεις, είναι ο πλέον κατάλληλος για να αποφανθεί για την υποχρέωση ή μη του Δημοσίου προς αποζημίωση [ΑΠ 918/2008 ΝοΒ 56(2008).2402=ΧρΙΔ 2009.153]. Επίσης από τις ίδιες ως άνω διατάξεις και δη εκείνου του άρθρου 534 ΚΠΔ, προκύπτει ότι αυτοτελή, εξ ιδίου δικαίου, αξίωση για αποζημίωση, με τις ίδιες προϋποθέσεις, έχουν και εκείνοι απέναντι στους οποίους ο καταδικασμένος ή ο προσωρινά κρατούμενος είχε σύμφωνα με το νόμο υποχρέωση διατροφής και οι οποίοι στερήθηκαν την διατροφή λόγω της προσωρινής κράτησης ή φυλάκισης του αθωωθέντος. Η υποχρέωση διατροφής εκ του νόμου ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 1391 επ., 1485 επ. κλπ. του Αστικού Κώδικα και αφορά λ.χ. τους ανιόντες, κατιόντες, σύζυγο κλπ., με τις εκεί αναφερόμενες προϋποθέσεις. Τα όρια των άρθρων 536 και 539 του ΚΠΔ δεν αφορούν στους δικαιούχους του άρθρου 534 ΚΠΔ, σύμφωνα με το άρθρο 540 παρ. 1 γ’, ενώ η αυτοτελής αξίωση των προσώπων, που αναφέρονται στο άρθρο 534 ΚΠΔ, αφορά μόνο στην υλική τους ζημία και όχι στη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την προσωρινή κράτηση ή φυλάκιση των υπόχρεων προς διατροφή τους (βλ. Μ. Μαργαρίτη, ΕρμΚΠΔ, εκδ. 2008, άρθρα 534, 536 και 539, Αθ. Κονταξή ΕρμΚΠΔ, δ’ έκδοση 2006, τόμος δεύτερος, άρθρο 534). ʼλλωστε, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 914 και 932 ΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι χρηματική ικανοποίηση δύναται να επιδικαστεί από το Δικαστήριο υπέρ του παθόντος μόνο στις προβλεπόμενες αυτές περιπτώσεις. Τρίτα πρόσωπα που ανήκουν συνήθως στο άμεσο οικογενειακό περιβάλλον του θύματος, έστω κι αν αυτά υφίστανται ψυχικό πόνο από την αδικοπραξία που στρέφεται κατά του οικείου τους, κατά κανόνα θεωρούνται τρίτοι και δεν καθίστανται και αυτά φορείς της σχετικής αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση, όπως ο ίδιος κανόνας συμβαίνει με τους τρίτους, που υφίστανται περιουσιακή ζημία από την σε βάρος του οικείου τους τελεσθείσα αδικοπραξία, εκτός αν συντρέχει εξαιρετική περίπτωση [όπως συμβαίνει με τις διατάξεις των άρθρων 928 εδ. β' και 929 εδ. β' ΑΚ, ΑΠ 925/2007 ΝοΒ 57(2009).517• για την προστασία και μόνο της περιουσίας κατά το άρθρο 1 του Α' Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που περιλαμβάνει όλα τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, βλ. ΟλΑΠ 40/1988, ΑΠ 1035/2006 ΕλΔ 50(2009).461]. Οι ενάγοντες ιστορούν ότι δυνάμει των υπ’ αριθμ. 21, 22 και 23/2006 ενταλμάτων προσωρινής κράτησης της Ανακρίτριας Αγρινίου, διατάχθηκε η προσωρινή κράτηση των υπό στοιχεία Α εναγόντων (…), ως υπαιτίων (μαζί με τον αδελφό τους, …) των αδικημάτων της καλλιέργειας, συγκομιδής και κατοχής ινδικής κάνναβης από κοινού και κατ’ επάγγελμα και παραπέμφθηκαν δι’ απευθείας κλήσεως (άρθρο 21 ν. 1729/1987, όπως ισχύει), στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών. Ότι δυνάμει του υπ’ αριθμ. 316/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών, απορρίφθηκε η από 9-10-2006 αίτηση τους για άρση, άλλως για αντικατάσταση της προσωρινής κρατήσεως τους, η οποία είχε διαταχθεί δια του ως άνω εντάλματος (του οποίου είχε παραταθεί και διατηρηθεί η ισχύς με την υπ’ αριθμ. 313/4-10-2006 Πράξη του Προέδρου Εφετών Πατρών) και ότι παρέμειναν προσωρινά κρατούμενοι στην Δικαστική Φυλακή Ναυπλίου έως τις 10-5-2007 (ήτοι συνολικά επί 9,5 μήνες άλλως επί 287 ημέρες), οπότε, κατόπιν απαλλαγής τους κατ’ ουσίαν, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 253/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών, απολύθηκαν από την φυλακή. Ότι, κατόπιν υποβολής ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών της από 18-5-2007 αιτήσεως τους, όμοιας κατά περιεχόμενο με την κρινόμενη αγωγή, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 214/2008 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου, με την οποία αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση των εναγόντων και των δικαιούχων διατροφής τέκνων τους και επιδικάστηκε ατομικώς σε έκαστο προσωρινώς κρατηθέντα ημερήσια αποζημίωση για τεκμαρτή ζημία σε δέκα (10) ευρώ για κάθε ημέρα κρατήσεως (και συνολικά το ποσό των 2.870 ευρώ για έκαστον) και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του εναγομένου για αποζημίωση των δικαιούχων διατροφής. Ότι, περαιτέρω, οι προσωρινά κρατηθέντες αλλά και οι λοιποί ενάγοντες απέναντι στους οποίους οι πρώτοι είχαν σύμφωνα με το νόμο υποχρέωση διατροφής και οι οποίοι τη στερήθηκαν συνεπεία της προσωρινής κρατήσεως των υπόχρεων τους, έχουν απαιτήσεις λόγω περιουσιακής ζημίας και ηθικής βλάβης. Ότι, ειδικότερα, οι υπό Α ενάγοντες ήταν και παραμένουν κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, καλλιεργητές μηδικής, σιτηρών, οπωροκηπευτικών και καρπών και απώλεσαν όσα εισοδήματα μετά βεβαιότητας θα κέρδιζαν από τις καλλιέργειες τους, όπως ειδικότερα εκθέτουν, βάσει των προπαρασκευαστικών μέτρων που είχαν λάβει μέχρι το χρόνο προσωρινής κρατήσεως τους. Ότι τα ανήλικα και ενήλικα τέκνα των υπό Α εναγόντων στερήθηκαν κατά το διάστημα της προσωρινής κράτησης, τα χρήματα εκείνα που ήταν αναγκαία για την διατροφή τους εν γένει και τα οποία οι εκ του νόμου υπόχρεοι προς διατροφή τους, τους κατέβαλαν μέχρι τότε, η δε .. συζ. … στερήθηκε την διατροφή του υπόχρεου συζύγου της και επειδή κατά το επίδικο χρονικό διάστημα είχε καταστεί ολικά ανίκανη για εργασία και για αυτοεξυπηρέτηση, όπως ειδικότερα άπαντες εκθέτουν. Ότι οι δικαιούχοι διατροφής από τους προσωρινά κρατηθέντες υπέστησαν ηθική βλάβη και δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση. Με βάση το ως άνω ιστορικό, οι ενάγοντες, όπως παραδεκτώς περιόρισαν το σύνολο του καταψηφιστικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό, με δήλωση τους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου (άρθρα 223, 295, 297 ΚΠολΔ), καταχωρισθείσα στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, που επανέλαβαν με τις προτάσεις τους, ζητούν να αναγνωριστεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να τους καταβάλει για τις ανωτέρω αιτίες (περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση (άρθρα 345 και 346 ΑΚ): 1) σε έκαστο των υπό Α εναγόντων (προσωρινά κρατηθέντων) το συνολικό ποσό των (74.900-2.870=)72.030 ευρώ, άλλως και επικουρικά, ήτοι σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 536 παρ. 2 ΚΠΔ και κατ’ ανώτατο όριο αποζημίωσης ποσού 29 ευρώ καθ’ ημέραν προσωπικής κρατήσεως επί 287 ημέρες συνολικά, το ποσό των 8.323 ευρώ, 2) σε έκαστο των υπό Β εναγόντων, νομίμως εκπροσωπούμενων, το συνολικό ποσό των (10.000 ευρώ + 500 ευρώ Χ 9,5 μήνες κρατήσεως του πατέρα τους=)14.500 ευρώ, άλλως και επικουρικά κατά τα ανωτέρω το ποσό των 8.323 ευρώ, 3) σε έκαστον των υπό Γ εναγόντων το συνολικό ποσό των (10.000 ευρώ +700 ευρώ Χ 9,5 μήνες=)16.650 ευρώ, άλλως και επικουρικά κατά τα ανωτέρω το ποσό των 8.323 ευρώ και 4) σε έκαστο των υπό Δ εναγόντων, νομίμως εκπροσωπούμενων, το ποσό των 14.500 ευρώ, άλλως και επικουρικά το ποσό των 8.323 ευρώ και στη σύζυγο του τρίτου των υπό Α εναγόντων, το ποσό των (600 ευρώ Χ 9,5 μήνες=)5.700 ευρώ. Τέλος, ζητούν να επιβληθούν σε βάρος του εναγομένου τα δικαστικά έξοδα τους. Με το περιεχόμενο αυτό, η αγωγή παραδεκτώς ασκείται μόνον από τους υπό Α, Β και Δ ενάγοντες (πλην της …), απορριπτόμενης κατ’ ακολουθίαν ως απαράδεκτης της κρινόμενης αγωγής, ελλείψει δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου (ΑΠ 918/2008 ό.π., βλ. επίσης ΕφΑΘ 4655/2005 ΕλΔ 49(2008).523], σύμφωνα και με τους βάσιμους ισχυρισμούς του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο, ως προς τους υπό Γ ενάγοντες (…), καθώς και ως προς την υπό Δ2 ενάγουσα, ατομικώς, … συζ. …, δεδομένου ότι, όπως επισημαίνεται στη νομική σκέψη της παρούσας, τα Πολιτικά Δικαστήρια είναι αρμόδια μόνο για τον προσδιορισμό του ύψους της ζημίας και την επιδίκαση της ανάλογης αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης, στις περιπτώσεις όμως που το Ποινικό Δικαστήριο έχει μεν αναγνωρίσει την υποχρέωση του Δημοσίου, αλλά δεν έχει προσδιορίσει το ύψος της αποζημίωσης ή προσδιόρισε αυτή και το ύψος της δεν βρίσκει σύμφωνο τον δικαιούχο ή το υπόχρεο Δημόσιο. Όπως ειδικότερα προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 214/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών, αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση μόνο των … και … και των ανηλίκων τέκνων τους, ως δικαιούχων διατροφής (στα οποία συμπεριλαμβάνεται και ο στο μεταξύ ενηλικιωθείς …), ενώ απορρίφθηκε η αίτηση αποζημίωσης των νυν εναγόντων, …, καθώς και των …, ώστε οι τελευταίοι να μην νομιμοποιούνται να ασκήσουν την κρινόμενη αγωγή αποζημίωσης σε βάρος του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου. Περαιτέρω, η αγωγή αρμοδίως εισάγεται καθ’ ύλην και κατά τόπον προκειμένου να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου (άρθρα 7, 9 εδ. α’-γ’, 14 παρ. 2, 16 αρ. 2, 25 παρ. 1 και 74 ΚΠολΔ, άρθρο 1 παρ. 1 του κ.δ/τος της 26.6/10.7.1944 «Περί Κωδικός των νόμων περί δικών του δημοσίου»), κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 έως 676 ΚΠολΔ) και είναι ορισμένη (άρθρο 216 αρ. 1 ΚΠολΔ), απορριπτόμενου του αντίθετου ισχυρισμού του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, εφόσον η μη αναφορά εκ μέρους των υπό Α εναγόντων, σχετικά με την αποθετική ζημία που υπέστησαν, εάν οι αγροτικές εκτάσεις που καλλιεργούσαν ήταν μισθωμένες ή όχι, καθώς και η μη αναφορά της ακριβούς τοποθεσίας, στην οποία βρίσκονται οι καλλιεργούμενες από αυτούς αγροτικές εκτάσεις (ελλείψεις που συνεπάγονται, κατά τους ισχυρισμούς του εναγομένου, την αδυναμία του να αναζητήσει και να επικαλεστεί τις επιτόπιες συνθήκες του άρθρου 624 ΑΚ, «που ενδεχομένως θα επέτρεπαν την εκ μέρους των τριών υπό Α εναγόντων υπεκμίσθωση των εκτάσεων τούτων» και να αμυνθεί επαρκώς) δεν άπτονται του ορισμένου των επίδικων κονδυλίων αποθετικής ζημίας, αλλά αφορούν στην ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης [πρβλ. ΑΠ 1923/2009 ΕΠολΔ 2010.294, ΑΠ 1038/2009 ΕλΔ 51(2010).111]. Ειδικότερα, για την ύπαρξη αποθετικής ζημίας αρκεί η πραγματική δυνατότητα του ζημιωθέντος να ποριστεί εισόδημα, εφόσον τούτο δεν οφείλεται σε αιτία παράνομη ή ανήθικη [ΑΠ 1958/2009 ΝοΒ 58(2010).911], ενώ τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία ορισμένου κέρδους, με βάση την κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων πιθανότητα, καθώς και οι ειδικές περιστάσεις και τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα, είναι αυτά τα στοιχεία που πρέπει να εκτίθενται στην αγωγή, χωρίς να αρκεί η αφηρημένη επανάληψη των εκφράσεων του άρθρου 298 ΑΚ, ούτε του συνολικώς φερομένου ως διαφυγόντος κέρδους [ΑΠ 1495/2009 ΕλΔ 51(2010).30, ΑΠ 1453/2009 ΝοΒ 58(2010).676, ΑΠ 706/2009 ΕΠολΔ 2010.273]. Εν προκειμένω, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι ήταν κατά κύριο επάγγελμα αγρότες-καλλιεργητές, ότι λάμβαναν κατά το χρόνο της προσωρινής κρατήσεως τους την επιδότηση λόγω καταργήσεως καλλιέργειας, ότι το ίδιο διάστημα συνέχιζαν να καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές υπέρ Ο.Γ.Α. και πάγια αρδευτικά τέλη υπέρ του ΤΟΕΒ Φυτειών και ότι κατέβαλαν τα μισθώματα για τα κτήματα που μίσθωναν από αγροτοκτηματίες της περιοχής (τους οποίους αναφέρουν ονομαστικά), ενώ επίσης εκθέτουν τα ελάχιστα όρια καρπού ανά στρέμμα ετησίως που τους απέδιδαν οι καλλιέργειες, τις τιμές πωλήσεως των καρπών και τα στρέμματα που καλλιεργούσαν. Με τέτοιο περιεχόμενο, τα αγωγικά κονδύλια αποθετικής ζημίας λόγω απώλειας αγροτικών εισοδημάτων είναι πλήρως ορισμένα και είναι διαφορετικό το ζήτημα αν η μελλοντική ζημία εμφανίζεται στην αγωγή ως πιθανή, πλην όμως εκ των αποδείξεων προκύπτει ως ενδεχόμενη, οπότε η αγωγή απορρίπτεται ως ουσιαστικά αβάσιμη [βλ. ΑΠ 377/2009 ΝοΒ 57(2009).2119=ΕλΔ 51(2010).388, ΑΠ 611/2008 ΕΠολΔ 2008.709=ΝοΒ 57(2009).552]. Περαιτέρω, η αγωγή είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις αναφερόμενες στη νομική σκέψη διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 68, 70, 176 και 191 αρ. 2 ΚΠολΔ, εκτός από τα αγωγικά κονδύλια χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης που ζητούν τα τέκνα των υπό Α εναγόντων ως τρίτοι, δεκτού γενομένου ως βάσιμου του ισχυρισμού του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, που λαμβάνεται άλλωστε αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο, διότι, όπως εκτίθεται και στη νομική σκέψη, τα πρόσωπα του άρθρου 534 ΚΠΔ έχουν αυτοτελή, εξ ιδίου δικαίου, αξίωση μόνο για αποζημίωση από την υλική ζημία τους (στέρηση διατροφής) και όχι για χρηματική ικανοποίηση. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της, δεδομένου ότι οι ενάγοντες, ως εκ του αναγνωριστικού χαρακτήρα της αγωγής τους, δεν υποχρεούνται στην καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου μετά προσαυξήσεων υπέρ τρίτων.
Από την κατάθεση του μάρτυρα των εναγόντων (το εναγόμενο δεν επιμελήθηκε την εξέταση μάρτυρα στο ακροατήριο), ο οποίος εξετάστηκε ενόρκως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, ήτοι του …, την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα των εναγόντων … ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου, κατά την δικάσιμο της 11-3-2009 (κατά την οποία εκδόθηκε η με αριθμ. 130/2009 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου), καθώς και από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι [άρθρα 106, 335, 339, 341, 432, 670 και 674 του ΚΠολΔ, τα οποία έχουν εφαρμογή και στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, βλ. σχετ. ΑΠ 1351/2003 ΕλΔ 45(2004). 1037, ΑΠ 1150/2003 ΕλΔ 46(2005).405], αποδείχτηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει των υπ’ αριθμ. 21, 22 και 23/2006 ενταλμάτων προσωρινής κράτησης της Ανακρίτριας Αγρινίου, διατάχθηκε η προσωρινή κράτηση, από τις 27-7-2006 του Κ. Σ. και από τις 31-7-2006 των λοιπών υπό στοιχεία Α εναγόντων (…), ως υπαιτίων (μαζί με τον αδελφό τους, …) των αδικημάτων της καλλιέργειας, συγκομιδής και κατοχής ινδικής κάνναβης από κοινού και κατ’ επάγγελμα και παραπέμφθηκαν δι’ απευθείας κλήσεως (σύμφωνα με το άρθρο 21 ν. 1729/1987, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 42 παρ. 2γ του ν. 3459/2006), στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών. Περαιτέρω, δυνάμει του υπ’ αριθμ. 316/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών, απορρίφθηκε η από 9-10-2006 αίτηση των υπό Α εναγόντων για άρση, άλλως για αντικατάσταση της προσωρινής κρατήσεως τους, που είχε διαταχθεί δια του ενδίκου εντάλματος, του οποίου είχε παραταθεί και διατηρηθεί η ισχύς με την υπ’ αριθμ. 313/4-10-2006 Πράξη του Προέδρου Εφετών Πατρών και παρέμειναν προσωρινά κρατούμενοι στην Δικαστική Φυλακή Ναυπλίου έως τις 10-5-2007 (ήτοι συνολικά επί 9,5 μήνες), οπότε, κατόπιν απαλλαγής τους κατ’ ουσίαν, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 253/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών (που έχει ήδη καταστεί αμετάκλητη, όπως προκύπτει από το με αριθ. 128/2008 πιστοποιητικό της Τμηματάρχη του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Πατρών), απολύθηκαν από την φυλακή. Κατόπιν της αμετάκλητης αθώωσης των υπό Α εναγόντων, αυτοί υπέβαλαν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών την από 18-5-2007 αίτηση τους, κατά την διαδικασία των άρθρων 533-545 ΚΠΔ, επί της οποίας (αίτησης) εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 214/2008 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου, με την οποία αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση αυτών και των τέκνων τους ως δικαιούχων διατροφής, ορίστηκαν οι ημέρες συνολικής κρατήσεως τους σε διακόσιες ογδόντα επτά (287) και επιδικάστηκε ατομικώς σε έκαστον των υπό Α εναγόντων αποζημίωση για τεκμαρτή ζημία τους σε ποσό δέκα (10) ευρώ για κάθε ημέρα κρατήσεως τους (ήτοι το συνολικό ποσό των 2.870 ευρώ σε έκαστον). Αποδείχτηκε, περαιτέρω, ότι οι ενάγοντες ήταν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα και κατά κύριο επάγγελμα αγρότες-καλλιεργητές μισθωμένων εκτάσεων (βλ. τα προσκομιζόμενα νομίμως θεωρημένα μισθωτήρια, σε συνδυασμό με την ένορκη κατάθεση του μαρτυρά τους στο ακροατήριο) και ειδικότερα ότι καλλιεργούσαν καπνά βιρτζίνια, κριθάρι, βρώμη και ελιές. Συγκεκριμένα, όπως αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο αντίγραφα των δηλώσεων εισοδήματος των εναγόντων για τα οικονομικά έτη 2005, 2006, 2007 και 2008, καθώς επίσης και από τα αντίστοιχα εκκαθαριστικά σημειώματα αυτών, ο … το οικονομικό έτος 2005 δήλωσε εισοδήματα από 10 στρέμματα καλλιέργεια καπνών βιρτζίνια, 30 στρέμματα αραβοσίτου και 3 στρέμματα ελιές, τι οικονομικό έτος 2006 δήλωσε εισοδήματα από 15 στρέμματα καλλιέργειαι καπνών βιρτζίνια, 30 στρέμματα αραβοσίτου και 10 στρέμματα ελιές, το οικονομικό έτος 2007 δήλωσε εισοδήματα από 45 στρέμματα αραβοσίτου, 3C στρέμματα βρώμης και 10 στρέμματα ελιές και το οικονομικό έτος 2008 δήλωσε εισοδήματα από 30 στρέμματα καλλιέργειας αραβοσίτου, 30 στρέμματα βρώμης, 10 στρέμματα ελιές και 30 στρέμματα μηδικής, ο … το οικονομικό έτος 2005 δήλωσε εισοδήματα από 10 στρέμματα καλλιέργειας καπνών βιρτζίνια και 30 στρέμματα αραβοσίτου, το οικονομικό έτος 2006 δήλωσε εισοδήματα από 15 στρέμματα καλλιέργειας καπνών βιρτζίνια, 20 στρέμματα αραβοσίτου και 10 στρέμματα ελιές, το οικονομικό έτος 2007 δήλωσε εισοδήματα από 45 στρέμματα αραβοσίτου, 30 στρέμματα καλλιέργειας βρώμης και 30 στρέμματα τριφύλλι και το οικονομικό έτος 2008 δήλωσε εισοδήματα από 30 στρέμματα καλλιέργειας αραβοσίτου, 30 στρέμματα βρώμης, 10 στρέμματα ελιές και 60 πρόβατα και ο … το οικονομικό έτος 2005 δήλωσε εισοδήματα από 10 στρέμματα καλλιέργειας καπνών βιρτζίνια και 10 στρέμματα αραβοσίτου, το οικονομικό έτος 2006 δήλωσε εισοδήματα από 15 στρέμματα καλλιέργειας καπνών βιρτζίνια, 30 στρέμματα αραβοσίτου, 30 στρέμματα βρώμης και 30 στρέμματα τριφύλλι, το οικονομικό έτος 2007 δήλωσε εισοδήματα από 45 στρέμματα καλλιέργειας καπνών βιρτζίνια, 30 στρέμματα βρώμης και 30 στρέμματα τριφύλλι και το οικονομικό έτος 2008 δήλωσε εισοδήματα από 30 στρέμματα καλλιέργειας αραβοσίτου, 30 στρέμματα τριφύλλι, 40 στρέμματα βρώμης και 10 στρέμματα ελιές. Επίσης, από τα απολογητικά υπομνήματα των εναγόντων με ημερ. 31-7-2006 προς την Ανακρίτρια Αγρινίου, προκύπτει ότι άπαντες ανέφεραν ότι «….ασχολούμαι με την καλλιέργεια τριφυλλιών και με πρόβατα και θα επιδοτούμαι μέχρι το 2013 με την επιδότηση λόγω αποσύρσεως της αδείας καπνών και καλαμποκιού που είχα…», ενώ στη με ημερ. 27-7-2006 έκθεση ένορκης εξέτασης του μάρτυρα Α. Α., αυτός, ως γείτονας των εναγόντων, είχε καταθέσει ότι οι τελευταίοι «παλιότερα ασχολούνταν με την καλλιέργεια των καπνών. Τώρα όμως δεν έχουν καμία άλλη δραστηριότητα…». Από τα κρίσιμα αυτά αποδεικτικά στοιχεία συνάγεται ότι είναι απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι οι ισχυρισμοί των εναγόντων ότι εκμεταλλεύονταν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα καλλιέργειες ντομάτας και μηδικής (δηλαδή επιπρόσθετα και εκτός από καπνά βιρτζίνια, κριθάρι, βρώμη και ελιές) και ότι, επομένως, απώλεσαν έκαστος μετά βεβαιότητας και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων (δηλαδή βάσει προπαρασκευαστικών πράξεων τους) εισοδήματα ποσού 7.500 ευρώ από καλλιέργεια ντομάτας και ποσού 15.000 ευρώ από καλλιέργεια μηδικής. Αντίθετα, πρέπει να γίνουν δεκτά ως ουσιαστικά βάσιμα τα αγωγικά κονδύλια που αφορούν σε απώλεια εισοδημάτων των εναγόντων από καλλιέργεια σίτου και βρώμης, εφόσον από τα προσκομισθέντα μισθωτήρια συμβόλαια και τις δηλώσεις φόρου εισοδήματος τους, κατά το χρονικό διάστημα πριν την προσωρινή τους κράτηση (ήτοι από 31-7-2006 έως 10-5-2007), προκύπτει ότι οι υπό Α ενάγοντες καλλιεργούσαν σιτάρι και βρώμη, με συνέπεια, εξαιτίας της προσωρινής κρατήσεως τους, να υποστούν αντίστοιχη ζημία από τη μη καλλιέργεια των εκτάσεων που μίσθωναν (βλ. εν προκειμένω τους προσκομιζόμενους τίτλους των οριστικών ατομικών δικαιωμάτων ενιαίας ενίσχυσης των υπό Α εναγόντων, σε συνδυασμό με τα προσωρινά ατομικά δικαιώματα ενιαίας ενίσχυσης του ΟΠΕΚΕΠΕ). Δικαιούνται, επομένως, να λάβουν έκαστος αφενός για απώλεια εισοδήματος από καλλιέργεια σίτου το ποσό των (κτήματα 15 στρεμμάτων έκαστος Χ 400 κιλά καρπού κατ’ ελάχιστο όριο στρεμματικής απόδοσης κατ’ έτος, ήτοι συνολικά 6.000 κιλά καρπού, τα οποία πωλούνταν χονδρικώς κατά το επίδικο διάστημα στην τιμή των 0,15 ευρώ, ήτοι 6.000 Χ 0,15=)900 ευρώ και αφετέρου για απώλεια εισοδήματος από καλλιέργεια βρώμης το ποσό των (αγρόκτημα 15 στρεμμάτων έκαστος με στρεμματική απόδοση 300 κιλά κατ’ έτος και συνολικά 4.500 κιλά, τα οποία πωλούνταν χονδρική προς 0,30 ευρώ=)1.500 ευρώ, ήτοι δικαιούται έκαστος το συνολικό ποσό των (900+ 1.500=)2.400 ευρώ για τις ανωτέρω αιτίες. Απορριπτέος ως αβάσιμος είναι ο ισχυρισμός του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου περί δυνατότητας μίσθωσης των ιδιόκτητων εκτάσεων των εναγόντων, αλλά και υπομίσθωσης των μισθωμένων από αυτούς εκτάσεων, εφόσον δεν αποδείχτηκε ότι ήταν δυνατό για τους υπό Α ενάγοντες, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα που κρατούνταν προσωρινά, να επιμελούνται των περιουσιακών υποθέσεων τους εν γένει και εφόσον δεν ήταν εκ των προτέρων γνωστή η ακριβής χρονική διάρκεια της προσωρινής κρατήσεως τους, ήτοι από το μήνα Ιούλιο του έτους 2006 μέχρι και τις 10-5-2007, οπότε απολύθηκαν. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι οι …, ήταν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ο πρώτος στην ηλικία των 16 ετών και μαθητής Λυκείου και ο δεύτερος στην ηλικία των 14 ετών και μαθητής Γυμνασίου, ενώ οι … ήταν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα η πρώτη στην ηλικία των 9 ετών και μαθήτρια Δημοτικού Σχολείου και ο δεύτερος στην ηλικία των 6 ετών. Οι ανωτέρω αποδείχτηκε ότι στερήθηκαν τα χρήματα, τα οποία ήταν απολύτως αναγκαία για την ένδυση, την υπόδηση, την ψυχαγωγία και την εν γένει διατροφή τους και τα οποία οι ενάγοντες …, ως εκ του νόμου (ΑΚ 1485 επ.) υπόχρεοι, όφειλαν να καταβάλουν για λογαριασμό των τέκνων τους (βλ. εν προκειμένω τις προσκομιζόμενες από 6-3-2009 βεβαιώσεις του Διευθυντή Λ.Τ. Γυμνασίου Φυτειών Αιτωλοακαρνανίας για τον …, σε συνδυασμό με τις αποδείξεις φροντιστηρίων ξένων γλωσσών ποσών 390 ευρώ, 685 ευρώ, 260 ευρώ, 357 ευρώ, 165 ευρώ, 231 ευρώ, 258 ευρώ και 228 ευρώ, που προσκόμισαν οι … για δίδακτρα ξένων γλωσσών των τέκνων τους, αλλά και την ένορκη κατάθεση του …). Κατ’ ακολουθίαν, ο μεν Δ. Σ. (ηλικίας 16 ετών και μαθητής Λυκείου), είχε ανάγκη μηνιαίας διατροφής, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ποσού 400 ευρώ, ο … (ηλικίας 14 ετών και μαθητής Γυμνασίου), είχε ανάγκη μηνιαίας διατροφής ποσού 300 ευρώ και οι … (η πρώτη μαθήτρια Δημοτικού και ηλικίας, αντιστοίχως, 9 και 6 ετών), είχαν ανάγκη μηνιαίας διατροφής ποσού 250 ευρώ έκαστος και συνολικά για τους 9,5 μήνες προσωρινής κράτησης των πατέρων τους, οι τελευταίοι θα κατέβαλαν για λογαριασμό τους ως διατροφή το ποσό των (400 Χ 9,5=)3.800 ευρώ στον …, το ποσό των (300 Χ 9.5=)2.850 ευρώ στον … και το ποσό των (250 Χ 9,5=)2.375 ευρώ σε έκαστον των …, δεκτών γενομένων μερικώς των αιτουμένων από αυτούς αγωγικών κονδυλίων ως ουσιαστικά βάσιμων. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι οι υπό Α ενάγοντες, ως προσωρινά κρατηθέντες που μετέπειτα αθωώθηκαν αμετάκλητα, υπέστησαν έντονη στεναχώρια και ψυχικό άλγος εκ της συνεχιζόμενης προσωρινής κρατήσεως διάρκειας 9,5 μηνών, προσβλήθηκαν στο φιλικό, κοινωνικό και επαγγελματικό περιβάλλον τους (στις Φυτείες Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας) και δικαιούνται ως εκ τούτου άπαντες εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ΑΚ 932, 534, 536 και 538 ΚΠΔ), η οποία, λαμβανομένων υπόψη του είδους της σε βάρος τους ποινικής κατηγορίας για καλλιέργεια, συγκομιδή και κατοχή ινδικής κάνναβης από κοινού και κατ’ επάγγελμα, από την οποία απαλλάχθηκαν αμετάκλητα (και μάλιστα ομόφωνα και με σύμφωνη εισαγγελική πρόταση, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 214/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών), της περιουσιακής κατάστασης και της κοινωνικής θέσης αυτών, οι οποίοι είναι αγρότες καλλιεργητές, έγγαμοι και οικογενειάρχες, ορίζεται στο ποσό των 30.000 ευρώ για έκαστον. Ο ισχυρισμός του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου περί «δεινής οικονομικής του θέσης» με τις προτάσεις του δεν μπορεί να οδηγήσει σε δυσμενή ως προς τους ενάγοντες υπολογισμό της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης που δικαιούνται σύμφωνα με το άρθρο 932 ΑΚ, εφόσον η ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου είναι εγγυητική των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών (εν προκειμένω της προσωπικής ελευθερίας των υπό Α εναγόντων). Κατ’ ακολουθίαν και εφόσον αποδείχτηκε ότι συντρέχει εξαιρετική περίπτωση του άρθρου 539 ΚΠΔ (λόγω της αποδεδειγμένης υλικής ζημίας και ηθικής προσβολής των προσωρινά κρατηθέντων υπό Α εναγόντων και υλικής ζημίας των δικαιούχων διατροφής κατιόντων τους, της ομόφωνης αθώωσης τους με την υπ’ αριθμ. 253/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών, η οποία υιοθέτησε το σύνολο των ισχυρισμών τους, όπως οι τελευταίοι είχαν υποβληθεί ήδη κατά το χρόνο υποβολής αιτήσεως άρσης άλλως αντικατάστασης της προσωρινής κράτησης τους, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της απόφασης και της σχετικής αιτήσεως των υπό Α εναγόντων, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των εναγόντων και των δικαιούχων διατροφής κατά τα ανωτέρω), η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή ως προς τους ως άνω ενάγοντες και να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει στον … ατομικά το συνολικό ποσό των (2.400 +30.000-2.870=)29.530 ευρώ, στους …, το γένος …, ως εχόντων και ασκούντων κατά το επίδικο χρονικό διάστημα τη γονική μέριμνα και επιμέλεια του προσώπου των ανηλίκων τέκνων τους, α) Δημητρίου και β) … το συνολικό ποσό των (3.800 +2.850=)6.650 ευρώ, στον …το συνολικό ποσό των (2.400 +30.000-2.870=)29.530 ευρώ, στους … ως εχόντων και ασκούντων τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων τους α) … και β) …, το συνολικό ποσό των (2.375 +2.375=) 4.750 ευρώ και στον … το συνολικό ποσό των (2.400 +30.000-2.870=)29.530 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, απορριπτόμενου του αντιθέτου ισχυρισμού του Ελληνικού Δημοσίου, ήτοι σχετικά με τη μη τοκοδοσία των επιδικαζόμενων απαιτήσεων σε βάρος του, λόγω του αναγνωριστικού χαρακτήρα της κρινόμενης αγωγής (μετά το νόμιμο περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος των εναγόντων, κατά τα ανωτέρω), διότι η αναγνωριστική αγωγή που στρέφεται κατά του Δημοσίου, έχουσα ισότιμη προστασία με την καταψηφιστικη αγωγή, παράγει και αυτή τόκους [ΑΕΔ άρθρου 88 παρ. 2 Συντάγματος 4/2006 ΕΕργΔ 65(2006). 1341, όμοια και η 5/2006- βλ. επίσης ΟλΣτΕ 883/2010 ΕΕργΔ 69(2010)774 και παραπομπή στο ΑΕΔ, ΟλΣτΕ 3141/2006 ΝοΒ 55(2007).967, αντιθ. ΟλΑΠ 10/2008 ΕλΔ 49(2008).717=ΕλΔ 49(2008). 185• βλ. επίσης ΟλΣτΕ 1663/2009 ΔΕΝ 65(2009).834=ΕΕργΔ 68(2009).1157, ΟλΕΣ 513/2009 ΔΕΝ 65(2009).837]. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει όμως να συμψηφιστούν μεταξύ τους, λόγω της μερικής νίκης και ήττας αυτών κατά το άρθρο 22 παρ. 2 εδ. β’ του ν. 3696/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του ΕισΝΚΠολΔ [βλ. ΑΠ 675/2009 ΧρΙΔ 2010.224, ΑΠ 1843/2007 ΕλΔ 49(2008). 146].
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους διαδίκους.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς τους υπό (Γ) ενάγοντες, ήτοι τους … και ως προς την υπό (Δ2) ενάγουσα, ατομικώς, ….
ΔΕΧΕΤΑΙ μερικώς την αγωγή ως προς τους λοιπούς ενάγοντες.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει στον … το συνολικό ποσό των είκοσι εννέα χιλιάδων πεντακοσίων τριάντα (29.530) ευρώ, στους …, ως εχόντων και ασκούντων κατά το επίδικο χρονικό διάστημα τη γονική μέριμνα και επιμέλεια του προσώπου των ανηλίκων τέκνων τους α) … και β) …, το συνολικό ποσό των έξι χιλιάδων εξακοσίων πενήντα (6.650) ευρώ, στον … το συνολικό ποσό των είκοσι εννέα χιλιάδων πεντακοσίων τριάντα (29.530) ευρώ, στους … ως εχόντων και ασκούντων τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων τους α) … και β) …, το συνολικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων πενήντα (4.750) ευρώ και στον … το συνολικό ποσό των είκοσι εννέα χιλιάδων πεντακοσίων τριάντα (29.530) ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Αθήνα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους, στις 29 Νοεμβρίου 2010.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου