Τρίτη 19 Απριλίου 2011

ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑΣ-ΑΠΟΦΑΣΗ 19932/2009 (Αριθμός καταθέσεως αγωγής 40032/7-10-2008)Δικαστές Αικατερίνη Παπαβασιλείου Πρόεδρο Πρωτοδικών, Κωνσταντίνο Κουτσογεώργο Πρωτοδίκη - Εισηγητή, Ουρανία Ευαγγελίου Πρωτοδίκη


ΑΠΟΦΑΣΗ 19932/2009
(Αριθμός καταθέσεως αγωγής 40032/7-10-2008)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΊΚΗΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αικατερίνη
Παπαβασιλείου Πρόεδρο Πρωτοδικών, Κωνσταντίνο Κουτσογεώργο
Πρωτοδίκη - Εισηγητή, Ουρανία Ευαγγελίου Πρωτοδίκη και από το
Γραμματέα Πέτρο Γεωργίου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 28 Απριλίου
2009, για να δικάσει την με αριθμό καταθέσεως 40032/2008 αγωγή
μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ............. κατοίκου Αρναίας
Χαλκιδικής ο οποίος παραστάθηκε μετά των πληρεξουσίων δικηγόρων
του Κλεάνθη Βουλκίδη (AM 1582) και Κωνσταντίνου Βουλκίδη (AM
9484) που κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την
επωνυμία «CITIBANK INTERNATIONAL PLC» που εδρεύει στην
Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του
πληρεξουσίου δικηγόρου της Παρασκευά Δελλιου (AM 1831), ο οποίος
νομιμοποιεί τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ΔΣ Αθηνών Δημήτριο Πασσά
(AM 10229) που κατέθεσε προτάσεις.
ΚΑΤΑ τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι
των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά
και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η πρόκληση βλάβης στην περιουσία ορισμένου προσώπου, η
οποία συνδέεται προς τις παρεχόμενες από την τράπεζα επενδυτικές
2
υπηρεσίες, συνιστά όρο θεμελιώσεως της αστικής ευθύνης της
τελευταίας σε καταβολή αποζημιώσεως λόγω αδικοπραξίας, εφόσον
επιπλέον υφίστανται και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις υπαγωγής της
συγκεκριμένης βιοτικής σχέσεως στους κανόνες των άρθρων 298, 330,
914, ΑΚ. Οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως της ανωτέρω μορφής ευθύνης
αναλύονται ειδικότερα στην απαιτούμενη σχέση αιτιώδους συνάφειας
μεταξύ των παρεχομένων υπηρεσιών με το επελθόν ζημιογόνο
αποτέλεσμα καθώς και στην υπαίτια εκδήλωση παράνομης
συμπεριφοράς, μέσω της οποίας εκ μέρους της τράπεζας που παρέχει τις
υπηρεσίες παραβιάζονται οι συναλλακτικές της υποχρεώσεις, όπως το
ειδικότερο περιεχόμενο αυτών στην συγκεκριμένη περίπτωση,
προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281, 288 ΑΚ (βλ.
Σταθόπουλο Γενικό ενοχικό δίκαιο εκδ. 2004 σελ 798-803,. Απ.
Γεωργιάδη Ενοχικό Δίκαιο γενικό μέρος εκδ. 1999 σελ. 599-600).
Ειδικότερη μορφή παραβιάσεως των κανόνων αυτών αποτελεί η εκ
μέρους της τράπεζας παράλειψη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων
εκτιμήσεως των συμφερόντων του πελάτη, διαφωτίσεως, παροχής
συμβουλευτικής καθοδηγήσεως και προειδοποιήσεως αυτού (βλ.
Ψυχομάνη Τραπεζικό Δίκαιο Ι εκδ. 2001 σελ. 93-94, 210-211). Υπό την
έννοια αυτή οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις
παραβιάζονται μεταξύ άλλων και στις περιπτώσεις που παραλείπεται η
παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο
αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε
θέση να αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν
τοποθετήσεως των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει όσους
κινδύνους συνδέονται με την ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε
έχοντας ενημερωθεί σχετικώς^ ακολούθως να αξιολογήσει ιδίως τις
επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο
3
ίδιος να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας την σχετική
εντολή στην αντισυμβαλλομένη αυτού τράπεζα. Οι ως άνω προϋποθέσεις
στις οποίες θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση λόγω
αδικοπραξίας . δεν διαφέρουν από εκείνες, η συνδρομή των οποίων
επάγεται την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 8 Ν. 2251/1994, που
μεταξύ άλλων ρυθμίζει και τις περιπτώσεις ευθύνης λόγω παροχής
τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της
τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με την ρύθμιση του
άρθρου 1 παρ. 3 Ν 2251/1994, όπως δεν αμφισβητείται ότι συμβαίνει, με
το πρόσωπο που μετέχει στην συγκεκριμένη σχέση ως αποδέκτης των
υπηρεσιών, χωρίς να διαθέτει οποιουδήποτε είδους εξειδίκευση,
επιχειρώντας να καλύψει προεχόντως ανάγκες ασφαλούς τοποθετήσεως
του κεφαλαίου του (βλ. Ψυχομάνη ο.π. σελ. 15-16, Καράκωστα Οι
γενικοί όροι των τραπεζικών συναλλαγών εκδ. 2001 σελ. 28-35, ιδίου Ο
αποδέκτης τραπεζικών υπηρεσιών ως καταναλωτής ΧρΙΔ 2003 σελ. 97
επ, Βασιλόπουλο σε Δίκαιο προστασίας καταναλωτών Ι εκδ. 2008 σελ.
39 επ, Χριστιανού Η προστασία του επενδυτή ως καταναλωτή στο
κοινοτικό δίκαιο ΕλλΔνη 43 σελ. 1558 επ, Αυγητίδη, Ο αποδέκτης των
επενδυτικών υπηρεσιών ως καταναλωτής, ΕπισκΕΔ 2001 σελ. 286). Η
διάταξη του άρθρου 8 Ν 2251/1994 περιέχει ειδικότερο κανόνα, ο οποίος
εντασσόμενος στο γενικότερο σύστημα θεμελιώσεως αστικής ευθύνης
διαμορφώνει την ενοχή που καταλαμβάνεται από αυτόν κατά τρόπο,
ώστε κύριο χαρακτηριστικό της να είναι η απομάκρυνση από την αρχή
της υποκειμενικής ευθύνης μέσω της αντιστροφής του σχετικού βάρους
αποδείξεως. Σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ.4 Ν 2251/1994 όπως ισχύει
μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 10 παρ. 3 Ν 3587/2007, η
αντιστροφή αυτή του αποδεικτικού βάρους επεκτείνεται αναγκαίως και
στο μέγεθος της παρανομίας, διότι παραλλήλως των εννοιολογικών
4
διακρίσεων μεταξύ αυτής και του πταίσματος που δεν αμφισβητούνται
και εξακολουθούν να υφίστανται, η προσέγγιση των σχετικών όρων
θεμελιώσεως της ευθύνης από την οπτική της αμέλειας επιδρά στην
συγκρότηση του περιεχομένου της τελευταίας κατά τρόπο, ώστε μέσω
της χρήσεως της συγκεκριμένης έννοιας να αποτυπώνεται και η
εκδήλωση μιας μορφής παράνομης συμπεριφοράς (βλ. ΑΠ 1227/2007
ο.π. Απ. Γεωργιάδη ο.π. γενικό μέρος σελ. 656-657, Καράκωστα σημ σε
ΕφΑθ 4495/2002 ΔΕΕ 2004 σελ. 206-207, Φουντεδάκη Αστική Ιατρική
Ευθύνη σελ. 98 επ. 335 επ.). Εξαιτίας της διαλαμβανόμενης στον
προαναφερόμενο κανόνα κατανομής του βάρους αποδείξεως, στην
περίπτωση που η ευθύνη του υπόχρεου αποζημιώσεως θεμελιώνεται
στην συγκεκριμένη ρύθμιση, ο δικαιούχος επιβάλλεται να αποδεικνύει
τη ζημία, την παροχή των υπηρεσιών προς τον ίδιο και τον υφιστάμενο
μεταξύ τους αιτιώδη σύνδεσμο, ενώ ο οφειλέτης την εκ μέρους του
έλλειψη εκδηλώσεως παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς, την
έλλειψη συνδρομής αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της τελευταίας και της
ζημίας ή την εμφάνιση κάποιου λόγου άρσεως ή μειώσεως της ευθύνης
του (βλ. Καράκωστα Προστασία του καταναλωτή εκδ. 1997 σελ. 137 επ,
Κάτσα σε Δίκαιο προστασίας καταναλωτών II εκδ. 2008 σελ. 1358 επ.
Φουντεδάκη ο.π σελ. 103 επ).
Στην προκειμένη περίπτωση εκτίθεται στην αγωγή ότι ο
εναγόμενος κατά τα τελευταία 15 έτη αποταμίευε μέσω της επιχειρήσεως
της εναγομένης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, όσα κεφάλαια ο ίδιος είχε
συγκεντρώσει εργαζόμενος ως ναυτικός. Ότι στις αρχές του έτους 2008 η
αναφερόμενη στην αγωγή υπάλληλος της εναγομένης που εκ μέρους της
τελευταίας παρείχε επενδυτικές συμβουλές στον ενάγοντα πρότεινε σε
αυτόν την τοποθέτηση των κεφαλαίων του σε τίτλους την Τράπεζας
«Lehman Brothers Co» σε σχέση με τους οποίους του ανέφερε ότι
5
προσφέρουν υψηλή απόδοση. Ότι ο ενάγων ενδιαφερόταν να μην
υποστεί οποιαδήποτε περιουσιακή ζημία λόγω μειώσεως του κεφαλαίου
του. Ότι η ως άνω υπάλληλος της εναγομένης δεν είχε ενημερώσει τον
ενάγοντα για τους κινδύνους της επενδύσεως και επιπλέον του είχε
διαβεβαιώσει ότι το κεφάλαιο του θα ήταν ασφαλές και εγγυημένο. Ότι ο
ενάγων λόγω των διαβεβαιώσεων αυτών της υπαλλήλου της εναγομένης
θεώρησε ότι η τελευταία ήταν το πρόσωπο, το οποίο μετείχε ως
αντισυμβαλλομένη αυτού στην συγκεκριμένη επένδυση και ότι αυτή
αναλάμβανε την ευθύνη να διατηρήσει το κεφάλαιο του ακέραιο. Ότι ο
ενάγων πείστηκε να επενδύσει στους προαναφερόμενους τίτλους ένα
τμήμα του κεφαλαίου του συνολικού ύψους 82.000 Ευρώ. Ότι τον
Σεπτέμβριο του έτους 2008 ο ενάγων ενημερώθηκε από την εναγομένη
ότι λόγω της επικείμενης πτωχεύσεως της εταιρίας «Lehman Brothers
Co» είχε απωλεστεί το κεφάλαιο που είχε εκ μέρους του επενδυθεί. Ότι ο
ενάγων που έχει αποκτήσει τις βασικές γραμματικές γνώσεις δεν είχε
ενημερωθεί από την εναγομένη, ότι η συγκεκριμένη επενδυτική επιλογή
συνοδευόταν από κάποιους κινδύνους απώλειας του κεφαλαίου του. Με
το ιστορικό αυτό που εκτενέστερα αναπτύσσεται στην αγωγή,, ο ενάγων
επιδιώκει να υποχρεωθεί η εναγομένη με απόφαση που θα κηρυχθεί
προσωρινώς εκτελεστή να του καταβάλει ποσό ύψους 82.000 Ευρώ, με
το νόμιμο τόκο από την 5-2-2008, άλλως από την επίδοση της αγωγής
καθώς και να καταδικαστεί αυτή στα δικαστικά του έξοδα.
Η αγωγή με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα αρμοδίως και
παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος
Δικαστηρίου κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία (άρθρα 12, 18
αριθμ 1, 25 παρ. 2, 33, 215 επ. ΚΠολΔ) και για το παραδεκτό της
συζητήσεως προσκομίζεται η από 10-11-2008 δήλωση του πληρεξουσίου
δικηγόρου του ενάγοντος, με την οποία βεβαιώνεται η παράλειψη
6
προσελεύσεως της εναγομένης που νομίμως κλήθηκε να συμμετάσχει
στην απόπειρα συμβιβασμού (άρθρο 214Α παρ.1, 8 β ΚΠολΔ), ενώ έχει
καταβληθεί και το ανάλογο προς το καταψηφιστικό της αίτημα τέλος
δικαστικού ενσήμου με τις υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ'αριθμ
11128630/3-4-2009 διπλότυπο εισπράξεως ΔΟΥ Β θεσσαλονίκης,
2990031/3-4-2009 γραμμάτιο εισπράξεως ΕΤΕ). Η αγωγή κρίνεται
νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 281, 288, 297, 298, 330,
345, 346, 713, 714, 718, 914 ΑΚ 8 Ν 2251/1994, 176, 191 παρ. 2 908
παρ.1 δ ΚΠολΔ, εκτός από το αίτημα καταβολής νομίμων τόκων σε
χρόνο προγενέστερο της επιδόσεως της, το οποίο είναι απορριπτέο ως μη
νόμιμο, διότι δεν υφίσταται αντίστοιχη δήλη ημέρα ή όχληση της
εναγομένης σε καταβολή του αιτούμενου ποσού αποζημιώσεως.
Επομένως η αγωγή θα πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω, προκείμενου να
διαπιστωθεί εάν είναι βάσιμη από ουσιαστική άποψη.
Η εναγομένη με τις έγγραφες προτάσεις της αρνείται την αγωγή
ισχυριζόμενη ότι η επικαλούμενη από τον ενάγοντα ζημία δεν είναι
παρούσα, διότι ο ίδιος δεν έχει επιχειρήσει να προκαλέσει την πρόωρη
λήξη των τίτλων του, οι οποίοι την 15-2-2013 που είναι η ημερομηνία
λήξεως αυτών, πιθανολογείται ότι πρόκειται να έχουν κάποια αξία
αποτιμήσεως. Επιπλέον, προβάλλει η εναγομένη ότι δεν υφίσταται εκ
μέρους της εκδήλωση παράνομης συμπεριφοράς αιτιωδώς συνδεόμενης
με την επέλευση της επικαλούμενης από τον εν άγοντα περιουσιακής
βλάβης, δεδομένου ότι δεν παραλείφθηκε η παροχή στον ενάγοντα της
ενημερώσεως που του είναι απαραίτητη, ώστε ο τελευταίος να
πληροφορηθεί την μορφή της επενδύσεως; καθώς και ότι
αντισυμβαλλομένη αυτού στην αντίστοιχη συμβατική σχέση δεν ήταν η
προαναφερομένη διάδικος, αλλά η εκδότρια των τίτλων εδρεύουσα στην
Ολλανδία εταιρία με την επωνυμία «Lehman Brothers Treasury Co B.V»,
7
ούτε όμως η συμπεριφορά της αυτή αληθής υποτιθέμενη, προκάλεσε την
κήρυξη σε πτώχευση της εδρεύουσας στην Αμερική εταιρίας με την
επωνυμία «Lehman Brothers Holdings Inc» θυγατρική της οποίας είναι η
παραπάνω μνημονευόμενη εταιρία. Ο ισχυρισμός αυτός εξεταζόμενος
υπό το πρίσμα όσων έχουν σχετικώς εκτεθεί στην προηγούμενη νομική
σκέψη συνιστά ένσταση, η οποία κρίνεται νόμιμη στηριζόμενη στην
διάταξη του άρθρου 8 παρ 4 Ν 2251/1994. Προβάλει επίσης η
εναγομένη, ότι κατά ποσοστό 99% συνυπαίτιος της ζημίας του είναι ο
ενάγων, διότι έχει παραλείψει να αναγνώσει τα έντυπα που υπέγραψε, τα
οποία περιείχαν τις κρίσιμες πληροφορίες σχετικά με την επένδυση. Ο
συγκεκριμένος ισχυρισμός συνιστά νόμιμη ένσταση στηριζόμενη στις
διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 11 και 8 παρ.6 Ν 2251/1994. Κατά
συνέπεια, η ανωτέρω προβαλλόμενοι από την εναγομένη ισχυρισμοί που
συνιστούν ενστάσεις, θα πρέπει να ερευνηθούν από κοινού με την αγωγή,
προκειμένου να διαπιστωθεί εάν είναι βάσιμοι από ουσιαστική άποψη.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων και την
χωρίς όρκο κατάθεση του ενάγοντος που εξετάστηκαν στο ακροατήριο
του Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα
πρακτικά, από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως
οι διάδικοι, από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τον
ενάγοντα υπ'αριθμ 1026/1-3-2009 ένορκη βεβαίωση μάρτυρα ενώπιον
του Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, που έχει ληφθεί μετά από νομότυπη και
εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης (βλ. την υπ' αριθμ 7879/27-3-
2009 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου
Αθήνας Ιωάννη Χαλκιαδάκη) καθώς και από την επικαλούμενη και
προσκομιζόμενη από την εναγομένη υπ' αριθμ 5519/20-3-2009 ένορκη
βεβαίωση ενώπιον του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, Ιωσήφ
Σέίσογλου, που έχει ληφθεί μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη
8
κλήτευση του ενάγοντος (βλ. την υπ' αριθμ 6379β/17-3-2009 έκθεση
επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Νικολάου Πλάτσα) αποδεικνύονται
κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Ο ενάγων είναι συνταξιούχος ηλικίας 65 ετών, ο οποίος εγκαταστάθηκε
στην Ελλάδα έχοντας συγκεντρώσει κάποιο κεφάλαιο εργαζόμενος
αρχικώς ως ναυτικός και ακολούθως κατά το διάστημα των 12 ετών
που βρισκόταν εγκατεστημένος στην Αυστραλία ως εργάτης σε
οικοδομές και εργοστάσια. Ο ενάγων είχε επιλέξει να αναθέσει στην
επιχείρηση της εναγομένης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την
επωνυμία «CITIBANK INTERNATIONAL PLC» τον χειρισμό της
επενδύσεως του κεφαλαίου του,, επιδιώκοντας προεχόντως να μην
προκληθούν απώλειες λόγω μειώσεως του ύψους του και ακολούθως να
επιχειρηθεί η αύξηση αυτού μέσω τοποθετήσεων, που δεν θα προκαλούν
κίνδυνο απώλειας του αρχικού ποσού. Ο συγκεκριμένος διάδικος δεν
διέθετε οποιασδήποτε μορφής ειδική εκπαίδευση ή εμπειρία που θα του
επέτρεπε να επιλέγει ο ίδιος τις μορφές τοποθετήσεως του κεφαλαίου
του, οι οποίες κάλυπταν τις ανάγκες του. Επίσης ο παραπάνω διάδικος ως
απόφοιτος του δημοτικού σχολείου βρισκόταν εκτός του κύκλου όσων
προσώπων θα ήταν σε θέση να κατανοήσουν και κατά μείζονα λόγο να
συνδυάσουν και να αξιολογήσουν ένα εκτεταμένο σύνολο παρεχομένων
εγγράφως ή προφορικώς ειδικών πληροφοριών που αφορούν στην
μορφή, το περιεχόμενο και κυρίως τις διακρίσεις με γνώμονα τους
κινδύνους των διαφόρων προτεινομένων επενδυτικών επιλογών. Με
δεδομένους τους όρους αυτούς, που προσδιορίζουν ποια ήταν η θέση
κάθε μέρους στην υφιστάμενη μεταξύ των διαδίκων συναλλακτική
σχέση, είναι βέβαιο ότι η τελευταία δεν είχε την μορφή της εκτελέσεως
εκ μέρους της εναγομένης όσων επενδυτικών επιλογών απέδιδαν
αντίστοιχες αποφάσεις του ενάγοντος, στις οποίες είχε καταλήξει ο ίδιος,
9
αφού προηγουμένως είχε απλώς ενημερωθεί σχετικώς από την ως άνω
αντισυμβαλλομένη αυτού. Αντιθέτως αυτό που αποδεικνύεται, είναι ότι η
εναγομένη μέσω των εξειδικευμένων υπαλλήλων που απασχολούσε στην
επιχείρηση της, ήταν σε θέση η ίδια να διαμορφώσει το περιεχόμενο
όσων επιλογών εμφανιζόταν να επιχειρούνται από τον ενάγοντα, χωρίς
να παρέχει στον τελευταίο κατά τρόπο κατανοητό για τον ίδιο όσες
πληροφορίες θα του ήταν απαραίτητες, ώστε να αποφασίσει εάν θα
αποδεχτεί ή θα απορρίψει την προτεινόμενη σε αυτόν επένδυση του
κεφαλαίου του. Υπό τις συνθήκες αυτές κατά το διάστημα μεταξύ των
ετών 2003 έως 2008 ο ενάγων αποδεχόταν χωρίς να προβάλλει
αντιρρήσεις τις εκ μέρους των υπαλλήλων της εναγομένης προτεινόμενες
σε αυτόν επενδυτικές επιλογές και υπέγραφε τις σχετικές έγγραφες
αιτήσεις πωλήσεως από και προς τον ίδιο μεριδίων αμοιβαίων
κεφαλαίων, ενώ σε μία περίπτωση την 12-4-2004 είχε επενδύσει ένα
ποσό ύψους 40.000 Ευρώ σε χρεωστικά ομόλογα εκδόσεως της «Royal
Bank of Scotland». Όπως προκύπτει και από τα σχετικά έντυπα
συγκεντρώσεως πληροφοριών σε σχέση με τον ενάγοντα, που έχουν
συνταχθεί υπό την επιμέλεια όσων υπαλλήλων της εναγομένης είχαν
ασχοληθεί με την υποβολή προς τον προαναφερόμενο διάδικο των
επενδυτικών προτάσεων, τις οποίες κατέληγε αυτός να επιλέξει, ο
τελευταίος είχε περιορισμένη γνώση όσων κινδύνων συνδέονται με τα
σύνθετα επενδυτικά προϊόντα και επεδίωκε να διατηρήσει την επένδυση
του, αποδεχόμενος περιορισμένης εκτάσεως διακυμάνσεις για περιόδους
μικρότερες του ενός έτους, προκειμένου να έχει υψηλότερες αποδόσεις
από αυτές των προθεσμιακών καταθέσεων. Όλες οι προηγούμενες
επενδυτικές κινήσεις με υπόδειξη των υπαλλήλων της εναγομένης είχαν
επιχειρηθεί από τον ενάγοντα, ο οποίος δεν θεωρούσε ότι
συναλλασσόταν με κάποιο άλλο πρόσωπο, εκτός από την
10
προαναφερόμενη διάδικο, που όπως ο ίδιος αντιλαμβανόταν έναντι αυτού
είχε την ευθύνη της αποδόσεως τουλάχιστον του επενδυόμενου
κεφαλαίου. Όπως χαρακτηριστικά καταθέτει ο πρώτος μάρτυρας, ο
οποίος εξετάστηκε στο ακροατήριο με επιμέλεια του ενάγοντος ο
τελευταίος του δήλωνε ότι «...τα χρήματα τα έχει βάλει σ' αυτή την
τράπεζα, στην Σίτιτμπανκ..». Επιπλέον, τα αποτελέσματα των
επενδύσεων που είχαν προηγηθεί, ήταν συμβατά προς τις επιλογές του
ενάγοντος, δεδομένου ότι δεν είχε προκληθεί ούτε και για περιορισμένο
χρονικό διάστημα οποιασδήποτε εκτάσεως απώλεια του αρχικού
κεφαλαίου και επιπλέον επιτεύχθηκε απόδοση που ήταν ικανοποιητική
για τον ίδιο. Οι όροι αυτοί που συνέθεταν το ανωτέρω περιγραφόμενο
περιεχόμενο της σχέσεως μεταξύ των διαδίκων, δεν μεταβλήθηκαν ούτε
κατά το έτος 2008, που με υπόδειξη της υπαλλήλου της εναγομένης, η
οποία τουλάχιστον από το έτος 2006 είχε αναλάβει να χειρίζεται την
σχέση της παραπάνω διάδικου με τον ενάγοντα, ο τελευταίος έθεσε την
υπογραφή του στην από 30-1-2008 αίτηση αγοράς τίτλων του
εξωτερικού. Μέσω της αιτήσεως αυτής ο ενάγων διέθετε ποσό
κεφαλαίου ύψους 82.000 Ευρώ, το οποίο επενδυόταν εκ μέρους του σε
τίτλους εκδόσεως της εδρεύουσας στην Ολλανδία εταιρίας με την
επωνυμία «Lehman Brothers Treasury Co B.V» που τελούσαν υπό την
εγγύηση της εδρεύουσας στην Αμερική εταιρίας με την επωνυμία
«Lehman Brothers Holdings Inc». Σε σχέση με τους παραπάνω τίτλους η
15-2-2008 και η 15-2-2013 προσδιορίστηκαν ως ημερομηνίες εκδόσεως
και λήξεως αυτών αντιστοίχως . Πλέον του ως άνω επενδυόμενου ποσού
κεφαλαίου εκ μέρους του ενάγοντα καταβλήθηκε στην εναγομένη ποσό
ύψους 2.050 Ευρώ ως προμήθεια. Η αίτηση συνοδευόταν από ένα
εκτεταμένο και πυκνό έντυπο κείμενο, μέσω του οποίου αναπτυσσόταν οι
όροι της σχέσεως που διαμορφωνόταν μεταξύ του ενάγοντος, της
11
εναγομένης και της εκδότριας των τίτλων. Μεταξύ άλλων στον υπ'αριθμ
13 όρο του κειμένου αυτού αναφερόταν επί λέξει «... Ο Πελάτης
αναγνωρίζει ότι η Τράπεζα ενεργεί στα πλαίσια της παρούσας
αποκλειστικά ως διανομέας των Τίτλων και παραγγελιοδόχος του
Πελάτη και δεν υπέχει καμιά ευθύνη για την ακρίβεια ή πληρότητα των
πληροφοριών που παρέχονται σε αυτόν σε σχέση με του Τίτλους.
Περαιτέρω, ο Πελάτης γνωρίζει ότι αναλαμβάνει τον πιστωτικό κίνδυνο
Lehman Brothers Treasury Co B.V ως Εκδότη των Τίτλων και όχι της
Τράπεζας... Σε καμία περίπτωση δεν θα ευθύνεται η Τράπεζα για πράξεις
η παραλείψεις του Εκδότη των Τίτλων, ή του Διαχειριστή/Εγγυητή
Έκδοσης...». Εκτός αυτού, σε επόμενο σημείο του κειμένου
επισημαίνονται οι κίνδυνοι της επενδύσεως κατά τον ακόλουθο τρόπο «...
Οι Τίτλοι αποτελούν ενοχική υποχρέωση του Εκδότη τους, δηλ. της
Lehman Brothers Treasury Co B.V, η οποία ενεργεί στην παρούσα ως
παραγγελιοδόχος του Πελάτη....Ο Πελάτης αναλαμβάνει τον πιστωτικό
κίνδυνο της Lehman Brothers Treasury Co B.V. Μπορεί να υπάρξουν
αλλαγές σχετικά με τους Όρους των Τίτλων λόγω γεγονότων όπως
διάσπαση αγοράς (market disruption), προσφορά για αγορά (tender
offer), συγχώνευση, εθνικοποίηση, διαγραφή εταιρειών από το
χρηματιστήριο, πτώχευση ... Σε αυτή την περίπτωση, ο Εκδότης
μπορεί να προβεί σε εξαγορά Τίτλων ... Αυτό σημαίνει ότι οι
επενδυτές ενδέχεται να υποστούν μερική ή ακόμα και ολική απώλεια
του αρχικού επενδυμένου κεφαλαίου τους ... Επίσης σύμφωνα με το
σχετικό τμήμα του ίδιου κειμένου «...Οι Τίτλοι είναι μια μη
εξασφαλισμένη συμβατική υποχρέωση του εκδότη και δεν έχουν
αξιολογηθεί από κανένα οίκο αξιολόγησης. Η προστασία του κεφαλαίου
ή και η εγγυημένη απόδοση που παρέχονται σε σχέση με τους Τίτλους
παρέχονται από τον Εκδότη των Τίτλων και υπόκεινται στον κίνδυνο του
12
Εκδότη και το πιστωτικό κίνδυνο. ... Οι Τίτλοι είναι μια μη
εξασφαλισμένη συμβατική υποχρέωση του Εκδότη και κανενός άλλου.
Στηρίζομαι στην πιστοληπτική ικανότητα του εκδότη και δεν έχω κανένα
δικαίωμα κάτω από τους τίτλους ενάντια στη Citibank International pic ή
οποιαδήποτε σχετική με τη Citigroup οντότητα. Οι Τίτλοι δεν είναι
υποχρεώσεις ούτε είναι εγγυημένοι από τη Citibank International pic ή
οποιαδήποτε σχετική με τη Citigroup οντότητα ... Τα επενδυτικά
προϊόντα δεν είναι τραπεζικές καταθέσεις ή υποχρεώσεις της Citibank
International pic ή των καταστημάτων και των θυγατρικών της, ούτε
είναι εγγυημένα από αυτές, υπόκεινται σε επενδυτικούς κινδύνους,
συμπεριλαμβανομένης της πιθανής απώλειας του αρχικού κεφαλαίου και
δεν διασφαλίζονται από το κράτος ή από κάποιο οργανισμό του...». Μετά
τη ολοκλήρωση της επενδύσεως αυτής τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους
2008 τηλεφωνικώς εκ μέρους της εναγομένης ανακοινώθηκε στον
ενάγοντα ότι οι τίτλοι στους οποίους έχει επενδύσει το προαναφερόμενο
ποσό κεφαλαίου, έχουν απωλέσει την αξία τους λόγω της πτωχεύσεως
της «Lehman Brothers Holdings Inc». Ακολούθησε εντός του μηνός
Σεπτεμβρίου του έτους 2008 η αποστολή με επιμέλεια της εναγομένης
προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντος τηλεομειοτύπου, στο
οποίο αναφέρεται ότι «..αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει αγορά για τα
χρηματοοικονομικά προϊόντα που έχουν εκδοθεί από θυγατρική εταιρία
της Lehman Brothers Holdings Inc και στα οποία έχετε επενδύσει. Κατά
συνέπεια, χωρίς την ύπαρξη αγοράς, δεν παρέχεται στη Citi αποτίμηση
γι' αυτά τα προϊόντα. Ως εκ τούτου, στη συνημμένη αναλυτική
κατάσταση των λογαριασμών σας, η αποτίμηση των προϊόντων αυτών θα
εμφανίζεται στην παρούσα φάση μηδενική.». Από το περιεχόμενο της ως
άνω ανακοινώσεως της εναγομένης αποδεικνύεται ότι λόγω της
πτωχεύσεως της εταιρίας με την επωνυμία «Lehman Brothers Holdings
13
Inc» δεν υφίσταται, διότι έχει αναιρεθεί, η σχέση αντιστοιχίας μεταξύ του
ποσού του κεφαλαίου που έχει επενδυθεί εκ μέρους του ενάγοντος και
της αξίας όσων τίτλων περιλαμβάνονται στην περιουσία του, η οποία
είναι μηδενική. Λόγω της μηδενικής αυτής αποτιμήσεως του
συγκεκριμένου τμήματος της περιουσίας του ενάγοντος, το οποίο
διαμορφώθηκε μέσω της υποβολής του τελευταίου σε δαπάνη ύψους
82.000 Ευρώ ο προαναφερόμενος διάδικος, εξαιτίας της απώλειας της ως
άνω περιγραφόμενης σχέσεως αντιστοιχίας έχει υποστεί ισόποση ζημία,
η οποία εφόσον έχει συντελεστεί, δεν είναι μέλλουσα, όπως αβασίμως
ισχυρίζεται η εναγομένη, αλλά παρούσα. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι ο
ενάγων κατά τον χρόνο που έθετε την υπογραφή του στην
προαναφερόμενη αίτηση εξακολουθούσε να υποβάλλεται στους ίδιους
εκτεταμένους περιορισμούς, οι οποίοι στην ηλικία των 65 ετών
αποτελούν πλέον σταθερά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του. Οι
περιορισμοί αυτοί αναγόμενοι στο επίπεδο της εκπαιδεύσεως του
ενάγοντος , καθώς και στο περιεχόμενο των εμπειριών αυτού, προκαλούν
στην συγκεκριμένη περίπτωση την εκ μέρους του τελευταίου
αναμενόμενη εκδήλωση της αδυναμίας αυτού, να αντιληφθεί το
περιεχόμενο όσων διαλαμβάνονται στο ανωτέρω μνημονευόμενο
κείμενο, το οποίο συνοδεύει την αίτηση που υπέγραψε. Υπό την έννοια
αυτή η παράλειψη αναγνώσεως του κειμένου αυτού από τον ενάγοντα,
την οποία επικαλείται η εναγομένη, και αληθής υποτιθέμενη δεν
θεμελιώνει την προβαλλόμενη από την τελευταία ένσταση συντρέχοντος
πταίσματος, η οποία θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη από
ουσιαστική άποψη. Επιπλέον, ο ενάγων, ο οποίος δεν είναι έγγαμος
έχοντας αντιληφθεί ποια είναι τα όρια του και ποιο είναι το πεδίο των
επενδυτικών κινήσεων, το οποίο οριοθετείται από τις προσωπικές του
ανάγκες, εάν η υπάλληλος της εναγομένης είχε επιχειρήσει προφορικώς
14
να του αναπτύξει και να του εξηγήσει το περιεχόμενο της
συναλλακτικής σχέσεως που περιγράφεται στο κείμενο, το οποίο
συνοδεύει την ανωτέρω μνημονευόμενη αίτηση είναι βέβαιο ότι θα είχε
αρνηθεί να επιχειρήσει την προτεινόμενη σε αυτόν τοποθέτηση του
κεφαλαίου του, προεχόντως, διότι δεν θα ήταν σε θέση να κατανοήσει,
ώστε να ελέγξει την μορφή και το περιεχόμενο της συγκεκριμένης
πολύπλοκης συναλλακτικής σχέσεως. Κατά μείζονα λόγο όμως, ο
ενάγων θα είχε απορρίψει την επένδυση αυτή , σε περίπτωση που είχε
πληροφορηθεί ότι η εναγομένη δεν αναλαμβάνει οποιαδήποτε ευθύνη
έναντι του ιδίου σε σχέση με το επενδυόμενο κεφάλαιο ύψους 82.000
Ευρώ, διότι στην συγκεκριμένη συμβατική σχέση μετέχει ο ίδιος με
αντισυμβαλλόμενο μέρος κάποια εδρεύουσα στην Ολλανδία εταιρία, η
οποία είναι θυγατρική της εγγυήτριας εταιρίας που έχει την έδρα της
στην Αμερική. Σε κάθε περίπτωση ο ενάγων δεν θα είχε συμφωνήσει σε
μία τέτοιας μορφής επένδυση, εάν η υπάλληλος της εναγομένης που του
υπέβαλε την σχετική πρόταση^ είχε εξηγήσει σε αυτόν ότι δεν
αποκλείεται να υποστεί καθολική απώλεια του κεφαλαίου του ύψους
82.000 Ευρώ, μεταξύ άλλων και εξαιτίας πτωχεύσεως της εταιρίας της
οποίας η θυγατρική ήταν η εκδότρια των τίτλων. Με τα δεδομένα αυτά
κρίνεται βάσιμος ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η εναγομένη
παρέλειψε, όπως είχε υποχρέωση ,να τον ενημερώσει σχετικά με τα
ανωτέρω αναφερόμενα χαρακτηριστικά της επενδύσεως, την οποία του
υπέδειξε να επιχείρησες με συνέπεια ο συγκεκριμένος διάδικος να μην
έχει κατανοήσει τουλάχιστον τους κινδύνους να υποστεί απώλεια του
κεφαλαίου, οι οποίοι, όπως αποδεικνύεται, βασίμως συνδεόταν με μια
τέτοιας μορφής επιλογή εκ μέρους του. Η συμπεριφορά αυτή της
εναγομένης, η οποία εκδηλώθηκε έναντι του συγκεκριμένου διαδίκου,
εξεταζόμενη υπό το πρίσμα των κανόνων των άρθρων 281 και 288
15
σύμφωνα με όσα σχετικώς αναπτύχθηκαν στην προηγούμενη νομική
σκέψη κρίνεται ως παράνομη. Επιπλέον, η συγκεκριμένη παράνομη
συμπεριφορά συνδέεται αιτιωδώς προς την επελθούσα ζημία της
περιουσίας του ενάγοντος, αφού όπως αποδεικνύεται αυτή προκλήθηκε,
διότι η επένδυση επιχειρήθηκε χωρίς να έχει προηγηθεί η παροχή προς
τον προαναφερόμενο διάδικο της ενημερώσεως που ήταν αναγκαία, ώστε
να κατανοήσει την μορφή και το περιεχόμενο και να αποφασίσει ο ίδιος
εάν θα επιλέξει την προτεινόμενη προς αυτόν τοποθέτηση του κεφαλαίου
του ; αναλαμβάνοντας μέσω της επιλογής του, όσους κινδύνους
συνδέονται με την τελευταία. Επομένως, η ένσταση που έχει σχετικώς
προβληθεί από την εναγομένη κρίνεται απορριπτέα ως αβάσιμη από
ουσιαστική άποψη. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή
θα πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη και να
υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των
82.000 Ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
Η απόφαση αυτή θα πρέπει να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή
κατά το ήμισυ του ανωτέρω επιδικαζόμενου ποσού, διότι η
απαίτηση του ενάγοντος θεμελιώνεται σε αδικοπραξία και η
περαιτέρω καθυστέρηση της ικανοποιήσεως της κατά το μέρος της αυτό
θα του προκαλέσει σημαντική ζημία (αρθρ. 907, 908 παρ.1 δ ΚΠολΔ). Η
εναγομένη, λόγω της ήττας της, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά
έξοδα του ενάγοντος όπως καθορίζεται ειδικότερα & στο διατακτικό
(άρθρο 176 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
16
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το
ποσό των ογδόντα δύο χιλιάδων (82.000) Ευρώ με το νόμιμο τόκο από
την επίδοση της αγωγής.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινώς εκτελεστή κατά το ήμισυ
του ανωτέρω επιδικαζόμενου ποσού.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη στα δικαστικά έξοδα του
ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) Ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στις 19 Ιουνίου 2009 και
δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στη
Θεσσαλονίκη στις 26 Ιουνίου 2009.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

http://evexa.gr/wp-content/uploads/2009-19932.pdf

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΕΠΙΠΛΑ ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΓΟΥΣΤΟ