Απόφαση 1358 / 2008 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Αναίρεση μερική, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Συναυτουργία, Δόλος.
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Αναίρεση μερική, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Συναυτουργία, Δόλος.
Περίληψη:
Ανθρωποκτονία με πρόθεση από κοινού τελεσθείσα. Πότε συντρέχει η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου. Επί ανθρωποκτονίας με πρόθεση δεν επιβάλλεται ειδική αιτιολογία του δόλου. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να αφορά και τους αυτοτελείς ισχυρισμούς, τέτοιος δε είναι και ο ισχυρισμός για την αναγνώριση ελαφρυντικής περιστάσεως. Πότε υπάρχει εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Η απόφαση έχει την απαιτούμενη αιτιολογία για το συναυτουργό εραστή, αλλά και για την απόρριψη του αιτήματός του για την αναγνώριση σε αυτόν της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 § 2 εδαφ. α ΠΚ. Εσφαλμένη εφαρμογή με παράβαση εκ πλαγίου των διατάξεων των άρθρων 299 § 1 και 45 ΠΚ, διότι στην απόφαση για την ενοχή της συναυτουργού συζύγου έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις και λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον έλεγχο της ορθής εφαρμογής τους. Αβάσιμος ο λόγος για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, διότι το δικαστήριο παρέλειψε να δώσει το λόγο στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τις καταθέσεις μαρτύρων που έγιναν στο ακροατήριο, καθόσον: α) είτε αυτός είτε ο συνήγορος του, λαμβάνοντας τελευταίος το λόγο, είχε τη δυνατότητα να ασκήσει τα από το άρθρο 358 ΚΠΔ δικαιώματα του, και β) δεν προκύπτει από τα πρακτικά, ότι ζητήθηκε από τον κατηγορούμενο η άσκηση του ανωτέρω δικαιώματος του και μετά την άρνηση του διευθύνοντος τη συζήτηση να ικανοποιήσει το σχετικό αίτημα έγινε προσφυγή στο δικαστήριο και αυτό την απέρριψε παρά το νόμο ή δεν αποφάνθηκε επ’ αυτής. Η παράβαση του άρθρου 364 § 2 β ΚΠΔ δεν επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, ούτε επέρχεται τέτοια κατά το άρθρο 171 § 1 ΚΠΔ. Παράβαση της διατάξεως του άρθρου 211 Α ΚΠΔ. Δεν παραβιάζεται η διάταξη αυτή εφόσον η περί ενοχής του κατηγορούμενου κρίση του δικαστηρίου δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά σε μαρτυρική κατάθεση ή ομολογία συγκατηγορούμενου, αλλά και σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία.
Ανθρωποκτονία με πρόθεση από κοινού τελεσθείσα. Πότε συντρέχει η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου. Επί ανθρωποκτονίας με πρόθεση δεν επιβάλλεται ειδική αιτιολογία του δόλου. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να αφορά και τους αυτοτελείς ισχυρισμούς, τέτοιος δε είναι και ο ισχυρισμός για την αναγνώριση ελαφρυντικής περιστάσεως. Πότε υπάρχει εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Η απόφαση έχει την απαιτούμενη αιτιολογία για το συναυτουργό εραστή, αλλά και για την απόρριψη του αιτήματός του για την αναγνώριση σε αυτόν της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 § 2 εδαφ. α ΠΚ. Εσφαλμένη εφαρμογή με παράβαση εκ πλαγίου των διατάξεων των άρθρων 299 § 1 και 45 ΠΚ, διότι στην απόφαση για την ενοχή της συναυτουργού συζύγου έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις και λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον έλεγχο της ορθής εφαρμογής τους. Αβάσιμος ο λόγος για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, διότι το δικαστήριο παρέλειψε να δώσει το λόγο στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τις καταθέσεις μαρτύρων που έγιναν στο ακροατήριο, καθόσον: α) είτε αυτός είτε ο συνήγορος του, λαμβάνοντας τελευταίος το λόγο, είχε τη δυνατότητα να ασκήσει τα από το άρθρο 358 ΚΠΔ δικαιώματα του, και β) δεν προκύπτει από τα πρακτικά, ότι ζητήθηκε από τον κατηγορούμενο η άσκηση του ανωτέρω δικαιώματος του και μετά την άρνηση του διευθύνοντος τη συζήτηση να ικανοποιήσει το σχετικό αίτημα έγινε προσφυγή στο δικαστήριο και αυτό την απέρριψε παρά το νόμο ή δεν αποφάνθηκε επ’ αυτής. Η παράβαση του άρθρου 364 § 2 β ΚΠΔ δεν επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, ούτε επέρχεται τέτοια κατά το άρθρο 171 § 1 ΚΠΔ. Παράβαση της διατάξεως του άρθρου 211 Α ΚΠΔ. Δεν παραβιάζεται η διάταξη αυτή εφόσον η περί ενοχής του κατηγορούμενου κρίση του δικαστηρίου δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά σε μαρτυρική κατάθεση ή ομολογία συγκατηγορούμενου, αλλά και σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία.
Αριθμός 1358/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Μιχαήλ Δέτση, Αιμιλία Λίτινα, Βασίλειο Λυκούδη και Γεώργιο Γιαννούλη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαρτίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καίσαρη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1)Χ1 κρατούμενη στις Γυναικείες Φυλακές Κορυδαλλού, που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Νικόλαο Παπαπέτρο και Βικτωρία Μπουκοβάλα, 2)Χ2 , κρατουμένου στη Κλειστή Φυλακή Τρικάλων, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Μακρή, περί αναιρέσεως της 114-119/2005 Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λαρίσης. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Ψ1, 2) Ψ2 και 3) Ψ3, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Βασιλακόπουλο και Βασίλειο Φυτίλη.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 27 Ιουλίου 2006 και 31 Ιουλίου 2006 αιτήσεις τους αναιρέσεως αντίστοιχα, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1497/2008.
Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Επειδή, οι υπό κρίση από 27 Ιουλίου 2006 και 31 Ιουλίου 2006 αιτήσεις αναιρέσεως α) της Χ1 και β) του Χ2, αντιστοίχως, οι οποίες στρέφονται κατά της αυτής υπ' αριθ. 114 - 119/2005 Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λάρισας, είναι προδήλως συναφείς και ως τέτοιες πρέπει να συνεκδικαστούν.
2. Επειδή, κατά το άρθρο 299 § 1 του ΠΚ, όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει, ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με πρόθεση απαιτείται, αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση της ζωής άλλου, με θετική ενέργεια ή ακόμη και με παράλειψη ενέργειας που οφείλεται από το νόμο, υποκειμενικώς δε δόλος, άμεσος ή ενδεχόμενος, που συνίσταται, ο μεν άμεσος, στη γνώση και τη θέληση των στοιχείων της πράξεως, της θανάτωσης δηλαδή άλλου ανθρώπου, ο δε ενδεχόμενος, σύμφωνα με το άρθρο 27 § 1 εδαφ. β του αυτού Κώδικα, στην αποδοχή του ενδεχόμενου αποτελέσματος της θανάτωσης του άλλου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 45 του ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο της "από κοινού" τελέσεως νοείται αντικειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συναυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττόμενου εγκλήματος, που μπορεί να είναι και ανθρωποκτονία με πρόθεση, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τέλεσης του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές (ΟλΑΠ 50/1990). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 84 § 2 εδαφ. α του ΠΚ, για να συντρέχει η προβλεπόμενη από αυτή ελαφρυντική περίσταση, η οποία, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, επιφέρει μείωση της ποινής, πρέπει ο υπαίτιος να έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, δηλαδή πρέπει ο έντιμος βίος του να ανάγεται σε όλες της μορφές της συμπεριφοράς του και δεν αρκεί, χωρίς τη συνδρομή και άλλων περιστατικών, μόνο η ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου ή έστω τέτοιου περιέχοντος καταδικαστικές αποφάσεις για παραβίαση κειμένων διατάξεων από αμέλεια ή διατάξεων νόμου, που ρυθμίζουν τη συμπεριφορά των ατόμων σε επουσιώδη θέματα, όπως είναι κατά κανόνα ο Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας.
Συνεπώς, άνθρωπος με λευκό ποινικό μητρώο μπορεί να κριθεί, ότι δεν διάγει έντιμη ζωή, όταν παραβιάζει εκ προθέσεως τους άγραφους ηθικούς κανόνες και η ζωή του περιλαμβάνει στοιχεία, με βάση τα οποία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί έντιμη. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίo, κατ' αρχή, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (εγκλήματος με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Τέτοια πρόσθετα στοιχεία δεν αξιώνονται από το νόμο στην περίπτωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με πρόθεση και της άμεσης συνέργειας σ' αυτή. Περαιτέρω για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και, σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Πέραν τούτων, η επιβαλλόμενη, κατά τα ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 § 2 και 333 § 2 ΚΠΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή στην άρση ή τη μείωση της ικανότητας για καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή στη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι ο ισχυρισμός για την αναγνώριση της υπάρξεως στο πρόσωπο του κατηγορουμένου των ελαφρυντικών περιστάσεων του πρότερου εντίμου βίου, κατά το άρθρο 84 § 2 εδαφ. α του ΠΚ, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως 3. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης σε συνδυασμό με το διατακτικό, τα οποία παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λάρισας, με την υπ' αριθ. 114 - 119/2006 απόφασή του, δέχθηκε, κατά πλειοψηφία, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η αναιρεσείουσα κατηγορούμενη Χ1παντρεύτηκε το έτος 1974, σε ηλικία 16 ετών, τον κατά δεκαπέντε έτη μεγαλύτερό της Γ (θύμα), κάτοικο ......, με τον οποίο και απέκτησε δύο παιδιά, τους πολιτικώς ενάγοντεςΨ2, που γεννήθηκε το 1975, και Ψ3, που γεννήθηκε το 1977. Μέχρι το έτος 1999 η συμβίωση των ως άνω συζύγων υπήρξε ήρεμη και αρμονική. Ο Γ ήταν καλός σύζυγος και οικογενειάρχης και υπεραγαπούσε τη σύζυγο και τα τέκνα του, έχοντας δε δημιουργήσει αξιόλογη οικονομική επιφάνεια από την επιτυχή άσκηση επιχείρησης κατεργασίας και εμπορίας δερμάτων, που διατηρούσε στον..... από κοινού με τον Ζ1, τουλάχιστον επί εικοσαετία, είχε εξασφαλίσει στην οικογένειά του μια άνετη διαβίωση στην επί της οδού ...., στον ...., βρισκόμενη ιδιόκτητη οικία του και έχαιρε της γενικής εκτίμησης στην κοινωνία του .... Στην ανωτέρω συζυγική οικία, μετά το έτος 1996 διέμεναν ο ίδιος (Γ), η κατηγορουμένη σύζυγος του και η υπερήλικος μητέρα του, την οποία φρόντιζε η σύζυγος του, δεδομένου ότι από τα ως άνω δύο τέκνα τους (πολιτικώς ενάγοντες), ο μεν Ψ2, από το έτος 1993 μέχρι το έτος 1999, βρισκόταν για σπουδές στην Αγγλία, κατά το διάστημα 1999 - 2000, υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία και μετά το έτος 2000, διέμενε στην βρισκόμενη στον .... οικία της τότε μνηστής του και ήδη συζύγου του Ν1, η δε Ψ3 από το 1996 έως το 2000 διέμενε στην Πάτρα λόγω σπουδών και, από το έτος 2000, εγκαταστάθηκε στο ..., όπου εργαζόταν έκτοτε ως κοινωνική λειτουργός σε παιδικό σταθμό. Το καλοκαίρι του 1999, η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Χ1 συνήψε ερωτικό δεσμό με τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Χ2, αγρότη, κάτοικο του χωριού ..... Μαγνησίας, που ήταν άγαμος και νεώτερός της κατά δώδεκα (12) έτη. Στην αρχή αναπτύχθηκε μεταξύ τους επιθυμία για ερωτική επικοινωνία, γρήγορα όμως αυτή εξελίχθηκε σε έντονο ερωτικό πάθος. Οι ερωτικές συναντήσεις τους, αρχικά μεν γίνονταν στο δάσος και σε διάφορες ερημικές παραλίες της περιοχής ..., αργότερα δε, στη συζυγική οικία της κατηγορουμένηςΧ1. Ειδικότερα, οι κατηγορούμενοι, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός, ότι ο σύζυγος της δεύτερης Γ πραγματοποιούσε συχνά επαγγελματικά ταξίδια σε διάφορες πόλεις της Ελλάδος, κατά τα διαστήματα της απουσίας εκείνου, συναντιόνταν και συνευρίσκονταν ερωτικά μέσα στην προαναφερόμενη συζυγική οικία. Ωστόσο, το Μάιο του 2001, ο Γ, θέλοντας να περιορίσει τον κύκλο των εργασιών της επιχείρησής του, σταμάτησε τα επαγγελματικά ταξίδια και η κατηγορουμένη σύζυγος του, προκειμένου να εξακολουθήσει να συνευρίσκεται ερωτικά με τον συγκατηγορούμενο εραστή της, υιοθέτησε την "ιδέα" του τελευταίου να προβαίνει με τη χρήση υπνωτικών χαπιών σε ύπνωση του συζύγου της. Έτσι, κατά διάφορες τακτές ημέρες του χρονικού διαστήματος από τις αρχές Ιουλίου 2001 και μέχρι τις 25.11.2001, η κατηγορουμένη έρριχνε στο βραδινό φαγητό ή στο αναψυκτικό που πρόσφερε στο σύζυγο της δισκία του υπνωτικού φαρμάκου "Stilnox", τα οποία είχε αγοράσει προηγουμένως από φαρμακεία του ....., άλλοτε η ίδια και άλλοτε ο συγκατηγορούμενός της, και με τον τρόπο αυτό περιήγαγε το σύζυγο της Γ, εν αγνοία του, σε κατάσταση ύπνωσης, η οποία διαρκούσε κάθε φορά επί τέσσερις τουλάχιστον ώρες, διάστημα κατά το οποίο συναντιόταν αυτή και συνευρισκόταν ερωτικά με το συγκατηγορούμενο εραστή της μέσα στη συζυγική οικία. Στις 25.11.2001, ή εν λόγω κατηγορουμένη έρριψε πάλι υπνωτικό χάπι "Stilnox" στο βραδινό φαγητό του συζύγου της Γ. Όταν αυτός κοιμήθηκε, κάλεσε τον πρώτο κατηγορούμενο Χ2 στη συζυγική οικία, όπου αυτοί συνευρέθηκαν ερωτικά και στη συνέχεια παρέμειναν στο σαλόνι, συζητώντας μεταξύ τους. Περί ώρα 02.00' πρωινή, ξύπνησε ξαφνικά ο Γ και, κατευθυνόμενος από την κρεβατοκάμαρα στο σαλόνι, είδε ημίγυμνο τον κατηγορούμενο Χ2, που ήταν γνωστός του και τον αναγνώρισε. Αμέσως κινήθηκε εναντίον του, αλλά δεν πρόλαβε να τον προσεγγίσει, διότι ο κατηγορούμενος, την ίδια στιγμή, άρπαξε τα ρούχα του και βγήκε τρέχοντας από τη μπαλκονόπορτα στη βεράντα της οικίας και στη συνέχεια απομακρύνθηκε. Εκείνη τη στιγμή έγινε μεταξύ των συζύγων επεισόδιο, κατά το οποίο ο Γ, έχοντας καταληφθεί δικαιολογημένα από έντονα συναισθήματα οργής και αγανάκτησης, λόγω της κατά τον ανωτέρω τρόπο διαπιστωθείσας από τον ίδιο ύπαρξης του ερωτικού δεσμού της συζύγου του με τον κατηγορούμενο Χ2, τον οποίο δεσμό είχε πληροφορηθεί αυτός προηγουμένως από ανώνυμο τηλεφώνημα, ράπισε τη σύζυγό του δύο φορές στο μάγουλο και την εξύβρισε. Στη συνέχεια επακολούθησε μεταξύ τους έντονη λογομαχία, που διήρκεσε μέχρι το πρωί της 26ης.11.2001, οπότε ο Γ, αφού απαγόρευσε στη σύζυγο του να έχει στο εξής οποιαδήποτε επαφή και επικοινωνία με τον Χ2, μετέβη στην επιχείρησή του. Την ίδια, όμως, ημέρα, 26.11.2001, η κατηγορουμένη Χ1 επικοινώνησε τηλεφωνικά πολλές φορές με τον κατηγορούμενο Χ2 και τον πληροφόρησε σχετικά με όσα είχαν συμβεί κατά τη διάρκεια της νύκτας μεταξύ αυτής και του συζύγου της. Τότε ο κατηγορούμενος Χ2 της πρότεινε να αναλάβει από τον κοινό λογαριασμό, που διατηρούσε μαζί με το σύζυγο της σε Τράπεζα, το χρηματικό ποσό των 15.000.000 δραχμών και στη συνέχεια να φύγουν μαζί και να ζήσουν σε άλλη πόλη, πρόταση την οποία, όμως, εκείνη δεν αποδέχθηκε. Παρόμοια προς τα ανωτέρω επεισόδια έγιναν μεταξύ των ως άνω συζύγων και κατά τις επόμενες ημέρες, καθώς και στις 7.12.2001 το βράδυ, οπότε ο Γ ράπισε τη σύζυγό του μέσα στη συζυγική οικία παρουσία της κόρης τους Ψ3, που είχε μεταβεί εκείνη την ημέρα στον .. για να τους επισκεφθεί και το πρωί της επόμενης ημέρας (8.12.2001) επέστρεψε στο .... Καθόλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα, δηλαδή από τις 26.11.2001, που κατά τον αναφερόμενο τρόπο κατέλαβε τους κατηγορουμένους μέσα στη συζυγική οικία, και μέχρι τις 8.12.2001, ο Γ ήλεγχε τις κινήσεις της συζύγου του και έτσι οι κατηγορούμενοι δεν μπορούσαν να συναντηθούν και να συνευρεθούν ερωτικά. Ωστόσο, αυτοί, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, επικοινωνούσαν τηλεφωνικά, με τα κινητά τηλέφωνά τους, πολλές φορές κάθε ημέρα, και η σύζυγος πληροφορούσε τον εραστή, με κάθε λεπτομέρεια, για όλα όσα συνέβαιναν μεταξύ αυτής και του συζύγου της Γ. Το έντονο ερωτικό πάθος του κατηγορουμένου Χ2, σε συνδυασμό με το εμφωλεύον μίσος του κατά του Γ, τον οποίο θεωρούσε ανυπέρβλητο εμπόδιο για τη συνέχιση της ερωτικής σχέσης του με τη σύζυγό του κατηγορουμένη Χ1, αποτέλεσε το πρόσφορο έδαφος στο πρόσωπο του κατηγορουμένου τούτου για να δημιουργηθεί και να καλλιεργηθεί η εγκληματική ιδέα της με θανάτωση φυσικής εξόντωσης του Γ. Αλλά και η κατηγορουμένη σύζυγος τούτου Χ1, διακατεχόμενη από το ίδιο έντονο ερωτικό πάθος και έχοντας αποξενωθεί από καιρό από το σύζυγό της, τον οποίο θεωρούσε και αυτή ανυπέρβλητο εμπόδιο για τη συνέχιση της εξωσυζυγικής ερωτικής της σχέσης, υιοθέτησε αμέσως, χωρίς κανένα ηθικό ενδοιασμό, την ως άνω εγκληματική ιδέα του συγκατηγορουμένου εραστή της, με σκοπό να απαλλαγούν αυτοί από την παρουσία του συζύγου της. Έτσι, οι κατηγορούμενοι, περί τις αρχές Δεκεμβρίου του 2001, κατά τις συνεχείς τηλεφωνικές επικοινωνίες, που είχαν μεταξύ τους, αφού μελέτησαν και συζήτησαν διάφορους τρόπους θανάτωσης του Γ, συναποδέχθηκαν κατ' αρχήν το εξής σχέδιο: Κατά το χρόνο που ο Γ θα κοιμόταν στη συζυγική οικία, οι κατηγορούμενοι θα τον περιήγαγαν με τη χρήση αναισθητικού σπρέι σε κατάσταση αναισθησίας και στη συνέχεια θα τον τοποθετούσαν μέσα στο ΙΧΕ αυτοκίνητο της ιδιοκτησίας του στη θέση του οδηγού και, ωθώντας το αυτοκίνητο θα το έριχναν μαζί με αυτόν στη θάλασσα, έτσι ώστε ο εκ πνιγμού θάνατος τούτου να εμφανιζόταν, ότι επήλθε από τυχαίο συμβάν (εκτροπή του αυτοκινήτου του). Για την πραγματοποίηση του σχεδίου τους, ο κατηγορούμενος Χ2 προμηθεύτηκε, στις 8.12.2001, από τον ιδιοκτήτη νυκτερινού κέντρου Κ1 ένα φιαλίδιο με "αναισθητικό" σπρέι, το οποίο, με ψεκασμό στο πρόσωπο ανθρώπου, δεν επέφερε μεν αναισθητοποίησή του, αλλά μπορούσε να προκαλέσει τοπική αναισθησία και έντονο τσούξιμο και πόνο στους οφθαλμούς. Επί πλέον, ο ίδιος κατηγορούμενος προμηθεύτηκε και ένα συρματόσχοινο, μήκους μισού μέτρου περίπου, με σιδερένιες χειρολαβές στα δυο άκρα του, το οποίο, όπως προέβλεπε το σχέδιό τους, θα το χρησιμοποιούσαν οι κατηγορούμενοι για τη θανάτωση του Γ με στραγγαλισμό, αν δεν επιτύγχαναν να τον αναισθητοποιήσουν με τη χρήση του σπρέι. Στις 8.12.2001, οι κατηγορούμενοι, μετά από αλλεπάλληλες τηλεφωνικές συνομιλίες που είχαν μεταξύ τους μέσω των κινητών τηλεφώνων τους, αποφάσισαν, βρισκόμενοι σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, να υλοποιήσουν το παραπάνω εγκληματικό σχέδιο τους κατά του Γ. Σε μία από τις τηλεφωνικές αυτές επικοινωνίες, περί ώρα 14.48', ο κατηγορούμενος Χ2 πληροφόρησε τη συγκατηγορούμενή του Χ1 ότι είχε στην κατοχή του το "αναισθητικό" σπρέι. Εκείνη την ημέρα (8.12.2001), ο Γ (θύμα), αφού προηγουμένως κατανάλωσε σε κατάστημα (ουζάδικο) του ...., όπου πήγε με τον επ' αδελφή γαμπρό του Ε1, αρκετά ποτηράκια με τσίπουρο, επέστρεψε ζαλισμένος, με το αυτοκίνητό του, περί ώρα 17.30' απογευματινή στην οικία του και μετά από λίγο κοιμήθηκε. Στις 18.30' ώρα, η κατηγορουμένη σύζυγος του Χ1 τηλεφώνησε στην κόρη τους Ψ3, που βρισκόταν στο ... και της είπε, ότι δεν είναι ανάγκη να έρθει στο σπίτι τους, στον ..., όπως είχε προγραμματίσει. Περί ώρα 19.00' της ίδιας ημέρας, επισκέφθηκε τους γονείς του στην ως άνω οικία τους ο γιος του ζεύγους Ψ2 μαζί με την τότε μνηστή του Ν1. Αυτοί, μετά από παραμονή 45' περίπου λεπτών της ώρας στην κουζίνα της οικίας, όπου συνομίλησαν για διάφορα θέματα με την κατηγορουμένη Χ1, αποχώρησαν από την εν λόγω οικία χωρίς να συναντήσουν τον Γ, ο οποίος εξακολουθούσε να κοιμάται στην κρεβατοκάμαρα. Αμέσως μετά την αναχώρησή τους, η κατηγορουμένη Χ1 επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον συγκατηγορούμενο εραστή της και, αφού τον πληροφόρησε για την αναχώρηση του γιου της Ψ2 και της μνηστής του και για το ότι ο σύζυγος της εξακολουθούσε να κοιμάται, συμφώνησε μαζί του να έρθει εκείνος αμέσως στη συζυγική οικία για να πραγματοποιήσουν το σχέδιο θανάτωσης του συζύγου της. Μάλιστα, αυτή για να αποκλείσει κάθε πιθανότητα έλευσης εκείνο το βράδυ της θυγατέρας της Ψ3 από το ..., τηλεφώνησε και πάλι σ' αυτή δύο φορές, περί ώρα 20.04' και 20.05', αντίστοιχα, λέγοντάς της ότι δεν υπήρχε λόγος να έρθει στο σπίτι. Μετά πάροδο λίγων λεπτών, και συγκεκριμένα περί ώρα 20.10', κατέφθασε στη συζυγική οικία ο κατηγορούμενος Χ2, φέρνοντας μαζί του το φιαλίδιο με το "αναισθητικό" σπρέι και το συρματόσχοινο. Αφού άφησε το επανωφόρι του και το συρματόσχοινο στη βεράντα, εισήλθε στην ανωτέρω οικία από την πόρτα του υπνοδωματίου της θυγατέρας του ζεύγους Ψ3 που βλέπει στη βεράντα, την οποία, όπως είχαν προσυνεννοηθεί, η κατηγορουμένη Χ1 είχε αφήσει προηγουμένως ανοικτή για το σκοπό αυτό. Κατ' εκείνη την ώρα, ο Γ ξύπνησε και πήγε στο μπάνιο, αλλά μετά από λίγο επέστρεψε στην κρεβατοκάμαρα, στην οποία κοιμόταν, και κατακλίθηκε πάλι, φορώντας μόνο τα εσώρουχα του, για να ξανακοιμηθεί. Οι κατηγορούμενοι, μόλις συναντήθηκαν στο υπνοδωμάτιο της Ψ3, άρχισαν αμέσως προπαρασκευαστικές πράξεις για την εκτέλεση του σχεδιασθέντος εγκλήματος. Συγκεκριμένα, αυτός ζήτησε και έλαβε από εκείνη ένα ζευγάρι πλαστικά γάντια κουζίνας και ταυτόχρονα παρέδωσε σ' αυτή το φιαλίδιο με το σπρέι για να ψεκάσει με αυτό το σύζυγο της. Μετά από αυτό, οι κατηγορούμενοι κατευθύνθηκαν στην κρεβατοκάμαρα, όπου κοιμόταν ο Γ. Αφού εισήλθαν σε αυτή με προφυλάξεις, πλησίασαν το συζυγικό κρεβάτι και η σύζυγος που προπορευόταν, ώστε να καλύπτει τον συγκατηγορούμενό της που ακολουθούσε, ψέκασε δύο φορές το σύζυγο της στο πρόσωπο με το φιαλίδιο σπρέι, που κρατούσε. Ο σύζυγος αυτής (Γ), παρά τον έντονο πόνο και το τσούξιμο στα μάτια που του προκάλεσε η ρίψη του σπρέι, προσπάθησε να ανασηκωθεί με τα γόνατα στο κρεβάτι και μόλις είδε τον κατηγορούμενο Χ2, ο οποίος εν των μεταξύ είχε έρθει μπροστά του, αντέδρασε επιχειρώντας να κατέβει από το κρεβάτι και να τον πιάσει με τα χέρια του. Την ίδια, όμως, στιγμή ο κατηγορούμενος Χ2 τον γρονθοκόπησε με σφοδρότητα, καταφέροντάς του με τους γρόνθους του αλλεπάλληλα δυνατά κτυπήματα στο κεφάλι, στο πρόσωπο και σε άλλα μέρη του σώματος του, με αποτέλεσμα να του προκαλέσει τις σωματικές κακώσεις που αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης και ο παθών Γ να πέσει αιμόφυρτος και αναίσθητος στο πάτωμα. Τότε ο κατηγορούμενος Χ2 πήρε αμέσως ένα σεντόνι από το κρεβάτι και, αφού το τύλιξε γύρω από το λαιμό του Γ, το περιέσφιξε, προσπαθώντας έτσι να τον στραγγαλίσει. Δεν τα κατάφερε, όμως, και γι' αυτό εγκατέλειψε προσωρινά την προσπάθειά του αυτή και πήγε στη βεράντα του υπνοδωματίου της Ψ3, απ' όπου πήρε το αναφερόμενο συρματόσχοινο και ακολούθως επέστρεψε στην κρεβατοκάμαρα. Κατά το διάστημα που αυτός μετέβη στη βεράντα για να πάρει το συρματόσχοινο, η κατηγορουμένη Χ1 έπεσε με το σώμα της επάνω στο σώμα του τραυματισμένου συζύγου της, που κειτόταν στο πάτωμα, και τον κράτησε ακινητοποιημένο εωσότου να επιστρέψει ο συγκατηγορούμενός της, αποκλείοντας έτσι κάθε δυνατότητα του συζύγου της να σηκωθεί και να προσπαθήσει να αμυνθεί ή να ζητήσει βοήθεια ή να διαφύγει. Όταν ο κατηγορούμενος Χ2 επανήλθε στην κρεβατοκάμαρα, φόρεσε τα πλαστικά γάντια, που του είχε δώσει προηγουμένως η κατηγορουμένη Χ1και ακολούθως τύλιξε το συρματόσχοινο στο λαιμό του Γ, τοποθετώντας αυτό επάνω από το προαναφερόμενο σεντόνι, που παρέμενε από πριν τυλιγμένο στο λαιμό του και στη συνέχεια περιέσφιξε με δύναμη το συρματόσχοινο, εν είδει βρόγχου, με αποτέλεσμα να επιφέρει αμέσως το θάνατο του Γ, ο οποίος επήλθε από ασφυξία. Ακολούθως, οι κατηγορούμενοι, με σκοπό να εξαφανίσουν το πτώμα του θύματος προέβησαν μαζί στις εξής ενέργειες: Τύλιξαν το πτώμα του θύματος σε λευκό σεντόνι, προσάρμοσαν το κεφάλι αυτού, που αιμορραγούσε, μέσα σε πλαστική σακούλα σκουπιδιών, την οποία έδεσαν, μετέφεραν και τοποθέτησαν το πτώμα στο πορτ - μπαγκάζ του ΙΧΕ αυτοκινήτου του θύματος, που βρισκόταν στο γκαράζ της οικίας του, και στη συνέχεια, επιβαίνοντες στο ίδιο αυτοκίνητο, που οδηγούσε η κατηγορούμενη Χ1, μετέβησαν στην περιοχή του Ιερού Ναού ".....", όπου ο κατηγορούμενος Χ2 επιβιβάσθηκε στο δικό του αγροτικό αυτοκίνητο, το οποίο είχε σταθμεύσει προηγουμένως στο σημείο εκείνο. Εκεί συνεννοήθηκαν να οδηγήσει ο καθένας το αυτοκίνητό του και να συναντηθούν με τα αυτοκίνητα σε αγροτική περιοχή της ......, που βρισκόταν παραπλεύρως της περιφερειακής της οδού. Κατά τη διαδρομή, όμως, αυτή, η κατηγορουμένη Χ1 έχασε από το οπτικό της πεδίο το αυτοκίνητο του συγκατηγορούμενου της και για το λόγο αυτό του τηλεφώνησε περί ώρα 20.54', ζητώντας απ' αυτόν να την καθοδηγήσει. Το εν λόγω τηλεφώνημα το έκανε από το κινητό τηλέφωνο του συζύγου της (θύματος), που βρισκόταν μέσα στο μπουφάν του και η κατηγορουμένη είχε πάρει μαζί της κατά την αναχώρηση από τη συζυγική οικία και φορούσε καθόλη τη διαδρομή, έτσι ώστε να δημιουργείται στους τρίτους η ψευδής εντύπωση ότι το ΙΧΕ του συζύγού της οδηγούσε ο ίδιος. Τελικά, οι κατηγορούμενοι συναντήθηκαν με τα αυτοκίνητά τους στην παραπάνω αγροτική περιοχή. Εκεί ο κατηγορούμενος Χ2 έφερε από το σπίτι του ένα μεγάλο πλαστικό σάκο (τσουβάλι), στον οποίο τοποθέτησαν το πτώμα του θύματος, όπως ήταν τυλιγμένο στο λευκό σεντόνι, και αφού το μεταφόρτωσαν στο αγροτικό αυτοκίνητο του πρώτου, το μετέφεραν σε αγρό ιδιοκτησίας του πατέρα του, που βρίσκεται στη θέση "...." και εντός του οποίου υπήρχε ένα πηγάδι βάθους έξι μέτρων. Μέσα στο πηγάδι αυτό οι κατηγορούμενοι έρριψαν το πτώμα του θύματος και έπειτα έρριψαν πάνω από το πτώμα ευμεγέθεις πέτρες. Στη συνέχεια, οι ίδιοι μετέβησαν με τα ανωτέρω δύο αυτοκίνητα στο Βόλο, εγκατέλειψαν στο λιμάνι κλειδωμένο το ΙΧΕ. του θύματος και έπειτα, κατά τις μεταμεσονύκτιες ώρες, επέστρεψαν με το αγροτικό αυτοκίνητο στον .... Ενάμισι μήνα μετά το έγκλημα, ο κατηγορούμενος Χ2 μετέβη στον παραπάνω αγρό και μπάζωσε το πηγάδι με χαλίκια και χώμα, με σκοπό να καταστεί αδύνατη η ανεύρεση από τις αστυνομικές αρχές του πτώματος του θύματος. Στις 16.4.2002, μετά από συντονισμένες ενέργειες και έρευνες των αστυνομικών, που διενεργούσαν την προανάκριση, απεκαλύφθη ότι δράστες του εγκλήματος ήταν οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι υπέδειξαν στους αστυνομικούς το πηγάδι, στο οποίο είχαν ρίψει το πτώμα του θύματος. Ο κατηγορούμενος Χ2, κατά την απολογία του στο δευτεροβάθμιο, αλλά και στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αρνήθηκε οποιαδήποτε συμμετοχή του στην ανθρωποκτονία του Γ, ισχυριζόμενος ότι, όταν, στις 8.12.2001 και περί ώρα 20.00', μετά από συνεχείς τηλεφωνικές επικοινωνίες του με τη δεύτερη κατηγορουμένη, μετέβη στην οικία της, αυτή είχε ήδη θανατώσει το σύζυγό της στραγγαλίζοντάς τον με σεντόνι, ότι αυτός δεν είδε καθόλου το πτώμα του θύματος, γιατί ήταν τυλιγμένο με σεντόνι, και απλώς βοήθησε τη συγκατηγορούμενη του να το μεταφέρουν στο προαναφερόμενο πηγάδι για να το εξαφανίσουν. Οι ισχυρισμοί, όμως, αυτοί του άνω κατηγορούμενου τούτου ήταν τελείως αναληθείς και διαψεύδονται πλήρως από όλα τα αποδεικτικά μέσα και ιδίως α) από την από 25.7.2002 υπ' αριθ. πρωτ. .... ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας - νεκροτομής των ιατροδικαστών .... και ...., και την κατάθεση στο δικαστήριο της πρώτης ιατροδικαστού, από τις οποίες προκύπτει, ότι κατά μεν τη γενόμενη στις 17.4.2002 εκταφή του πτώματος από το ως άνω πηγάδι διαπιστώθηκε, ότι τούτο βρισκόταν εντός πλαστικού σάκου, μέσα σε σεντόνι, αλλά η κεφαλή αυτού ήταν εντός πλαστικής σακούλας απορριμμάτων, πράγμα που αναιρεί τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου ότι δεν είδε καθόλου το πτώμα, επειδή ήταν τυλιγμένο με σεντόνι, κατά δε την επακολουθήσασα κατά την ίδια ημέρα νεκροψία και νεκροτομή διαπιστώθηκε ότι οι σωματικές κακώσεις που έφερε το πτώμα στο πρόσωπο και το κεφάλι (διασχίσεις και εντυπώματα των μαλακών μορίων του δεξιού ημιμορίου της κεφαλής, εκχύμωση των μαλακών μορίων άνω και κάτω βλεφάρων του αριστερού οφθαλμού κλπ) προκλήθηκαν αναμφίβολα με ισχυρά πλήγματα με γρόνθους που δέχθηκε το θύμα εν ζωή, τέτοια δε ισχυρά πλήγματα με γρόνθους ήταν λογικά αδύνατο να μπορούσε να καταφέρει στο σύζυγο της η έχουσα μικρά μυϊκή δύναμη κατηγορουμένη Χ1, β) τις καταθέσεις του πολιτικώς ενάγοντος Ψ2 και της μνηστής του, μάρτυρα κατηγορίας, Ν1, που με βεβαιότητα κατέθεσαν, ότι, στις 8.12.2001 και περί ώρα 19.00', επισκέφθηκαν τους γονείς του πρώτου στη συζυγική οικία και παρέμειναν εκεί τουλάχιστον επί 45' λεπτά της ώρας, γεγονός που αποκλείει τη διάπραξη του εγκλήματος από την κατηγορουμένη σύζυγο προτού να φθάσει στην οικία τους ο κατηγορούμενος Χ2, και γ) την από 16.4.2002 ενώπιον του Αστυνόμου Α' του ΤΑ Βόλου Βασιλείου Κίου προανακριτική απολογία του ίδιου του πρώτου κατηγορουμένου, στην οποία αυτός ομολόγησε αβίαστα, ότι σκότωσε τον Γ, καταθέτοντας ότι στις 8.12.2001 σε χωματόδρομο της περιοχής ..... γρονθοκόπησε αυτόν και στη συνέχεια τον στραγγάλισε με συρματόσχοινο, δηλαδή περιέγραψε ως τρόπο διάπραξης απ' αυτόν της ανθρωποκτονίας του Γ τον ίδιο ακριβώς τρόπο που έγινε το έγκλημα μέσα στην οικία του θύματος, πράγμα που φανερώνει, ότι ο ίδιος συμμετείχε ως φυσικός αυτουργός στην ανθρωποκτονία. Εξάλλου, η κατηγορουμένη Χ1, στην από 17.4.2001 απολογία της στον Ανακριτή Βόλου, αλλά και κατά τις απολογίες της στο παρόν και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, περιέγραψε με λεπτομέρειες τις σχέσεις της με τον πρώτο κατηγορούμενο, το σχέδιο θανάτωσης του συζύγου της, που ο τελευταίος της πρότεινε και αυτή αποδέχθηκε, καθώς και τον τρόπο που θανατώθηκε ο σύζυγος της, μέσα στη συζυγική οικία, το βράδυ της 8.12.2001. Ειδικότερα αυτή, ενώ ομολογεί ότι είχε υιοθετήσει το σχέδιο θανατώσεως του συζύγου της, που της πρότεινε ο συγκατηγορούμενός της, ότι, αυτός στις 8.12.2001, την πληροφόρησε σε δύο τηλεφωνικές επικοινωνίες, που είχαν μεταξύ τους, ότι έχει στην κατοχή του το "αναισθητικό" σπρέι για την υλοποίηση του σχεδίου τους, ότι, αμέσως μετά την αναχώρηση του γιου της και της μνηστής του από την οικία της, τηλεφώνησε στον συγκατηγορούμενό της και συμφώνησε μαζί του να έλθει αμέσως στην οικία της, ότι η ίδια άφησε μισάνοικτη τη μπαλκονόπορτα του δωματίου της κόρης της, από την οποία εισήλθε ο συγκατηγορούμενός της, ότι όταν συναντήθηκαν στο δωμάτιο της κόρης της του έδωσε ένα ζευγάρι πλαστικά γάντια κουζίνας και εκείνος της παρέδωσε το φιαλίδιο με το "αναισθητικό" σπρέι για να ψεκάσει με αυτό το σύζυγό της και ότι στη συνέχεια μετέβησαν και οι δύο στο δωμάτιο όπου κοιμόταν ο σύζυγος της (με προπορευόμενη την ίδια για να τον καλύπτει), με σκοπό να υλοποιήσουν το εγκληματικό σχέδιο θανάτωσης του συζύγου της. Ακολούθως, ισχυρίσθηκε, ότι, μόλις αντίκρισε το σύζυγο της, υπαναχώρησε από την αρχική απόφασή της και αρνήθηκε να τον ψεκάσει με σπρέι, αλλά στη συνέχεια παρέμεινε στο δωμάτιο και αποδέχθηκε με την παρουσία της το στραγγαλισμό του συζύγου της από τον συγκατηγορούμενό της Χ2. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός της κατηγορουμένης, ότι δηλαδή υπαναχώρησε από την αρχική απόφασή τους να θανατώσουν από κοινού με τον συγκατηγορούμενό της το σύζυγο της δεν προκύπτει από τα αποδεικτικά στοιχεία της υπόθεσης. Το ότι η εν λόγω κατηγορουμένη ενέμεινε στην αρχική απόφαση της και το ότι συνέπραξε από κοινού με τον έτερο κατηγορούμενο στην εκτέλεση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας, προβαίνουσα σε συγκεκριμένες ενέργειες, και δη ρίπτοντας το σπρέι στο πρόσωπο του συζύγου της, ενώ αυτός κοιμόταν, και στη συνέχεια κρατώντας αυτόν ακινητοποιημένο στο πάτωμα, ενώ ήταν τραυματισμένος, κατά το διάστημα που ο συγκατηγορούμενός της πήγε στη βεράντα και πήρε το συρματόσχοινο, έτσι ώστε να καταστήσει αδύνατη τη διαφυγή του συζύγου της, αποδεικνύονται από τη συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων της υπόθεσης, σε συνδυασμό με τη συμπεριφορά που η ίδια η επέδειξε αμέσως μετά το έγκλημα, αφού, ενεργώντας με απόλυτη ψυχραιμία, συνεργάσθηκε πλήρως με τον συγκατηγορούμενό της για τη μεταφορά στο πηγάδι και την εξαφάνιση του πτώματος του συζύγου της. Από όλα τα παραπάνω εκτιθέμενα, αποδεικνύεται, κατά την πλειοψηφήσασα κρίση του Δικαστηρίου, ότι οι κατηγορούμενοι διέπραξαν κατά συναυτουργία την πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, αφού αποδείχθηκε ότι αυτοί, μετά από συναπόφαση που έλαβαν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση να θανατώσουν τον Γ, συνέπραξαν στην εκτέλεση του εγκλήματος τούτου, το οποίο και πραγμάτωσαν, με τις προαναφερόμενες συγκλίνουσες διαδοχικές πράξεις τους. Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε, ότι, κατά το χρόνο τέλεσης της ανωτέρω αξιόποινης πράξεως της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, αλλά και της παράνομης βίας κατ' εξακολούθηση, για την οποία η κατηγορούμενη Χ1 κηρύχθηκε, επίσης, ένοχη: Α) ότι αυτή α) είχε μειωμένη ικανότητα για καταλογισμό, γιατί ενεργούσε υπό το κράτος του ερωτικού πάθους της για τον κατηγορούμενο Χ2, και β) ότι συνέτρεχαν στο πρόσωπό της οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 § 2 εδαφ. α και β του ΠΚ, διότι αυτή 1) δύο και πλέον έτη πριν από το έγκλημα διατηρούσε εξωσυζυγικό ερωτικό δεσμό με τον συγκατηγορούμενό της, με τον οποίο πάρα πολλές φορές συνευρισκόταν ερωτικά στη συζυγική οικία, μια μάλιστα δε φορά, η ερωτική συνεύρεσή τους έγινε αντιληπτή και από το γιο της Ψ2, και άρα, μέχρι το χρόνο που έγινε το έγκλημα, δεν έζησε έντιμη οικογενειακή ζωή, 2) δεν ωθήθηκε στην πράξη της υπό την επιβολή προσώπου με το οποίο βρισκόταν σε σχέση εξάρτησης, και συγκεκριμένα από το συγκατηγορούμενο της Χ2, από τον οποίο ήταν εξαρτημένη, λόγω ερωτικού πάθους, καθόσον, μεταξύ αυτής και εκείνου, δεν υπήρχε σχέση νομικής εξαρτήσεως, και Β) ότι δεν αποδείχθηκαν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να συνάγεται, ότι ο κατηγορούμενος Χ2 παρεκτός του ότι δεν είχε λευκό ποινικό μητρώο, έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και εν γένει επαγγελματική ζωή. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο κήρυξε και τους δύο αναιρεσείοντες ενόχους ανθρωποκτονίας με πρόθεση και, αφού απέρριψε τον περί μειωμένης ικανότητας για καταλογισμό ισχυρισμό της αναιρεσείουσας Χ1 και τα αιτήματα και των δύο κατηγορούμενων για αναγνώριση των παραπάνω ελαφρυντικών περιστάσεων, επέβαλε για την πράξη αυτή σε καθένα από αυτούς την ποινή της ισόβιας καθείρξεως, επί πλέον δε στην αναιρεσείουσα Χ1 και ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών για την πράξη της παράνομης βίας κατ' εξακολούθηση. 4. Με αυτά που δέχτηκε το Μικτό Ορκωτό Εφετείο : Α) διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την από τις αναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του ανωτέρω εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, για το οποίο κήρυξε ένοχο τον από τους αναιρεσείοντες κατηγορούμενο Χ2, δίχως ωστόσο να του αναγνωρίσει την αιτηθείσα ελαφρυντική περίσταση του πρότερου έντιμου βίου, τα αποδεικτικά μέσα, επί των οποίων στηρίχθηκε προς μόρφωση της περί αυτού κρίσης του και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρου 299 § 1 και 45 του ΠΚ, αλλά και τη μη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 84 § 2 εδαφ. α του αυτού Κώδικα. Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρονται με απόλυτη σαφήνεια και πληρότητα, αφενός μεν οι πράξεις (θετικές ενέργειες), με τις οποίες ο ανωτέρω κατηγορούμενος αφαίρεσε την ζωή του Γ πραγματώνοντας έτσι την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας, αφετέρου δε ο προμελετημένος δόλος αυτού, δηλαδή η γνώση ότι οι ενέργειές του θα επιφέρουν την αφαίρεση της ζωής του θύματος και η θέληση καταστροφής της ζωής αυτής, αξιόποινη πράξη την οποία αυτός αποφάσισε και εκτέλεσε, μετά από συναπόφαση με τη συγκατηγορούμενή του Χ1, βρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Περαιτέρω, οι αιτιολογίες της αποφάσεως του δικαστηρίου για την απόρριψη του αιτήματος του κατηγορούμενου Χ2 για αναγνώριση σε αυτόν της ελαφρυντικής περιστάσεως του πρότερου έντιμου βίου, είναι πλήρεις και σαφείς, προκύπτουν δε όχι μόνο από την ειδική αιτιολογία της επί του αιτήματος τούτου αποφάσεως της προσβαλλόμενης, στην οποία γίνεται δεκτό, ότι "δεν αποδείχθηκαν συγκεκριμένα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει, ότι αυτός, ως το έγκλημα, έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή", όπως απαιτεί επιπλέον ο νόμος, που να δικαιολογούν την αναγνώριση σε αυτόν της αιτηθείσας ελαφρυντικής περιστάσεως και στην περίπτωση υπάρξεως στο ποινικό του μητρώο μικρής σημασίας ποινικών παραβάσεων, αλλά και από την κύρια αιτιολογία της απόφασης επί της ενοχής, στην οποία γίνεται δεκτό, ότι ο κατηγορούμενος αυτός, παραβιάζοντας τον ποινικό νόμο, αλλά και κρατούσες στην κοινωνία άγραφες ηθικές αρχές, υπέδειξε στην συγκατηγορούμενη του να περιάγει σε ύπνωση το σύζυγό της εξακολουθητικά, με δισκία του υπνωτικού φάρμακου "stilnox", για να του παρέχεται η δυνατότητα να την επισκέπτεται στη συζυγική οικία χωρίς να υπάρχει το ενδεχόμενο να αφυπνιστεί ο σύζυγος και να συνευρίσκεται ασφαλώς εκεί με αυτή, επί χρονικό διάστημα πέντε και πλέον μηνών (Ιούνιος - Νοέμβριος 2001), ενώ, παράλληλα, κατά τις επισκέψεις στη συζυγική οικία επί μια και πλέον διετία, αδιαφορούσε για το ενδεχόμενο να γίνει αντιληπτός από τα παιδιά της ερωμένης του και του θύματος να συνουσιάζεται με τη μητέρα τους μέσα στην πατρική οικία, όπως και έγινε Επομένως, ο προβαλλόμενος, από το άρθρ. 510 § 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, τέταρτος λόγος αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Χ2 για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, τόσο ως προς την απόφαση επί της ενοχής, όσο και ως προς την απόρριψη της αιτηθείσας από τον ίδιο ελαφρυντικής περιστάσεως του πρότερου εντίμου βίου, είναι αβάσιμος και ως τέτοιος απορριπτέος. Και Β) εσφαλμένα εφήρμοσε παραβιάζοντας εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 299 § 1 και 45 του ΠΚ ως προς την αναιρεσείουσα κατηγορούμενη Χ1, διότι στο πόρισμα της αποφάσεως για την πραγμάτωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με πρόθεση κατά συναυτουργία από την ανωτέρω και το συγκατηγορούμενό της Χ2, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις και λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, με συνέπεια η προσβαλλόμενη να στερείται, ως προς αυτή, νόμιμης βάσεως. Σχετικώς, η απόφαση : α) ως προς την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με πρόθεση από κοινού κατά συναυτουργία, δέχεται, ότι οι συγκατηγορούμενοι συναποφάσισαν και συναποδέχθηκαν κατ' αρχήν, ως σχέδιο φυσικής εξοντώσεως του θύματος Γ, πως, κατά το χρόνο που αυτός θα κοιμόταν στη συζυγική οικία, θα τον περιήγαν, με τη χρήση αναισθητικού σπρέι, σε κατάσταση αναισθησίας και στη συνέχεια θα τον τοποθετούσαν μέσα στο ΙΧΕ αυτοκίνητο, της ιδιοκτησίας του, στη θέση του οδηγού και, ωθώντας το αυτοκίνητο, θα το έριχναν μαζί με αυτόν στη θάλασσα, έτσι ώστε ο εκ πνιγμού θάνατος τούτου να εμφανιζόταν, ότι επήλθε από τυχαίο συμβάν (εκτροπή του αυτοκινήτου), διαφορετικά αν δεν επιτυγχανόταν η ύπνωσή του με το σπρέι, θα τον στραγγάλιζαν με συρματόσχοινο, μήκους μισού μέτρου περίπου, με σιδερένιες χειρολαβές στα δυο άκρα του, το οποίο είχε προμηθευτεί ο συγκατηγορούμενος Χ2, β) ως προς την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού, με εκτέλεση του καταστρωμένου επικουρικού, λόγω αδυναμίας πραγματώσεως του κυρίου σχεδίου, από τους συναυτουργούς, δέχεται για την κατηγορούμενη Χ1, ότι η γενόμενη δεκτή συναυτουργική της δράση για την πραγμάτωση, με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις της, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, με το συγκατηγορούμενό της, συνίστατο, οριοθετούμενης της αρχής εκτελέσεως αυτής, με την, μετά την αποτυχία της υπνώσεως του θύματος με το σπρέι, έναρξη του επικουρικού σχεδίου θανατώσεως, με γρονθοκόπησή του από τον συγκατηγορούμενο Χ2 με σφοδρότητα με αλλεπάλληλα δυνατά κτυπήματα στο πρόσωπο, στο κεφάλι και σε άλλα μέρη του σώματός του, με συνέπεια την πρόκληση σε αυτόν σωματικών κακώσεων και την πτώση του, αιμόφυρτου και αναίσθητου, στο πάτωμα της κρεβατοκάμαρας, στην πτώση της επάνω στο σώμα του τραυματισμένου συζύγου της, που κειτόταν στο πάτωμα, και το κράτημά του, με το βάρος του σώματός της, ακινητοποιημένου στο πάτωμα, αποκλείοντας έτσι κάθε δυνατότητα σε αυτόν να σηκωθεί και να προσπαθήσει να αμυνθεί ή να ζητήσει βοήθεια ή να διαφύγει. Με τη δράση της αυτή, έδωσε τη δυνατότητα στον συγκατηγορούμενο Χ2, ο οποίος είχε αποτύχει να στραγγαλίσει το σύζυγό της μετά την πτώση του "αιμόφυρτου και αναίσθητου στο πάτωμα", με σεντόνι της κρεβατοκάμαρας, που περιτύλιξε και έσφιξε στο λαιμό του, να εξέλθει από την κρεβατοκάμαρα, να μεταβεί στη βεράντα, να αναλάβει το αφημένο εκεί συρματόσχοινο, να επιστρέψει στην κρεβατοκάμαρα, να τυλίξει το συρματόσχοινο γύρο από το λαιμό και επάνω από το σεντόνι, που εξακολουθούσε να είναι τυλιγμένο στο λαιμό του θύματος, και να περισφίξει με δύναμη το συρματόσχοινο, εν είδει βρόγχου, με αποτέλεσμα να επιφέρει αμέσως το θάνατο του Γ, που επήλθε από ασφυξία. Κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης, άλλη συμμετοχική δράση της κατηγορούμενης Χ1 στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση του συζύγου της, μετά το σφοδρό γρονθοκόπημά του από το συγκατηγορούμενο της Χ2 και την πτώση του στο έδαφος, δεν υπήρξε, ενώ η προγενέστερη της εκτελέσεως του εγκλήματος αυτού συμμετοχική της δράση αναφέρεται : αα) στο άνοιγμα της μπαλκονόπορτας (πρώην παιδικού) υπνοδωματίου της συζυγικής οικίας για την είσοδο σε αυτή του κατηγορούμενου εραστή της, ββ) στην χορήγηση από την κατηγορούμενη σύζυγο στον εραστή της πλαστικών γαντιών για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο αφέσεως δακτυλικών αποτυπωμάτων, γγ) στην οδήγηση τούτου στη συζυγική κρεβατοκάμαρα, όπου κοιμόταν το θύμα, με προπορευόμενη εκείνη για να καλύπτει το σώμα του εραστή της, και δδ) στο κράτημα ανά χείρας από την ίδια του υπνωτικού σπρέι και την επιγενόμενη χρήση του από αυτή με ψεκασμό του συζύγου της για να προκαλέσει την ύπνωσή της. Από όλα όμως τα αναφερόμενα στη συμμετοχική δράση της κατηγορούμενης συζύγου παραπάνω πραγματικά περιστατικά, από τα οποία 1) ο από αυτή ψεκασμός του θύματος, και 2) η ακινητοποίησή του στο πάτωμα με το βάρος της έγιναν το πρώτον δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου, χωρίς οι παραδοχές αυτές, σύμφωνα με το άρθρο 470 του ΚΠΔ, να χειροτέρευσαν ανεπίτρεπτα τη θέση της, αφού, με αυτές, απλώς συμπληρώθηκαν και προσδιορίστηκαν σαφέστερα τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούσαν τη συμμετοχική της δράση στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με πρόθεση κατά συναυτουργία, για το οποίο ασκήθηκε η ποινική δίωξη και κηρύχθηκε ένοχη, δεν προκύπτει με σαφήνεια και πληρότητα, δίχως λογικό κενό, ότι η κατηγορούμενη σύζυγος, με τη συμμετοχική της δράση, πραγμάτωσε, με συγκλίνουσες, διαδοχικές ή ταυτόχρονες, επί μέρους ενέργειες της την εγκληματική πράξη της θανατώσεως του συζύγου της. Η δε περί τούτου παραδοχή του Μικτού Ορκωτού Εφετείου, που συμπορεύεται πάντως σε σχέση με τα αιτιολογημένα δεκτά γενόμενα περί της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκαν ένοχοι οι δύο κατηγορούμενοι, και περί υπάρξεως κυρίου και εναλλακτικού σχεδίου πραγματώσεώς του, βρίσκονται και σε μερική αντίφαση ως προς την αναγκαιότητα της ενεργείας της κατηγορούμενης συζύγου να ακινητοποιήσει στο πάτωμα της κρεβατοκάμαρας με το βάρος του σώματός της το σύζυγό της, "αποκλείοντας με τον τρόπο αυτό κάθε δυνατότητα σε εκείνο να σηκωθεί και να προσπαθήσει να αμυνθεί ή να ζητήσει βοήθεια ή να διαφύγει", ενώ στην προσβαλλόμενη απόφαση γίνεται δεκτό παραπάνω, ότι αυτός έπεσε αιμόφυρτος και αναίσθητος στο πάτωμα της κρεβατοκάμαρας. Οι ασάφειες, τα λογικά αυτά κενά και η τελευταία αντίφαση δεν επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των άρθρων 299 § 1 και 45 του ΠΚ, γι' αυτό και η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς την περί ενοχής της συγκατηγορούμενης Χ1 για ανθρωποκτονία από πρόθεση κατά συναυτουργία διάταξή της στερείται νόμιμης βάσεως.
Συνεπώς, οι προβαλλόμενοι, σχετικοί με την παραπάνω αξιόποινη πράξη, δεύτερος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως της αιτήσεως αναιρέσεως της Χ1 για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, με τη μορφή της εκ πλαγίου παραβάσεως, από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, είναι βάσιμοι, αιτία για την οποία παρέλκει η έρευνα των αναφερόμενων, εκτός άλλων, και σε λόγους μειώσεως της ποινής (άρθρα 36, 84 § 2 α και β του ΠΚ), άλλων λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως αυτής.
5. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων 329, 331 εδαφ. β, 333, και 358 του ΚΠΔ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 171 § 1 στοιχ. δ του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας που ιδρύει τον από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν το δικαστήριο παρέλειψε να δώσει το λόγο στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τις καταθέσεις των μαρτύρων που έγιναν στο ακροατήριο, διότι έτσι ο κατηγορούμενος στερείται του υπερασπιστικού δικαιώματός του. Η σχετική παράβαση του δικαστηρίου πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ενσωματωμένα στην προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, ο πρόεδρος του δικαστηρίου μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα έδινε το λόγο "στους κατηγορούμενους και τους συνηγόρους τους, για να κάνουν, αν ήθελαν, ερωτήσεις προς τους μάρτυρες και αυτοί έκαναν ερωτήσεις και οι μάρτυρες απαντούσαν, όπως στις καταθέσεις τους". Έτσι, ο κατηγορούμενος Χ2 και ο συνήγορός του, έχοντας τελευταίοι το λόγο κατά την εξέταση των μαρτύρων, είχαν τη δυνατότητα να σχολιάσουν τις καταθέσεις των μαρτύρων και να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τις καταθέσεις που έγιναν και άρα δεν προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. Αυτά δε, παρεκτός του ότι, από τα πρακτικά, δεν προκύπτει ότι ζητήθηκε από τον κατηγορούμενο τούτο ή το συνήγορο του η άσκηση του από το άρθρο 358 του ΚΠΔ δικαιώματος και ότι, μετά την άρνηση του διευθύνοντος τη συζήτηση να ικανοποιήσει το σχετικό δικαίωμα, έγινε προσφυγή στο Δικαστήριο και αυτό την απέρριψε παρά το νόμο ή δεν αποφάνθηκε επ' αυτής. Επομένως, ο από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ πρώτος λόγος της αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Χ2, με το οποίο προβάλλεται το αντίθετο είναι αβάσιμος.
6. Επειδή, ναι μεν κατά το άρθρο 364 § 2 β του ΚΠΔ, διαβάζονται στο ακροατήριο τα έγγραφα από άλλη ποινική ή πολιτική δίκη, στην οποία εκδόθηκε αμετάκλητη απόφαση, αν το δικαστήριο κρίνει, ότι η ανάγνωση αυτή είναι χρήσιμη. Όμως, η διάταξη αυτή δεν απαγγέλλει ρητώς ακυρότητα για την παραβίασή της, ενώ, από την τοιαύτη παραβίαση, δεν επέρχεται ούτε απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 § 1 του ΚΠΔ. Επομένως, ο σχετικός δεύτερος αναιρετικός λόγος από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α του ίδιου Κώδικα, κατά τον οποίο επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, διότι, παρά την εναντίωση του συνηγόρου του κατηγορούμενου Χ2, διαβάστηκε στο ακροατήριο η αναφερόμενη στα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης υπ' αριθ. 3.995/2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου, προερχόμενη από άλλη ποινική δίκη, χωρίς να εκδοθεί προηγουμένως γι' αυτή αμετάκλητη απόφαση, είναι απαράδεκτος και ως τέτοιος απορριπτέος. Αυτά δε, παρεκτός του ότι, από τα πρακτικά, δεν προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος αυτός ή ο συνήγορός του ζήτησαν τη μη ανάγνωση της αναφερόμενης αποφάσεως και ότι, μετά την άρνηση του διευθύνοντος τη συζήτηση να ικανοποιήσει το σχετικό δικαίωμα, έγινε προσφυγή στο Δικαστήριο και αυτό την απέρριψε παρά το νόμο ή δεν αποφάνθηκε επ' αυτής. Τούτο δε, πέραν του ότι, η άρνηση του Δικαστηρίου να ικανοποιήσει το σχετικό αίτημα της συγκατηγορούμενης του Χ1 να αναγνώσει την απόφαση αυτή θα δημιουργούσε ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, για έλλειψη ακροάσεως και, συνεπώς, λόγο αναιρέσεως αυτής κατά το άρθρο 510 § 1 περ. Β του ΚΠΔ. 7. Επειδή, ο από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα, που συνέβη κατά την διαδικασία στο ακροατήριο, ιδρύεται και όταν, παρά την δικονομική απαγόρευση, που εισάγεται από το άρθρο 211 Α του ίδιου Κώδικα και κατά την οποία μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή απολογία προσώπου, συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου, το δικαστήριο καταλήξει σε καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση από μόνη την μαρτυρική κατάθεση ή την απολογία συγκατηγορουμένου του, όχι δε και όταν, για τον σχηματισμό της περί ενοχής κρίσης του, έλαβε αυτό υπόψη του και συνεκτίμησε και όλα τα υπόλοιπα τυχόν αποδεικτικά μέσα, που αναφέρει στην απόφασή του. Στην προκειμένη περίπτωση, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ, κατά τον οποίο το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, προς σχηματισμό της καταδικαστικής για τον αναιρεσείοντα Χ2 κρίσης του, στηρίχθηκε αποκλειστικά στην απολογία της συγκατηγορούμενης του Χ1 είναι αβάσιμος και ως τέτοιος πρέπει να απορριφθεί, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, το Δικαστήριο κατέληξε στην περί ενοχής του εν λόγω αναιρεσείοντος κρίση του από την συνεκτίμηση και των άλλων, στην προσβαλλόμενη απόφασή του διαλαμβανομένων, αποδεικτικών μέσων και όχι από, μόνον και αποκλειστικά, την απολογία της παραπάνω συγκατηγορούμενης του, ή και από τις καταθέσεις μαρτύρων, που όσα κατέθεσαν γνωρίζουν από πληροφορίες της αναφερθείσας συγκατηγορούμενής του.
8. Επειδή, μετά από αυτά, πρέπει : Ι) η μεν αίτηση αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Χ2 να απορριφθεί και να καταδικαστεί αυτός στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 § 1 του ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη των πολιτικώς εναγόντων (άρθρα 183, 176 ΚΠολΔ), και
ΙΙ) η δε αίτηση αναιρέσεως της αναιρεσείουσας Χ1 να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς αυτή και μόνο ως προς τις διατάξεις της περί ενοχής για την πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση από κοινού τελεσθείσας με το συγκατηγορούμενό της και την περί ποινής αντίστοιχη διάταξη και να παραπεμφθεί η υπόθεση ως προς το αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που είχαν δικάσει την υπόθεση προηγουμένως (άρθρο 519 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 31 Ιουλίου 2006 αίτηση αναιρέσεως του Χ2 κατά της υπ' αριθ. 114 - 119/2005 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λάρισας.
Καταδικάζει αυτόν τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, και στη δικαστική δαπάνη των πολιτικώς εναγόντων, την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Δέχεται την από 27 Ιουλίου 2006 αίτηση αναιρέσεως της Χ1 κατά της υπ' αριθ. 114 - 119/2005 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λάρισας.
Αναιρεί την υπ' αριθ. 114 - 119/2005 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λάρισας ως προς την παραπάνω αναιρεσείουσα, κατά το στο σκεπτικό αναφερόμενο μέρος της.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το εν λόγω, αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρουμένη απόφαση.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Μαρτίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Μαΐου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_DISPLAY.asp?cd=76rOUV041d4mlxcl80NcLJfjMSztrH&apof=1358_2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου